5ος περίπατος: προς την Ανάληψη
Σημείωση 8.7.2011: αυτή τη ξενάγηση στις Σπέτσες την έγραψε, μετά από λεπτομερή επιτόπια έρευνα, ο Πέτρος Χαριτάτος. Εκδόθηκε ως βιβλίο με τίτλο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες» (2004) και περιέχει 5 διαδρομές στην πόλη των Σπετσών.
Στην συνέχεια ο Π.Χ πρόσθεσε την 6η διαδρομή που αφορά τις παραλίες, με επίσκεψη από την θάλασσα και τον περιφερειακό δρόμο.
Η 7η διαδρομή αφορά το βουνό των Σπετσών.

Οι παλιοί Σπετσιώτες χορταίναν τόσο πολύ τη θάλασσα, που χτίζαν τα σπίτια τους πιο μακρυά, για να τη βλέπουν αλλά να μην την ακούν. Το σπίτι του Χατζηγιάννη Μέξη, του πλουσιότερου απ’όλους, είναι στο δρόμο που ξεκινά από την πλατεία του ρολογιού στη Ντάπια. Στο πάνω μέρος της πλατείας, ανηφορίζουμε αριστερά από το κατάστημα Σγόντζου (5/1) κι ακολουθούμε τις ταμπέλες. Είναι ο δρόμος που έπαιρνε το βασιλικό ζεύγος, Όθωνας και Αμαλία, για να επισκεφθεί τους Μέξηδες.
Αρχοντικό Παναγιώτη Μέξη

Μετά την Αστυνομία βλέπουμε ένα ιδιόρρυθμο αρχοντικό με τον πυργίσκο στη σκεπή, (5/2) που χρησίμευε για να παρατηρούν τη θάλασσα. Το κτίριο είναι σε κακή κατάσταση διότι δεν καταφέρνουν οι τωρινοί του κληρονόμοι να το συντηρήσουν. Ανήκε στον τρίτο γιο του Χατζηγιάννη Μέξη, τον Παναγιώτη (1800-1885), που συμμετείχε στις περισσότερες θαλάσσιες εκστρατείες του Αγώνα. Μετά την Επανάσταση, φιλοξένησε εδώ τους πρωθυπουργούς Κωλέττη και Βούλγαρη, αλλά υπερήφανος και ανιδιοτελής, δεν δέχτηκε καμιά διάκριση, αποζημίωση ή σύνταξη. Το 1845 τον επισκέπτεται ο βασιλιάς Όθων και του προσφέρει τιμητική θέση, όμως εκείνος του απαντά ότι είναι μεν φτωχός, αλλά η πατρίδα είναι ακόμα πιο φτωχή κι έτσι προτιμά να μη της πάρει κάτι. Αυτά γράφει το βιβλίο του Βασιλείου Μ.Μέξη «Οίκος Μέξη, ιστορικόν και ανέκδοτον αρχείον», πηγή για πολλά που αναφέρουμε εδώ για τους Μέξηδες. Η υπερηφάνεια του Παναγιώτη Μέξη ήταν κάτι το διαδεδομένο και αποτυπώνεται στην προφορική παράδοση. Διηγείται ο καπετάν-Νικόλας Μπούφης: «Οι αξιωματικοί λέγαν τους Σπετσιώτες λωλούς. Μετά την Επανάσταση όλοι πήγαιναν και παίρναν αποζημιώσεις, Υδραίοι, Ψαριανοί, αλλά οι Σπετσιώτες δεν καταδεχόντουσαν να πάρουν. ‘Ρε λώληδες είσαστε που δεν πήρατε;’ Απαντάγαν, εμείς το κάναμε για την πατρίδα. Από τότε λένε, βρε λώλος Σπετσιώτης είσαι;» Αυτή τη νοοτροπία επιβεβαιώνει και ο παλιός αγροφύλακας Άγγελος Θυμαράς: «Οι δικοί μας ήτανε φαντασμένοι, κανένας δεν πήγαινε στον Καποδίστρια να τον στεναχωρέψει. Οι Υδραίοι πήγαιναν κάθε μέρα. Μέχρι που τους λέει, ‘κάντε υπομονή βρε αδέλφια, να σπείρουμε πρώτα για να θερίσουμε’. Τότες οι Υδραίοι γίνανε εχθροί του».
Αυτές οι αναμνήσεις αφορούν την υπόσχεση που δίναν στους αγωνιστές οι προσωρινές κυβερνήσεις της Επανάστασης: «δώστε και θα σας τα δώσουμε», όπως μας θυμίζει ο Ανδρέας Κουμπής, που μελετά το θέμα. Τα στοιχεία διασώθηκαν και βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στο τμήμα χειρογράφων: γύρω στους 25.000 φακέλλους με δικαιολογητικά που υπέβαλαν οι αγωνιστές του ’21. Οι αιτήσεις για αναγνώριση της στρατιωτικής υπηρεσίας είναι από κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά με αλφαβητική σειρά, γι’αυτό δεν ξέρουμε πόσοι αντιστοιχούν στον κάθε τόπο. Ο Ανδρέας Κουμπής έχει εντοπίσει πάνω από 700 φακέλλους Σπετσιωτών, κι ακόμα ψάχνει, αρχές του 2004. Από αυτούς, έχει δημοσιεύσει τα στοιχεία για τους 270 στον πρώτο τόμο του βιβλίου του, «Σπετσιώτες Ναυμάχοι». Μας εξηγεί γιατί ξεκίνησε αυτή την έρευνα. Πρώτο, διότι η ιστορία έχει γραφτεί τόσο επιλεκτικά, ώστε ν’αναρωτιέται όποιος διαβάζει τα σχολικά εγχειρίδια «αν πραγματικά επαναστάτησε το νησί των Σπετσών ή μήπως το όνομά του συνδέθηκε έτσι από λάθος ή από συγκατάβαση με την υπόθεση της Επανάστασης». Δεύτερο, διότι ακόμα κι αυτοί που γνωρίζουν την προσφορά των Σπετσών, ξέρουν λίγα μεγάλα ονόματα αλλά αγνοούν τους υπόλοιπους, «τους φτωχούς ναύτες, πυροβολητές, λοστρόμους και πηδαλιούχους που δεν έδωσαν λιγότερα στην υπόθεση της ελευθερίας της πατρίδας τους απ’ ό,τι έδωσαν οι πλούσιοι πλοιοκτήτες τους». Ανασύρει λοιπόν από τη λήθη τη στρατιά των ξεχασμένων, που δίχως αυτούς δεν θα’χε γίνει τίποτε. Έτσι δείχνει, με στοιχεία, πως την ιστορία τη δημιουργούν οι πολλοί αλλά την ενημέρωση για ό,τι συμβαίνει, την ελέγχουν οι λίγοι· μήπως μας θυμίζει κάτι;
Φτάνουμε στη διασταύρωση, (5/3) όπου ο κάθετος δρόμος πάει δεξιά προς την Ευαγγελίστρια των Μποτασαίων και αριστερά προς τον Άγιο Μάμα, περνώντας από την Υπαπαντή, (5/4) που ήταν η εκκλησία των οικογενειών Μέξη και Κούτση. Συνεχίζουμε πάνω και συναντάμε το Μουσείο Σπετσών, δηλαδή το αρχοντικό του Χατζηγιάννη Μέξη. (5/5)
