ΣΠΕΤΣΙΩΤΕΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΤΣΑΡΙΚΗ ΡΩΣΙΑ
του Κωνσταντίνου Ν. Κανόνη
Ο Κώστας Κανόνης, απόγονος του Χατζηγιάννη Μέξη, πρωτοστάτησε ως Πρόεδρος του Ελληνορωσικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και στις δύο προηγούμενες επίσημες επισκέψεις του Ρωσικού Στόλου με Μπάντα και Άγημα στις Σπέτσες καθώς και στην τοποθέτηση της προτομής του Ορλώφ στο Παλιό Λιμάνι.
Πριν από μόλις δύο αιώνες εμαίνοντο στην Ευρώπη οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Στη Μεσόγειο υπήρχαν πειρατές, κυρίως Αλγερίνοι. Μεγάλες Δυνάμεις ήταν η Αγγλία, η Ρωσία, η Γαλλία και η Αυστρία. Όλοι συμμαχούσαν περιπτωσιακά μεταξύ τους. Στην Ρωσία βασίλευε ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄, εγγονός της Μεγάλης Αικατερίνης. Ο αδελφός του Κωνσταντίνος είχε και Ελληνική παιδεία, προοριζόμενος από τη γιαγιά του Αικατερίνη ως Αυτοκράτορας του Νέου Ελληνικού Κράτους, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Αυτό θα περιελάμβανε τα Στενά, την Θράκη και μέρος των σημερινών κρατών βορείως της Ελλάδος.
Ελληνικό Κράτος τότε δεν υπήρχε. Υπήρχαν όμως Έλληνες και Ελληνικά καράβια με γενναίους πλοιοκτήτες και άξια ψυχωμένα πληρώματα, τα οποία μοιράζανε τους κινδύνους και τα κέρδη με προκαθορισμένο τρόπο με τους Καραβοκυραίους. Συνήθης εμπορικός θαλάσσιος δρόμος ήταν η μεταφορά σιτηρών από την Οδυσσό προς τη Μασσαλία. Τα Ελληνικά καράβια τότε έπλεαν με τη Ρωσική Σημαία με επίσημη άδεια και Χρυσόβουλο με το Δικέφαλο Αετό και το έμβλημα του Ρώσου Τσάρου. Χωρίς αυτά ήταν αδύνατο να πλεύσουν μέσω των Στενών των Δαρδανελλίων χωρίς Τουρκικό έλεγχο. Ήταν η σημαία ευκολίας, αλλά και ανάγκης της εποχής εκείνης για τα Ελληνικά πλοία, γιατί οι Ρώσοι είχαν κατοχυρώσει από τους Τούρκους άδεια ελευθεροπλοΐας με την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774.
Οι Έλληνες Εμποροναυτίλοι, αφού ακριβοπουλούσαν τα σιτηρά στη Μασσαλία και σε άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια, αγόραζαν διάφορα Ευρωπαϊκά προϊόντα που έλειπαν από την Ανατολή. Αυτά τα πουλούσαν στα λιμάνια του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου. Επιστρέφοντας στις Σπέτσες, έβλεπαν τις οικογένειες τους και γέμιζαν τα σπιτικά τους που ήταν Αρχοντικά. Όλα στις Σπέτσες εκείνη την εποχή είχαν ως επίκεντρο τη Ναυτιλία. Υπήρχαν περίπου 60 Σπετσιώτικα καράβια, συνόλου περίπου 20.000 τόνων με 900 πυροβόλα και 2.700 Σπετσιώτες Ναυτικούς. Η ναυπηγική ανθούσε και τα ευλογημένα πεύκα (πυτίες) των Σπετσών (Πυτιούσα ελέγετο παλαιά) έδιναν ξυλεία στους άξιους Ναυπηγούς που είχαν τα καρνάγια τους στο σημερινό Παλαιό Λιμάνι. Οι Σπετσιώτες Καραβοκυραίοι έδιναν στα πλοία τους Αρχαιοελληνικά ονόματα για να δείχνουν σε όλο τον κόσμο την καταγωγή τους.
Κατά την Επανάσταση του 1821, το Πρώτο Νησί που ύψωσε την Σημαία κηρύσσοντας τον Υπέρ Πάντων Αγώνα ήταν οι Σπετσιώτες. Είχαν προηγηθεί αρκετές αποτυχημένες απόπειρες που βάφτηκαν με Ελληνικό αίμα. Σχεδόν όλοι οι αγώνες αυτοί έγιναν με τη συνεργασία των Ρώσων. Ο πλέον γνωστός αγώνας ήταν τα Ορλωφικά. Οι Σπετσιώτες μαζί με Μανιάτες αγωνίστηκαν γενναία, αλλά τελικά νικήθηκαν. Οι Τούρκοι έκαψαν τότε το Καστέλι, δηλαδή την Αρχοντική συνοικία των Σπετσών και την εκκλησία της Παναγίας. Η Μεγάλη Αικατερίνη ανέθεσε στον Λάμπρο Κατσώνη την οργάνωση του Στόλου της Μεσογείου. Παρ όλες τις αρχικές επιτυχίες, τέλειωσε άδοξα και αυτή η απόπειρα το 1797 στην Άνδρο. Στους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους συμμετείχαν Σπετσιώτες όπως και άλλοι Έλληνες Ναυτικοί. Αν και οι αγώνες αυτοί εκτός από την Ναυμαχία του Τσεσμέ δεν ευωδόθηκαν, κερδήθηκε πολύτιμη πείρα. Οι Έλληνες Ναυτικοί έμαθαν από τους Ρώσους ναυτική και στρατιωτική πειθαρχία και οι Ρώσοι από τους Έλληνες πρακτικές γνώσεις αιώνων.
