Ένα διήγημα του αυτόπτη μάρτυρα Λέκα Ματρόζου
Το φέρρυ-μποτ πλησιάζει στον μόλο. «Απομακρυνθείτε παρακαλώ», λέγει ο νεαρός λιμενικός στη γιαγιά που περιμένει πάνω στο μηχανάκι της. Ο τόνος του δείχνει διαταγή αντί παράκληση.
«Γιατί παρακαλώ;» του απαντά εκείνη, ξέροντας πως δεν ενοχλεί· τόσες φορές έρχεται να παραλάβει την εγγονή της. Βλέπει άλλωστε, πως τους μαντράχαλους που στέκονται πιο μπροστά, ο λιμενικός τους αγνοεί.
«Διότι πρέπει να δείξω την εξουσία μου» της απαντά ο λιμενικός, και συνεχίζει: «Διαλέγω ένα άτομο σαν και σάς, που μοιάζει πιο ήμερο. Του μιλώ αυστηρά, και πολύ δυνατά για ν’ακούν κι οι άλλοι. Διότι αν το πω σε όλους μαζί, και δεν μετακινηθούν, τότε θα χάσω το κύρος μου».
Η γιαγιά τον κυττά απορημένη. Οι μαντράχαλοι έχουν χαζέψει· πρώτη φορά ακούν τόσο ειλικρινή και λογική εξήγηση. Ο λιμενικός κοκκινίζει, καθώς οι φράσεις ξεφεύγουν δίχως να τις προλαβαίνει.
Παραπέρα ένας κομψός νεαρός χαμογελά. Πού να μαντέψουμε πως είναι ο Άγιος Φανούριος, έτσι με το σορτσάκι του; Πώς να ξέρουμε ότι βαρέθηκε να του ζητάμε χαμένες βέρες και ξεχασμένες διαθήκες; Φέτος στη γιορτή του, δοκιμάζει κάτι καινούργιο: να φανερώνει την σκέψη, λύνοντας τη γλώσσα. Ό,τι περνά στο μυαλό, να βγαίνει αμέσως από το στόμα. Όλοι μιλούν για διαφάνεια. Διαφάνεια λοιπόν!
Βλέποντας να γελά ο κόσμος με τον λιμενικό, ο Φανούριος αποφασίζει να φανερωθεί· την ευγνωμοσύνη των ανθρώπων θέλει να νιώσει κι εδώ έξω στον μόλο, όχι μόνο στην εκκλησιά, μόνο μια φορά το χρόνο. Αλλά καθώς πλησιάζει τους ανθρώπους, λύνονται οι γλώσσες τους κι όλοι αρχίζουν να λένε φωναχτά τι σκέφτονται:
– μη μάθει η Μαριώ πως την λυπάμαι
– να’τος ο παλιοκλέφτης…
– αμάααν, βάφτηκε σαν Καραγκιόζης
– … τώρα που τα’χασα όλα…
– αχ τα βυζάκια της!
– … πως δεν είναι δικό του αλλά του Νίκου
– … πάλι σκαλίζει τη μύτη του!
Και τότε ξαφνικά, δίχως να’ναι μιλημένοι, τον αρπάζουν όλοι μαζί και πλάφ! τον πετάνε στη θάλασσα. Ο Άγιος βουλιάζει δίχως να βγάλει κιχ· έχει καταλάβει το λάθος του: εαν όλα τα φανερώνουμε, θα διαλυθούν τα πάντα. Καθώς απομακρύνεται μ’ένα θαυματουργό μακροβούτι, συλλογιέται: οι άνθρωποι, για να ζουν μονοιασμένοι, συχνά κάνουν πως δεν ακούν. Προτιμούν την επιείκια από την ειλικρίνεια. Έτσι συγκρατούν την πίκρα, αμβλύνουν την έχθρα, αντέχουνε την προσβολή.
—-