Μουσείο και Αρχοντικό Χατζηγιάννη Μέξη
Πολλές σπετσιώτικες οικογένειες – λ.χ. Μέξη, Μπόταση, Κούτση, Καστριώτη και Γκίνη – κατάγονται από τις ορθόδοξες περιοχές της Αλβανίας· άλλοι ζούσαν από καιρό στα ελληνικά εδάφη, σύμμαχοι των Ενετών κατά των Τούρκων, ενώ άλλοι έφτασαν σχετικά πρόσφατα από τη Βόρειο Ήπειρο. Έτσι και οι Μέξηδες, οπλαρχηγοί και πρόκριτοι στο Λαμπόβο, που διώχτηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα από τα χώματά τους και σκόρπισαν στη Θήβα, τον Πόρο και τις Σπέτσες. Ο Χατζηγιάννη Μέξης (1754-1844) γεννιέται στις Σπέτσες και είναι 15 χρονών όταν ο πατέρας του, Θεόδωρος, μετέχει στην εξέγερση των Ορλωφικών (1769). Φεύγει με τον πατέρα του στην προσφυγιά, μαθαίνει λίγα γράμματα και ρίχνεται στο θαλάσσιο εμπόριο, όπου και πλουτίζει. Με τον αδελφό του Θεοδωράκη ιδρύουν ένα αξιόλογο ναυπηγείο που κατασκευάζει γρήγορα και μεγάλα πλοία, τόσο για τους ίδιους όσο και για τρίτους (το ναυπηγείο ήταν στη θέση του ναού των Τριών Σπετσιωτών Μαρτύρων, βλ. 3ο περίπατο προς Λιμάνι). Το 1795 είναι αρκετά πλούσιος για να φέρει άραβα αρχιτέκτονα και ν’αρχίσει να χτίζει τούτο το αρχοντικό του, που τελειώνει το 1798. Ναυπηγεί και πλοία μεγαλύτερα από ό,τι επέτρεπαν οι οθωμανικές αρχές· τον αναφέρει ο υδραίος Ζαπίτης (αστυνόμος της οθωμανικής εξουσίας) Γ. Βούλγαρης και το 1803 καταφτάνει στις Σπέτσες ο καπετάν-πασά Χουσεϊν, δηλαδή ο αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου. Πηγαίνει στο ναυπηγείο και ζητά έναν πήχυ για να ελέγξει το πλοίο που εναυπηγείτο. Μαζί με τον πήχυ λαβαίνει και αρκετό χρυσάφι, κι αφού μετρά το πλοίο και θαυμάζει την ομορφιά του, πετά τον πήχυ καταγής και εύχεται στον Μέξη καλά κέρδη. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι· το 1804 οι Αλγερίνοι πειρατές αιχμαλωτίζουν ένα τέτοιο πλοίο.

Ο Χατζηγιάννης Μέξης πληρώνει το Μπέη της Αλγερίας κι ελευθερώνει το πλήρωμα, στο οποίο ήταν και ο 17χρονος γιός του Θεόδωρος, που μάθαινε τη ναυτική τέχνη. Η απώλεια του πλοίου και του φορτίου στοιχίζει ένα τεράστιο ποσό – 90.000 δίστηλα – αλλά οι Μέξηδες το καλύπτουν τον ίδιο χρόνο από τα κέρδη των άλλων πλοίων τους. Παράλληλα με τις δουλειές, ο Χατζηγιάννης Μέξης επεκτείνει τις κουμπαριές του. Χάρη στους τέσσερεις γιούς και τις πέντε κόρες του, συγγενεύει με τις πρώτες οικογένειες του νησιού – Χατζηαναργύρου, Κούτση, Λαζάρου, Γκίκα Τσούπα και Λάμπρου ή Λεωνίδα – ενώ οι αδελφές του παίρνουν άνδρες από τις οικογένειες Μπόταση και Γκίνη.
Παράλληλα ετοιμάζει τις Σπέτσες για την Επανάσταση που έχει ήδη ξεσπάσει στην Πελοπόννησο και στέλνει πολεμοφόδια στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Παιδί, είχε ζήσει την παλαιότερη εξέγερση του 1769, που είχε πνιγεί στο αίμα· μήπως γι’αυτό δεν διστάζει; Όμως οι Υδραίοι, που τότε είχαν μείνει απαθείς, ούτε και τώρα είναι πρόθυμοι να ξεσηκωθούν. Ο Μέξης παίρνει μια στρατηγική πρωτοβουλία, ξέροντας πως με ισχυρό στόλο η Επανάσταση θα έχει καλύτερη τύχη. Στέλνει στα Ψαρά τον Γκίκα Τσούπα, ένα δικό του άνθρωπο, που καταφτάνει το Πάσχα και ηλεκτρίζει το λιμάνι με την γαλαζοκόκκινη πολεμική σημαία των Σπετσών. Εκεί, καταστρέφουν τα τουρκικά σύμβολα και φιλιούνται φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη» και «Ελλάς Ανέστη», όπως γράφει ο ψαριανός ναύαρχος Κ.Νικόδημος. Οι Υδραίοι άρχοντες ακούν τους εκπροσώπους του Μέξη αλλά διστάζουν. Κάποια στιγμή περνά επιδεικτικά έξω από το λιμάνι τους ο Γκίκας Τσούπας με δύο αιχμάλωτα τουρκικά πλοία, ερεθίζοντας τον πληθυσμό. Τελικά καταπλέει στην Ύδρα «εν μέσω αλαλαγμού και δημεγερσίας» ο Χατζηγιάννης Μέξης, και ο λαός ενθουσιάζεται από τον «κυματισμό της νεοφανούς σημαίας», όπως γράφει ο ιστορικός της Επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης. Οι ναυτικοί και πλοίαρχοι της Ύδρας, με αρχηγό τον πλοίαρχο Α.Οικονόμου, καταλύουν τις αρχές και υποχρεώνουν την Ύδρα να μπει στον Αγώνα. Αυτό δεν θα το συγχωρέσουν οι άρχοντες στον Οικονόμου και θα τον δολοφονήσουν αργότερα. Η κοινωνική συνοχή στις Σπέτσες είναι τέτοια, που όλοι μαζί ξεσηκώνονται, αρχόμενοι και άρχοντες, ενώ στη γειτονική Ύδρα διχάζονται – να ένα θέμα για συγκριτική μελέτη. Την ιδιαιτερότητα των Σπετσιωτών δείχνει κι ένα γράμμα του Κολοκοτρώνη προς το Μέξη και τους άλλους πρόκριτους των Σπετσών. Γράφει στις 19.10.1822 πως τα πράγματα είναι κρίσιμα και η τύχη της Επανάστασης «εις οκτώ ή δέκα καράβια στέκεται». Χρειάζονται χρήματα για να κινηθεί στρατός και στόλος, αλλά «τα πράγματα δύσκολα οικονομούνται, διότι οι άρχοντές μας όχι μόνον δεν παραδειγματίζονται από εσάς να εξοδεύσουν από τα δικά τους, αλλά σφετερίζονται και τα της πατρίδος».