Η Διπλωματία έπαιξε και αυτή ρόλο όλη εκείνη την περίοδο. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο Τσάρος Αλέξανδρος ήταν ο ρυθμιστής των Ευρωπαϊκών υποθέσεων. Ταλαντευόταν μεταξύ της διαφύλαξης της Ειρήνης στην Ευρώπη και της προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών στην Ανατολή. Η Ειρήνη προϋπέθετε ισορροπία δυνάμεων με την Αγγλία και την Αυστρία. Ο Διπλωματικός Σύμβουλος του Τσάρου της Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας στο Συνέδριο της Βιέννης προσπάθησε να βοηθήσει τους Έλληνες. Ο Αυστριακός Μέττερνιχ είπε τότε ότι δεν γνωρίζει «Έλληνες», αλλά μόνο χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου και επομένως δεν χρειάζεται ανάμειξη.
Διοικητής των Σπετσών και πρώτος των προκρίτων ήταν πριν και κατά την Επανάσταση ο Χατζηγιάννης Μέξης. Και τα τέσσερα πλοία του που έδωσε αργότερα στον αγώνα ήταν με την Ρώσικη Ναυτική Σημαία και Χρυσόβουλο του Τσάρου που εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Η Μπουμπουλίνα είχε στενές σχέσεις με τους Ρώσους. Έσωσε μάλιστα την περιουσία της με τη μεσολάβηση στους Τούρκους της Πόλης του Ρώσου Πρέσβη Στρογκανώφ. Ο άνδρας της Μπουμπουλίνας, που δολοφονήθηκε από πειρατές, είχε βοηθήσει τους Ρώσους σε μια Ναυμαχία εναντίων των Τούρκων. Οι Ρώσοι την τίμησαν μετά τον θάνατό της σαν Ναύαρχο του Ρωσικού Ναυτικού, τίτλος μοναδικός για γυναίκα. Οι Κουτσαίοι και οι Μποτασαίοι είχαν και αυτοί την Ρώσικη σημαία στα πλοία τους. Για τους Κουτσαίους είναι γνωστό ότι ταξίδευαν και σε άλλα Ρωσικά λιμάνια, όπως αυτό του Τάγκανρογκ στην Αζοφική Θάλασσα. Η οικογένεια Λαζάρου των Σπετσών έλαβε μέρος στα Ορλωφικά και από τότε τους έμεινε το όνομα Ορλώφ.
Μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου που έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827, οι τρεις δυνάμεις κράτησαν διαφορετική στάση. Η Ρωσία θετική, η Γαλλία ουδέτερη, και η Αγγλία αρνητική. Ο γενναίος και ακέραιος Άγγλος Ναύαρχος Κόδριγκτων τιμωρήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας που ζήτησε συγνώμη από τους Τούρκους για την Ναυμαχία αυτή που μας χάρισε την Ελευθερία μας. Στην Ελληνική πολιτική σκηνή, δημιουργήθηκαν τρεις πολιτικοί σχηματισμοί με αλλοδαπή επίδραση. Τα κόμματα ονομάστηκαν Αγγλόφιλο, Γαλλόφιλο και Ρωσόφιλο. Οι Σπετσιώτες ήταν στην πλειοψηφία τους με το Ρωσόφιλο (Τσάρικο τότε) κόμμα. Η ευγνωμοσύνη των Καραβοκυραίων για την βοήθεια των Ρώσων και της Σημαίας τους και η φιλία του Χατζηγιάννη Μέξη με τον Ιωάννη Καποδίστρια έπαιξε αποφασιστικό ρόλο. Σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για τους Αγώνες και την τεράστια υλική προσφορά όλων των Σπετσιωτών Εμποροναυτίλων, ο Κυβερνήτης Καποδίστριας προσέφερε την Καποδιστριακή Στέγη, Πνευματικό κέντρο των Σπετσών μέχρι και σήμερα.
Τελειώνοντας, αξίζει να μνημονεύσουμε τα λόγια τα οποία είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το 1836: ¨Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την επανάσταση κανένας φρόνιμος δεν μας είπε: «Που πάτε να πολεμήσετε με σιτοκάραβα;»
—–