Άριστα μορφωμένοι αν και αγράμματοι
Η συμβολή των Σπετσών στις πολεμικές επιχειρήσεις της Επανάστασης δεν χρειάζεται να επαναληφθεί εδώ – υπάρχει άλλωστε και το βιβλίο του Ανδρέα Κουμπή «Οι Σπέτσες στον Αγώνα», με πολλές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Μετά την Ανεξαρτησία έρχεται από το Ναύπλιο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και τον φιλοξενεί ο Μέξης σε τούτο το κτίριο. Γέρος πια, 74 χρονών, ο Μέξης χτυπά την πόρτα της αίθουσας όπου αναπαυόταν ο κυβερνήτης και του παρουσιάζει το γαμπρό του τον Χατζηανάργυρο, ζητώντας τη γνώμη του: «Ηρθαμε, Εξοχώτατε, μετά του γαμβρού μου, να σας συμβουλευθώμεν δια τα τέκνα μας, τα οποία σκοπεύομεν να στείλωμεν εις Ευρώπη δια να σπουδάσουν. Τι μας συμβουλεύετε;» Ο Καποδίστριας, που εκείνη την ώρα λιμάριζε τα νύχια του, απαντά: «Και τι θα μάθωσιν εις την Ευρώπην; Θα μάθωσιν να ξύνουν τα νύχια τους, όπως εγώ κάνω τώρα, να λούονται, να ιππεύουν και να παίζουν πιάνο. Όχι! ας μάθουν εδώ ό,τι οι διδάσκαλοί τους γνωρίζουν και όταν ενηλικιωθούν, τότε ας μεταβούν εις την Εσπερίαν προς καταρτισμόν». Τότε κυττά ο Μέξης τον Χατζηαναργύρου και του λέει: «Με το κατράμι θα ζήσουμε πάλι, Ανδρέα», εννοώντας έτσι πως και τα παιδιά τους θα δουλεύουν κι αυτά στα πλοία, που κάθε τόσο τα στεγανοποιούν με πίσσα. Στην πραγματικότητα, θ’ακολουθήσουν και τους δυο δρόμους.
Είναι εύλογη η απορία των Σπετσιωτών αρχόντων. Μέχρι την Επανάσταση, όταν ήθελες ένα γράμμα καλούσες το γραμματικό, όπως καλούσες το σιδερά για μια κλειδαριά. Εκείνοι διοικούσαν τις Σπέτσες και παίρναν τις αποφάσεις, ο γραμματέας της Κοινότητας – συχνά ένας ιερέας – τις κατέγραφε και βάζαν από κάτω τις παιδικές τους υπογραφές. Ήξεραν να ταξιδεύουν πλοία, να υπολογίζουν ταυτόχρονα σε πολλά νομίσματα, να διοικούν επιχειρήσεις, να σχεδιάζουν στρατηγικές· ήταν δηλαδή άριστα μορφωμένοι στην τέχνη της διοίκησης – απλώς δεν ξέραν γράμματα. Με την Επανάσταση είδαν πόσο ήταν αναγκαίο να μπορείς να συντάσσεις πρακτικά, συντάγματα, εκκλήσεις και νόμους. Άλλωστε η εξουσία, με την ανεξαρτησία, περνούσε από τα χέρια των πολεμιστών στα χέρια των λογίων. Έτσι, από τη μια πλευρά, οι Σπετσιώτες θα συνεχίσουν τις θαλάσσιες μεταφορές στη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό, με την μεγάλη πείρα που διαθέτουν. Από την άλλη, θα σπουδάζουν και τα παιδιά τους στην Ευρώπη και την Αθήνα, όπου και μεταφέρεται το κέντρο της εξουσίας.
Ο Χατζηγιάννης Μέξης πεθαίνει εδώ το 1844 σε ηλικία 90 χρονών. Η οικογένεια συνεχίζει να κατοικεί στο αρχοντικό ώσπου το δωρίζει στο κράτος, οπότε το κτίριο διαμορφώνεται κι εγκαινιάζεται ως Μουσείο στις 8 Σεπτεμβρίου 1939, επέτειο της ναυμαχίας των Σπετσών.
Υπαπαντή

Το αρχοντικό δώρησε στο κράτος η δισέγγονη του Χατζηγιάννη, η Καλομοιρίτσα Μέξη, που κηδεύτηκε το 1943 σ’αυτή την οικογενειακή εκκλησία. Αναγνωρίζοντας την προσφορά της, ο Δήμαρχος Πολύβιος Λεκός της οργανώνει μια πάνδημη κηδεία. Οι κάτοικοι σκεπάζουν το φέρετρο με την σπετσιώτικη σημαία αλλά την αφαιρεί ο ιταλός λοχίας διότι περιέχει πολύ κόκκινο, το χρώμα των κομμουνιστών. Κανείς δεν θέλει να θυμηθεί πως η Καλομοιρίτσα πέθανε από πείνα, όπως γράφει το Βιβλίο Θανάτων του Δήμου: «1943 (9) Μέξη Καλομοίρα Ιωάννου, 15-2-43, Δευτέρα 9 π.μ. εκ πείνης, γιατρός Ευάγγ. Κόχυλας. Εδήλωσε Δημ Κούτσης, ετών 46, την 16/2». Εάν, ενώ ζούσε, της είχαν δώσει τα έξοδα της κηδείας – που έγινε με τιμές και με δημόσια δαπάνη – ίσως να μην πέθαινε τότε και μ’αυτόν τον τρόπο.
Δρόμος προς Άγιο Ελευθέριο και αρχοντικό Θεοδωράκη Μέξη
Στο δρόμο όπου συνεχίζουμε υπάρχει ένα διώροφο δεξιά, (5/6) που είχε αγοράσει ο Σωτήριος Ανάργυρος για τη Βασιλική Σχολή Κεντήματος. Λένε πως εδώ μάθαιναν τέχνη οι κόρες όσων σκοτώθηκαν στους βαλκανικούς πολέμους. Η σχολή λειτουργούσε μέχρι το 1960 τροφοδοτώντας με κεντήματα τα έργα της βασιλομήτορος Φρειδερίκης. Εκεί τώρα στεγάζεται το Λαογραφικό Εργαστήρι Σπετσών.
Το επόμενο στενό δεξιά οδηγεί στο Δημοτικό Σχολείο, (5/7) που χτίστηκε το 1934 επί Βενιζέλου. Εάν συνεχίσουμε ίσια πάνω, βγαίνουμε στο ερειπωμένο αρχοντικό (5/8) του Θεοδωράκη Μέξη, αδελφού του Χατζηγιάννη, ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, όπως δείχνει μια προπολεμική φωτογραφία. Εδώ βλέπουμε τι συμβαίνει όταν συγκρούονται ένα ιδιωτικό κι ένα δημόσιο αγαθό. Το κτίριο περιήλθε από τους Μέξηδες σε κάποιους άλλους κι αυτοί, στην Κατοχή, για ν’αποκτήσουν το πολύτιμο λάδι από τους κτηματίες της απέναντι ακτής, αντάλλαξαν το κτίριο ως υλικά οικοδομής, ξυλώνοντας κεραμίδια, σκεπές, μάρμαρα, κουφώματα και πατώματα, με το αποτέλεσμα που βλέπουμε τώρα. Δικό τους ήταν, ό,τι θέλουν το κάνουν. Εάν όμως το κτίριο ήταν και ιστορικό μνημείο, δηλαδή κτήμα όλων των Σπετσιωτών και των Ελλήνων; Τότε φτώχυνε ο τόπος και οφελήθηκαν οι ιδιοκτήτες. Υπήρχαν τότε αρχές – αλλά και διαδικασίες – για να δώσουν στους ιδιοκτήτες τα κεραμίδια και τα μαδέρια που είχαν ανάγκη; Όχι. Υπάρχει σήμερα κάποια αρχή που να μπορεί, έστω καθυστερημένα, να επαναφέρει το κτίριο; Πάλι όχι; Λένε πως οι εύποροι εφοπλιστές, εργολάβοι και βιομήχανοι που ήδη κέρδισαν τεράστιες υπεραξίες στη σπετσιώτικη κτηματαγορά, θα το αγοράσουν, θα το φτιάξουν και θα το δωρήσουν, επιστρέφοντας έτσι κάτι στο νησί.
Ξαναπαίρνουμε το δρόμο προς τον Άγιο Ελευθέριο. Τα σπίτια με ιστορικό ενδιαφέρον είναι στα δεξιά. Πρώτα του Γκίκα Ορλώφ, αγωνιστή της Επανάστασης, που μέσω μιας ψυχοκόρης πέρασε στους σημερινούς ιδιοκτήτες, την οικογένεια Σγόντζου. Πιο κάτω, μετά την μικρή αυλή, βλέπουμε το σπάνιο φαινόμενο ενός κήπου, με φοίνικες, που είναι ανοιχτός πάνω στο δρόμο, αντί να τον κρύβει ένας μαντρότοιχος. Το σπίτι ανήκε στην οικογένεια Ιατρίδη, που ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και λειτούργησε ως νηπιαγωγείο. Απέναντι, εκεί που τώρα είναι μια πανσιόν, απλωνόταν ένας κήπος με φυστικιές, θυμάται ένα από τα τότε νήπια.
Οικία Πάνου
Το σπίτι του Γεωργίου Πάνου, (5/9) προκρίτου των Σπετσών και πλοιάρχου του «Σόλωνος», στα δεξιά από τα σκαλάκια, είναι πιο πάνω από το δρόμο και σχεδόν δεν φαίνεται. Η μαρμάρινη επιγραφή γράφει πως εδώ υψώθηκε η σημαία της εξέγερσης στις Σπέτσες. Η Επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στην Πελοπόννησο, παρασύροντας και το γειτονικό Κρανίδι, που ζητά να επιστρέψουν οι Σπετσιώτες την καμπάνα που είχαν δανειστεί για τη Μονή του Αγίου Νικολάου – αφού δεν κάνετε κωδωνοκρουσίες, δώστε τη να κάνουμε εμείς. Οι προύχοντες συνεδριάζουν σ’αυτό εδώ το σπίτι· θέλουν να ξεσηκωθούν μαζί με τους Υδραίους, μη την πάθουν όπως και στα Ορλωφικά. Όπως και στην Ύδρα, απ’έξω τους πολιορκούν οι πιο θερμόαιμοι, που κατεβάζουν την άλλη μέρα τα οθωμανικά σύμβολα κι ανεβάζουν το σταυρό. Οι προύχοντες τελικά προσχωρούν κι ενωμένοι κάνουν δοξολογία στον Άγιο Νικόλαο, ρίχνουν κανονιοβολισμούς, χτυπούν τη δανεική καμπάνα κι αρματώνουν τα πλοία για πόλεμο.
Στο δρόμο απέναντί μας, στην αριστερή πλευρά, είναι ένα χαμηλό παραδοσιακό σπίτι με ξεθωριασμένα μπλέ παράθυρα και ξεπλυμένη την επιγραφή «Πωλείται»· με τέτοια σπίτια ήταν γεμάτη η πόλη πριν μισό αιώνα. Τα πιο πολλά γκρεμίστηκαν κι ανοικοδομήθηκαν. Ετούτο σώζεται σ’αυτή την κατάσταση – σπάνιο πλέον στις Σπέτσες – διότι οι ιδιοκτήτες δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους, ούτε για να το πουλήσουν ούτε για να το επισκευάσουν. Έτσι η κληρονόμος που το κατοικεί, ζει μέσα στη βροχή τον χειμώνα, όλα στάζουν τριγύρω της.
Αρχοντικό Λαζάρου Ορλώφ
Ακριβώς απέναντι, στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ένα στενό μονοπάτι οδηγεί στο αρχοντικό (5/9) του καραβοκύρη και ναυμάχου Βασιλείου Ν. Λαζάρου ή Ορλώφ (1782-1862) που – πράγμα σπάνιο πλέον – δεν έπαψε να κατοικείται από τους απογόνους· άλλωστε τόσο η τετράκις εγγονή του Βιργινία Προκόπη όσο και ο σύζυγός της Φίλιππος είναι αρχιτέκτονες και το διατηρούν σε τέλεια κατάσταση. Το σπίτι περιγράφει σ’ένα άρθρο της η τρισέγγονη του Ορλώφ, Λίνα Οικονόμου-Γκούρα: «… πέτρινο, με παλιά χονδρά ντουβάρια και οι πόρτες με σιδερένια μάνταλα, τα δε κλειδιά πελώρια, δώδεκα εκατοστά το καθένα. Ο κήπος με τις αμυγδαλιές, τις λεμονιές, που είχαν φυτέψει τα χέρια των προγόνων, τα άνθη κι ο βασιλικός δίπλα στην πόρτα της εισόδου…»Όλοι θυμούνται «τα τάλληρα του Ορλώφ» από την περιπέτεια του στην Ισπανία το 1816. Είχε μεταφέρει στάρι στην Αλικάντε και εισέπραξε ένα γερό ποσό αλλά οι Ισπανοί δεν αφήναν τότε τους ξένους να εξάγουν χρήματα από τη χώρα τους. Ο Ορλώφ φούνταρε κρυφά τα τάλληρα στη θάλασσα αλλά όταν πήγε να φύγει, οι Ισπανοί τον βάζουν φυλακή και κατάσχουν το πλοίο. Με τη βοήθεια ενός φίλου του, που ήταν Άγγλος πρόξενος, δραπετεύει, κλέβει το πλοίο του, μαζεύει τα τάλληρα και επιστρέφει στις Σπέτσες. Από αυτόν πήρε και ο εγγονός του, που είχε το ίδιο όνομα και δούλευε πλοίαρχος στην «Ελληνική Ατμοπλοϊα» που είχε έδρα τη Σύρο. Όπου έβραζαν τα αίματα, εκεί αυτός. Στην εξέγερση κατά του Όθωνα το 1861-62, καταλαμβάνει με τους επαναστάτες το ατμόπλοιο «Καρτερία» και το κινεί εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων. Όταν ξαναπαίρνουν οι Κρήτες τα όπλα το 1866, αναλαμβάνει πλοίαρχος στο ατμοκίνητο «Αρκάδι» και διασπά τον τουρκικό κλοιό για να ανεφοδιάζει τους επαναστάτες και να μεταφέρει τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Η ερευνήτρια της Κρητικής Επανάστασης Ρόζυ Δήμιτσα βρήκε ένα ποιήμα του Αχιλλέα Παράσχου που χαιρετά την άφιξη Κρητών προσφύγων στον Πειραιά με το «Αρκάδι»:
Καλώς ήλθες τουρκομάχο της θαλάσσης μας πουλί,
Καλώς ήλθες απ’ τα βόλια και την Κρήτη την καλή.
(…)
Πρώτος ο Κοτζιάς εχάρη την μεγάλη σου ορμή
Και τα έρημα Ψαρά του είχαν πρώτη την τιμή.
Δεύτερος σ’εχάρη πάλιν των Σπετσών ο αετός
Της οικίας των Ορλώφων ο διάδοχος αυτός.
Εκφράζοντας το πνεύμα της εποχής, το ποιήμα δείχνει ότι οι πλοίαρχοι συναγωνίζονταν για το ποιός θα είχε την τιμή να οδηγήσει το «Αρκάδι» που, σύμφωνα με την Ρόζυ Δήμιτσα, ήταν ένα γρήγορο τροχοφόρο 18 κόμβων (με τα πτερύγια στο πλάι) που το είχε αγοράσε στην Αμερική η «Κεντρική Επιτροπή Αγώνος» της Κρήτης. Το πλοίο είχε ήδη διακριθεί στον αμερικανικό εμφύλιο, όπου οι Νότιοι το χρησιμοποιούσαν για να διασπούν τον αποκλεισμό των Βορείων. Ήταν τόσο γρήγορο που οι Τούρκοι το ονόμασαν «σεϊτάν βαπορού» δηλαδή διαβολόπλοιο, μιας και δεν το προλαβαίναν τα καταδιωκτικά τους – τουλάχιστον μέχρι το 23ο ταξίδι του, με γαλαξειδιώτη καπετάνιο, οπότε και το συλλαμβάνουν. Ο πλοίαρχος λοιπόν του «Αρκαδίου» και εγγονός του ναυμάχου, Βασίλειος Ν. Λαζάρου ή Ορλώφ, ζούσε κι αυτός σε τούτο το σπίτι. Η δικιά του εγγονή, Λίνα Οικονόμου-Γκούρα, τον θυμάται στην τραπεζαρία: «Δεξιά του τραπεζιού ευρίσκετο ένας μεγάλος καναπές με μαξιλάρια. Εκεί πάντα εκάθητο ο Παππούς με τον αργιλέ του. Δίπλα ήταν η κρεββατοκάμαρά του και απέναντι το σαλόνι με τις οικογενειακές προσωπογραφίες. Καπνίζοντας τον αργιλέ ονειροπολούσε. Ονειρεύετο τα λιμάνια και τις εξωτικές και μακρινές χώρες που εγνώρισε ως καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού».
Συνεχίζοντας τον περίπατό μας, φτάνουμε σ’ένα σπίτι δεξιά που μας πληροφορεί πως ήταν του παλιού Δημάρχου Ανάργυρου Τσαπέλλα. Ακριβώς απέναντι, στ’αριστερά του δρόμου, στη θέση του νέου κτιρίου, υπήρχε «το σπίτι της Γαλλίδας». Ήταν μια Ελληνίδα, χήρα αξιωματικού του Ναυτικού, που μόλις έπαιρνε τη σύνταξη του άντρα της πήγαινε και την έπινε. Γιατί τη λέγαν Γαλλίδα; «Να, τις μπεκρούδες τότε έτσι τις λέγαν, εσύ που ξέρεις γράμματα βρες το». Στην Κατοχή πούλησε πρώτα τα κεραμίδια, ύστερα τη στέγη και τέλος τα πατώματα για να ζήσουν, με αποτέλεσμα τα παιδιά να κοιμούνται στα λαγούμια από κάτω. «Πού κοιμάσαι Λουκά; Στο τρία. Παναγιώτη; Στο δύο» θυμάται ένας παλιός συμμαθητής τους.
Το επόμενο σπίτι δεξιά, με τα πράσινα πορτοπαράθυρα, (5/12) ήταν το εμπορικό του Πέτρου Λεκού. Το κατώι είχε είσοδο και βιτρίνες στις δυο πλευρές. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Λεκός έκανε εισαγωγές μεταξωτών από τη Σμύρνη και εφοδίαζε τις πλούσιες οικογένειες των Αθηνών. Ακόμα επιβιώναν εμπορικά κυκλώματα που δεν περνούσαν από την Αθήνα, με εμπόρους σαν τον Λεκό, με έδρα στις Σπέτσες, που αγοράζαν και πουλούσαν για ολόκληρη την ελληνική αγορά. Ο Λεκός είχε γιούς το μαθηματικό Νίκο, που δίδασκε στη Σχολή Ευελπίδων, με ωραίο αρχοντικό μετά την Ανάληψη και τον Πολύβιο, τον μετέπειτα Δήμαρχο Σπετσών. Το σπίτι παραμένει στα χέρια της οικογένειας μέσα από τους κλάδους των κληρονόμων του Γαλέττα και Κοντζίνου.
Το γεφύρι που ακολουθεί διασχίζει το ρέμα που έρχεται από το κτήμα Μπόταση (Βίλλα Χαρά) και κατεβαίνει προς τα Εισόδια, καταλήγοντας στον Άγιο Μάμα. Ίσια μπροστά μας είναι το μαγαζί του Λευτέρη Μουράτη (5/13) που πουλάει κάρβουνα, μέλι, αγροτικά εργαλεία και λουριά και χάμουρα για τα άλογα. Οι τουρίστες είναι τακτικοί πελάτες του κι αγοράζουν τα χαϊμάλια των ζώων για κολλιέ. Το κτίριο παλιά ήταν αλευρόμυλος. Το περνάμε από την αριστερή πλευρά, όπου βλέπουμε ένα χαμηλό μακρόστενο κτίριο με την επιγραφή 1876 στο βοτσαλωτό του, που ήταν παλιά μπακάλικο. Δεξιά ένας κάθετος δρόμος, παράλληλος με το ρέμα, οδηγεί στα Κοκκινάρια που ήταν η γειτονιά των αγροτών και κτηνοτρόφων, ενώ στην πλατεία αριστερά το παλιά ψιλικατζίδικο του Ανδρέα Βάμπα είναι τώρα εστιατόριο.
Άγιος Ελευθέριος και σταυροδρόμι

Έχουμε φτάσει στη διασταύρωση του Αγίου Ελευθερίου. (5/14)Η επιγραφή δηλώνει πως το ναό έχτισε ο παπάς Ελευθέριος Γ.Ελευθερίου το 1828 και πως τον «ετελειοποίησεν» ο υιός του Λάζαρος το 1859. Ήταν μια από τις 24 ενορίες των Σπετσών και ανήκει σήμερα στους 70 περίπου απογόνους του παπα-Λευτέρη, που δεν ακολουθούν όλοι το ίδιο ημερολόγιο. Ο δρόμος ίσια συνεχίζει προς την Ανάληψη, αριστερά κάτω οδηγεί στην παραλία του Αγίου Μάμα και δεξιά πάνω ανεβαίνει στα Κοκκινάρια και συνεχίζει προς τα μοναστήρια και το βουνό των Σπετσών.
Από αυτό το δρόμο (5/15) έφερνε τα πρόβατά του ο πατέρας του παλιού αγροφύλακα Άγγελου Θυμαρά. «Ο πατέρας είχε 70 πρόβατα και ένα κριάρι χιώτικο πολύ μεγάλο, σαν μοσχάρι. Τα κατέβαζε στον Άγιο Λευτέρη όπου είχε πολύ χορτάρι. Τότε είχαμε τη ρόντα· φόραγαν πολιτικά και φουφούλες και είχαν μια σπάθα. Άκουγες γραν-γρουν τη σπάθα που έσερνε χάμω και ήξερες πως περνούσε η ρόντα. Πιάναν τους τσοπάνηδες που κλεφτοβόσκαν το χορτάρι μεσ’τη πόλη. Βλέπει ο ενωμοτάρχης το κοπάδι με το βοσκόπουλο. Το πιάνει το κριάρι και το τραβάγαν να το πάνε στην αστυνομία ως πειστήριο. Όμως το ζώο αυτό όταν στηλώσει τα πόδια του είναι σαν βουνό. Τρέχει το παιδί στον πατέρα κι έκλαιγε. Απ’όξω είχε μια στοίβα ξύλα και αρπάζει ένα και κατεβαίνει, ‘ασ’το κριάρι μωρέ’ και του τραβάει μια, πέσανε χάμω και τους πήραν τα πιστόλια για να μη πυροβολήσουν».
Απέναντι από τον Άγιο Ελευθέριο, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, κλειστό πλέον, ήταν το παντοπωλείο του Λευτέρη Μπρατόπουλου, γνωστό για τα εκλεκτά του προϊόντα, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του Γιάννης. Ο Μπρατόπουλος, μαζί με τον αδελφό του Λάμπρο, ήταν από τους πιο προβεβλημένους βενιζελικούς των Σπετσών, κι αυτό τους έφερνε σε σύγκρουση με τους συμπολίτες τους – και σ’αυτόν ρίξαν δυναμίτες οι επίστρατοι. Την οικογενειακή παράδοση στο εμπόριο συνέχισε ο γιός του Γιάννης και τώρα ο εγγονός του Λευτέρης.
Στο κομμάτι του δρόμου που ακολουθεί, εκεί όπου βλέπουμε σύγχρονα σπίτια, πρέπει να φανταζόμαστε τα χαμηλά μονώροφα ή διώροφα σαν εκείνο που συναντήσαμε. Όπως και στο Καστέλι, ο Άγιος Λευτέρης ήταν μια γειτονιά – οργανικά δεμένη – με καταστήματα και ταβέρνες· τώρα είναι απλώς κοιτώνας. Εδώ πάνω στο δρόμο ήταν παντοπωλεία, βιοτεχνίες κι ένα τσαγκαράδικο αντί το ανθοπωλείο στην αριστερή γωνιά. Ένας συνταξιούχος ναυτικός περιγράφει το σπίτι του πριν το ανοικοδομήσει. «Ισόγειο, 12μ μάκρος και 6μ φάρδος με δυο δωμάτια. Από την είσοδο μπαίνεις στον αντρέ. Αριστερά η κουζίνα, δεξιά η σάλα. Εκεί μέναμε. Στη μια ψαροκασέλα ήταν το στάρι ή τα άλλα γεννήματα. Στην άλλη το ψωμί, κλειδωμένη. Εκατομμύρια μυρμίγκια. Κατσαρίδες όχι, αλλά είχε στο καϊκι. Είχε και τριζόνια. Φορτώναμε στην Επίδαυρο και κι-κι, κι-κι τα τριζόνια γεμίζαν το καϊκι και δε μπορούσαμε να κοιμηθούμε».
Ο πειρατής Σπαχής και το «Αρκάδι»
Λίγο πριν την πλατεία της Ανάληψης, το πεζοδρόμιο κάνει δεξιά μια εσοχή. (5/16) Εκεί, στο κατώφλι του σπιτιού, είναι ένα παράξενο βοτσαλωτό με τρείς παραστάσεις. Υπάρχουν πολλά βοτσαλωτά με πιο περίτεχνες παραστάσεις, αλλά είναι όλες διακοσμητικές· τούτο εδώ είναι το μόνο – από ό,τι ξέρουμε – που περιέχει μια αφήγηση. Η ιστορία του βοτσαλωτού υπάρχει στην προφορική παράδοση των Σπετσών που συλλέγει ο Παναγιώτης Μαθιός και μας τη διηγήθηκε ο Νίκος Κατσιμάνης. «Ο Σπαχής έμενε σ’αυτό το σπίτι της Αναλήψεως έχοντας συνεργάτη τον Φραγκιά που μαζί έκαναν όλες τις πειρατείες. Μεταξύ των πολλών του πειρατειών, ένα βράδυ αγκυροβόλησε στην Πάτμο και προσποιούμενοι τους ναυαγούς κατόρθωσαν να μπουν μέσα στη Μονή της Πάτμου, του Ιωάννη Θεολόγου. Αφού έφαγαν και ήπιαν πήγαν να κοιμηθούν σ’ένα κελί που τους παρεχώρησε ο ηγούμενος της Μονής. Αυτοί αντί να κοιμηθούν με αστραπιαία ταχύτητα μπήκαν στο ναό και έκλεψαν μια περγαμηνή που είχε γραμμένο το Ευαγγέλιο από τον Ιωάννη Θεολόγο και εχάθησαν. Είχε κι ένα χρυσό καντήλι που δεν το φτάναν παρά μόνο αν ανέβαιναν στην Αγία Τράπεζα. Είπε ο Σπαχής, ανέβα, η καθαρή καρδιά πατάει και στην Αγία Τράπεζα. Ερχόμενος στις Σπέτσες πήγε στην Έλωνα την επάνω και παρεκάλεσε τον τότε ιερέα Ακάκιο Κούτση να του το κρύψει βάζοντας το πιστόλι στον κρόταφό του για να τον φοβίσει. Επειδή ο παπα Ακάκιος αρνήθηκε να του κρύψει την περγαμηνή ο Σπαχής έφυγε λέγοντάς του θα μου το πληρώσεις. Μετά παρέλευση 20 ημερών ο πάτερ Ακάκιος κατέβηκε στο Μοναστήρι των Αγίων Πάντων όπου του την είχε στήσει ο Σπαχής. Μόλις έπεσαν μούτρο με μούτρο ο Σπαχής βάζει το όπλο στον Ακάκιο και του λέει μέχρις εδώ ήσουνα. Τότε ο Ακάκιος μη χάνοντας την ψυχραιμία του, του είπε, πριν με σκοτώσεις ρίξε μια ματιά στη μάντρα – εκεί ήταν το νεκροταφείο – να δείς που θα με στείλεις και που θα πάς. Και ιδού το θαύμα·ο Σπαχής μετανοιώνει με την κουβέντα του παπά και κατεβαίνει κάτω στο σπίτι του. Σε λίγες μέρες έβαλε τους μαστόρους και κάνανε στην είσοδο του σπιτιού του ένα βοτσαλωτό το οποίο στη μέση έχει τα κόκκαλα με τη νεκροκεφαλή – τη ματαιότητα – και αριστερά τον Ακάκιο να δείχνει τη ματαιότητα και δεξιά το Σπαχή να κατεβάζει το όπλο του. Μετέπειτα επούλησε το Ευαγγέλιο με την περγαμηνή στην Ιταλία αντί σεβαστού χρηματικού ποσού. Τι απέγινε μετά είναι άγνωστο.»
Όμως η προφορική παράδοση ακολουθεί κι άλλους δρόμους. Η παραλλαγή που διηγείται ο Αγγελος Θυμαράς τελειώνει με τον ίδιο τρόπο αλλά ξεκινά αλλιώς: «Ο Μπέη Σπαχής ήταν κοντραμπαντζής, ένα παληκάρι γερό, και ταξίδευε στη Μέση Ανατολή και έφερνε διάφορα πράγματα πάμφθηνα: ρύζι, που τότε η Ελλάδα δεν είχε, πιπέρι, λιβάνι. Επειδή είχε φτώχεια τότε, οι φτωχοί τον θέλανε γιατί τους γλύτωνε το φόρο, αλλά τον κυνηγούσε το κράτος. Μια μέρα άραξε στη Ξυλοκέριζα και πήρε το δρόμο για την Έλωνα. Εκεί ήταν ένας παπάς, ο Ακάκιος. Του κάνει ο παπάς καφέ, από κριθάρι και μέλι. Ο Σπαχής αφού πίνει τον καφέ ανάβει ένα κερί και τον ρωτά ο Ακάκιος, ήθελες κάτι άλλο; Ναι, έχω κάτι πραματάκια και σένα δεν σε υποψιάζονται. Μη με ανακατεύεις του λέει ο Ακάκιος. Θα μου το πλερώσεις ρε κερατοπαπά, λέει ο Σπαχής και φεύγει. Ο παπάς κάθε 20 μέρες έκανε μια βολτίτσα και κατέβαινε μέχρι το λιμάνι. Εκεί λοιπόν στο ηλιοβασίλεμα τον εφύλαγε ο Μπέη Σπαχής: δεν σου είπα ότι θα μου το πλερώσεις; Τώρα θα σε σκοτώσω. Άκουσε παιδί μου του λέει να σου πω, δεν σε φοβάμαι: τι σήμερα τι αύριο όλοι εδώ θα μπούμε, και του’δειξε τη μάντρα του νεκροταφείου. Εκείνη την εποχή έφτιαχνε το σπίτι ο Σπαχής. Λέει, ρε μάστορα – ήταν ο Κατσαβίδας – μπορείς να μου φτιάξεις με βοτσαλωτό να παριστάνει ένα ληστή να απειλεί ένα παπά κι αυτός να του δείχνει τη ματαιότητα; Και πράγματι έκανε το ληστή με μια τρουμπούνα και ο παπάς που του δείχνει τη ματαιότητα. Όταν το τέλειωσε και του είπε έλα να το δείς, είχε τέτοια επιτυχία που ο Σπαχής έβαλε φτύμα και του κόλλησε ένα πεντόλιρο στο κούτελο». Αναφέρω στον κυρ-Άγγελο την άλλη παραλλαγή που άκουσα. «Όχι, δεν μπορούμε να τον πούμε πειρατή, πειρατές ήταν άλλοι που μας σακατέψανε, από κείνη την αιτία είχε χτιστεί το Καστέλι. Όχι, το επεισόδιο με τη περγαμηνή είναι από άλλη ιστορία. Την κλεψιά την είχαν παραγγείλει κάτι Γάλλοι και τη πλήρωσαν 15.000 φράγκα. Όλα αυτά τα ξέρω για σίγουρα, μου τα είπε ο ίδιος ο καπετάν-Μήτσος ο Μαθιός».
Εδώ υπάρχουν τρία μυστήρια και όποιος αναγνώστης ξέρει κάτι, ας μας το πει. Πρώτο, ποιός ήταν ο Σπαχής – είναι το όνομά του ή το παρατσούκλι του; Σπαχήδες ήταν οι Τούρκοι καβαλάρηδες sipahi αλλά και οι μισθοφόροι βορειοαφρικανοί ιππείς του γαλλικού στρατού μετά το 1834. Ο δικός μας μάλλον ζούσε στο τέλος του 19ου αιώνος, μιας και ο Ακάκιος πέθανε το 1905. Δεύτερο μυστήριο, τι γυρεύουν πάνω και κάτω από τη νεκροκεφαλή ο διαβήτης και η γωνία – τι σχέση έχουν αυτά τα σύμβολα με τον Σπαχή; Και οι δυο εξιστορίσεις δεν τα εξηγούν. Το τρίτο μυστήριο είναι η επιγραφή «Κρήτη Αρκάδι / 1867 Μάϊος 24 / Α.Π.Σ.» με το γλυπτό καράβι πάνω από την αυλόπορτα. Πράγματι, το «Αρκάδι» έκανε το 13ο του ταξίδι στις 20-24 Μαϊου 1867 με κυβερνήτη τον Ψαριανό Νικόλαο Αγγελικάρα και προορισμό το Στόμιο (δυτική Κρήτη) και την Ψαρή Φοράδα (νοτιοανατολική Κρήτη). Ποιός ήταν ο Α.Π.Σ. και τι σχέση έχει με το Αρκάδι, αλλά και με το βοτσαλωτό του Σπαχή;
Ανάληψη

Μετά το σπίτι του Σπαχή είναι το πηγάδι της Αναλήψεως όπου παίρναν νερό μόνο για λάτρα γιατί ήταν υφάλμυρο. Σήμερα, που κάποια σπίτια μετέτρεψαν τα πηγάδια τους σε βόθρους, ποιός ξέρει τι άλλο περιέχει; Εδώ μέναν ναυτικοί, ψαράδες, αγρότες και καραγωγείς· τα αρχοντικά ξεκινούσαν μετά την εκκλησία, προς το παλιό λιμάνι, για να έχουν θέα. Η πλατεία της Αναλήψεως (5/17) είναι από τις μεγαλύτερες των Σπετσών διότι καταπατήθηκε λιγότερο από τις άλλες. Προπολεμικά από εδώ ξεκινούσαν οι καρναβαλιστές μασκαρεμένοι για να γυρίσουν την πόλη και στήναν γλέντι με τραγούδια, χορούς και μεζέδες. Το Πάσχα παλιά καίγαν εδώ μια βάρκα, ενώ ακόμα τώρα οι ενορίτες της φέρνουν τις ακριβότερες βιολέτες για να κεντήσουν τον Επιτάφιο. Μπροστά στην εκκλησία γινόντουσαν και οι πολιτικές συγκεντρώσεις. Στις εκλογές του 1920, όπου έχασε ο Βενιζέλος, οι υποψήφιοί του ήταν ο ναύαρχος Πέτρος Γκίνης και ο δικηγόρος Άγγελος Μανούσος. Ξεσπά μια λογομαχία μπροστά στην εκκλησία, κι ο αδελφός του Μανούσου πυροβολεί τον υποστηρικτή του Λαϊκού Κόμματος Νικόλαο Θυμαρά ή Νίκα, σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Ανάργυρου Καρδάση.
Εκκλησία Ανάληψης
Από την πλατεία, ο δρόμος δεξιά (5/18) φεύγει προς την παραλία της Αγίας Μαρίνας και ο δρόμος ίσια μπροστά (5/19) οδηγεί στη Μπάλτιζα. Την εκκλησία της Ανάληψης (5/20) έχτισε η οικογένεια Μανούσου που κατοικούσε στο μπλέ σπίτι στα δεξιά. Αυτό και το διπλανό σπίτι ανήκουν τώρα σε εφοπλιστικές οικογένειες. Αριστερά απο την εκκλησία ζούσε ο παπα-Τάσος, Αναστάσιος Δραπανιώτης, που στην περιοχή τον θυμούνται με αγάπη: «ήταν από κείνους που μάζευε τον κόσμο κοντά του, όχι από κείνους που τον διώχνουνε». Η κυρία Μεταξία Αργεντίνη που εκεί μεγάλωσε, λέει πως κάποια μέρα ο παπα-Τάσος περνούσε μπροστά σε μια οικοδομή. Τον βλέπει ο χτίστης και βλαστημά που πρωί-πρωί έβλεπε παπά. «Ελα δω, του λέει ο παπα-Τάσος, ένας λεβεντάνθρωπος μέχρι εκεί πάνω, φέρε ένα τούβλο. Το φέρνει. Του λέει ο παπάς: κόψε το με τα χέρια σου. Δεν μπορώ του απαντά. Το βάζει κάτω ο παπα-Τάσος, του δίνει μια και το κόβει». Θυμάται επίσης: «Όταν οι αντάρτες πήραν τους 70 όμηρους ο παπα-Τάσος, άφοβος, βοήθαγε τα σπίτια και μετά πήγε απέναντι και τους έσωσε. Στα γεράματα είχε πάθει καρκίνο κι έλεγε, θα τον φάω, δε θα με φάει». Λέει γι’αυτόν ο καπετάν-Νικόλας Μπούφης: «Λεβεντόπαιδο, όταν ήρθε στις Σπέτσες όλοι είχαν ξελιγωθεί να του δώσουν τα κορίτσια τους, ποιός θα τον πάρει γαμπρό. Όταν βούλιαξε το ‘Αικατερίνη’ εμάζεψε στην εκκλησιά τους 150 και τους τάϊζε». Αυτό το ναυάγιο άφησε έντονα ίχνη στη μνήμη αυτών που το έζησαν. Με την οπισθοχώρηση του Απριλίου 1941, το φορτηγό «Αικατερίνη» είχε πάρει γύρω στους 600 πολίτες και στρατιώτες από τον Πειραιά και πήγαινε για Κρήτη. Από τεχνική βλάβη έμεινε ακυβέρνητο έξω από τις Σπέτσες και όταν ξημέρωσε, το βρήκαν τα γερμανικά Στούκας και το βομβάρδισαν. Οι πιο πολλοί πνίγηκαν, τους ξέβραζε η θάλασσα, τους είδε ο Ανδρέας Μάρκου «φούσκα σαν τα ψάρια, βγαίναν ο ένας πάνω στον άλλο». Δεν προλάβαιναν να τους θάβουν στη Ξυλοκέριζα και τον Κουζουνό. Οι επιζώντες τράβηξαν για τα πιο κοντινά σπίτια. Ένα από αυτά ήταν της Γιαννούλας Ιωάννου Θυμαρά, της οποίας ο άνδρας είχε φύγει στρατιώτης: «Ακούμε βοήθεια, βοήθεια! Δεν πας να δεις λέω του κουνιάδου. Ήταν εφτά ναυαγοί, τους είχαν τορπιλίσει το καράβι ανάμεσα Σπέτσες και Νησάκια. Όσοι ξέραν μπάνιο βγαίναν στον Κουζουνό, οι άλλοι πνιγήκαν. Φερ’τους εδώ, λέω. Κουμπάρε, ειδοποιώ, έχουμε εφτά ναυαγούς και φέρε ό,τι έχεις. Πάνε και λένε στο παπα-Τάσο, πάτερ στη Γιαννούλα είναι εφτά ναυαγοί και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Χέρια σπασμένα, χτυπημένα κεφάλια, πολίτες ήταν και ντρέπουνται. Ανάβω το τζάκι να βράσω γάλα, σχίζω σεντόνια, δένουμε τα τραύματα. Ανοίγω τα συρτάρια του κομού και βγάζω τα ρούχα του άντρα μου και τους ντύνουμε. Ο Περικλής ο Μπούμπουλης είχε φέρει γαλέτες και μοίραζε στο κόσμο, ήταν κι ο παπα-Τάσος. Βρίσκανε τους πνιγμένους, άλλους τους θάβαν στους γιαλούς, άλλους στα χωράφια».
Παίρνουμε το δρόμο αριστερά από την εκκλησία που κατεβαίνει στο λιμάνι. Δεξιά στο τέλος της κατηφόρας, (5/21) πάνω στην αλάνα, ήταν το σπίτι του θρυλικού πυρπολητή Λέκα Ματρόζου. Γιατί έχει άλλο χρώμα το μισό; Διότι έτσι το μοίρασαν οι κληρονόμοι, το έκοψαν στη μέση. Ένα ποίημα του Σπετσιώτη Γεωργίου Στρατήγη αφηγείται την επίσκεψη του γέρου Ματρόζου στο Υπουργείο Ναυτικών να δει τον παλιό του συμπολεμιστή Κωνσταντίνο Κανάρη, που είχε γίνει υπουργός. «Παιδί μου, είναι πάνω ο Κωνσταντής;» ρωτά τον υπασπιστή, ντυμένο στα χρυσά. «Ποιός Κωνσταντής;» τον ρωτά. «Αυτός … ο Ψαριανός». Ο υπασπιστής εκνευρίζεται:
Δεν λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο·
να ζητιανέψεις πήγαινε μεσ’το πτωχοκομείο
Του απαντά παληκαρίσια ο Ματρόζος,
αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνιοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα.
Ο Κανάρης ακούει τη φιλονεικία και ζητά να δει τον γέροντα αλλά δεν τον αναγνωρίζει. Τότε ο Ματρόζος του θυμίζει την περιπέτεια του απ’έξω από την Τένεδο πριν 55 χρόνια, όπου όρμησε και τον έσωσε, ενώ τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Αργεί να καταλάβει ο Κανάρης, αλλά στην τελευταία στροφή του ποιήματος,
Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει,
Και μεσ’τα στήθη τα πλατειά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Στον ανοιχτό χώρο της αλάνας, όταν έγιναν ανασκαφές, βρήκαν κίονες και νομίσματα μεταβυζαντινά. Εδώ το τρίστρατο οδηγεί αριστερά στην πλατεία του Μουράγιου, δεξιά στο λοφίσκο της Μπάλτιζας και ίσια στη μικρή Ευαγγελίστρια. (5/22) Εδώ που είναι τώρα το εκκλησάκι υπήρχε μια μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική και πριν από αυτήν ένας αρχαίος ναός· τι θα’χει άραγε σε 500 χρόνια;
Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή (πίνακας περιεχομένων):
<<Τι θα δεις στις διαδρομές Σπετσών>>
β) Προχωράς στο επόμενο:
<<6a. Παραλίες τού νησιού >>