Σύνδεση με τα προηγούμενα: Ξεκινώ προσεκτικά με πελάτες από την Ελληνική κοινότητα. Αλλά τελικά, εκεί, ο μαγνήτης είναι το αλκοολ. Τιθασεύω τους τραμπούκους της περιοχής. Επειδή ως τότε ήταν κακόφημη, ήρθε να με συγχαρεί Δήμαρχος.
Γυρίζω στη Γερμανία. Ψάχνω να βρω μαγαζί. Γυρίζω στην παλιά μου γειτονιά, που είχα δουλέψει σαν σερβιτόρος, και είχα το σπίτι μου. Ψάχνω εκεί για μαγαζί. Επειδή ήξερα τον κόσμο καλά. Είναι λίγο κέντρο απόκεντρο της Στουτγάρδης. Είναι η έδρα της Mercedes. Και το εργοστάσιο, ένα από τα πολλά εργοστάσια, τα πάμπολλα εργοστάσια της Mercedes. Ψάχνω μαγαζί.
Δεν υπάρχει μαγαζί εκεί γύρω γύρω. Αλλά φτιάχνεται ένα καινούριο εμπορικό κέντρο στο σταθμό κοντά. Μου υπόσχονται να μου δώσουν το μαγαζί εκεί. Έφτιαχναν και ένα μαγαζί εκεί, bar. Τα bar στη Γερμανία λέγονται Gastatte. Είναι μπυραρίες στην ουσία με κάποιο φαγητό μέσα κτλ. Τέλος πάντων κλείνω το μαγαζί αυτό, φτιάχνεται, τελειώνει. Το μαγαζί απέξω δεν θύμιζε τίποτα από τα κλασικά bar στη Γερμανία, τα Gastatte tα λεγόμενα. Έμοιαζε, ήταν σαν μία βιτρίνα απέξω. Οι φίλοι μου και οι γνωστοί μου εκεί στη γειτονιά που με ήξεραν, μου έλεγαν τι το θες αυτό το πράγμα; Αυτό κάνει για φαρμακείο μόνο, δεν κάνει για Gastatte. Tέλος πάντων. Δεν τους άκουσα εγώ. Το ανοίγω.
Το ανοίγω και γίνεται Ο ΧΑΜΟΣ. Γίνεται το έλα να δεις. Στον δρόμο αυτόν επάνω ήτανε 20, 25 μαγαζιά του ίδιου τύπου. Τα έκλεισα όλα. Δεν έμεινε κανένα. Όλοι σε μένα ήρθαν. Βάζω μουσική μέσα. Στη Γερμανία στα μαγαζιά δεν υπήρχε μουσική, αλλά το λεγόμενο τζουκμποξ. Πλήρωναν ένα μάρκο μέσα και παίζαν μουσική, τα παλιά, τα παλιά τραγούδια τους. Βάζω ενισχυτές, ηχεία μέσα κλπ, πετάω το μιούζικμποξ έξω και παίζω μουσική της εποχής κλπ. Γίνεται το έλα να δεις. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Από διευθυντές της Mercedes, μέχρι οι τελευταίοι Pener, έτσι λέγαν εκεί τα φτωχαδάκια.
Έβαλα και φαγητό μέσα, κάτι λίγο για φαγητό, αλλά δεν θέλω να δουλέψω το φαγητό, αφού βγάζω τα δεκαπλάσια με το ποτό. Παρατηρώ όμως ότι όσο είχα σερβιτόρο μέσα δεν δούλευε τόσο όσο ήθελα εγώ. Έπιασα και έβαλα σερβιτόρες σλοβάκες, τσεχοσλοβάκες τότε, πολωνέζες, γιουγκοσλάβες, σέρβες κλπ, και το μαγαζί πήγαινε ακόμα πιο καλά. Το οποίο με βάζει σε υποψία να καταργήσω τελείως το φαγητό και να το κάνω bar. Τελείως bar.
Κάπου εκεί γύρω στο 1995, κι ενώ έχω χωθεί για τα καλά μέσα στα πράγματα της γαστρονομίας στη Στουτγάρδη, μαθαίνω ότι δίνεται ένα καλό μαγαζί στο Στούτγκαρντ Τσούπενχάουζεν (Stuttgard Zuffenhausen) εκεί που βγαίνει η Porsche. Πάω, το βλέπω με το διευθυντή της μπυραρίας, αφού τα μαγαζιά στη Γερμανία ανήκουν συνήθως στις μπυραρίες. Μου άρεσε πάρα πολύ. Αποφάσισα να το πάρω, να το νοικιάσω, το Hoffbrauquelle. Του έκανα ανακαίνιση και το άνοιξα με προσωπικό βέβαια, γιατί είχα και άλλα μαγαζιά, δεν προλάβαινα μόνος μου κλπ. Έβαλα προσωπικό.Το μαγαζί ήτανε σε κεντρικό δρόμο, πάνω σε στάση του Strassenbahn (δηλαδή τρόλλεϋ) και είχε ότι καλύτερο για να δουλέψει.
Όμως τις επόμενες εβδομάδες, το μαγαζί δεν κύλησε όπως τα άλλα μου μαγαζιά, που συνήθως πηγαίνανε φυσέκι. Με παραξένεψε πολύ. Πήγα και το έλεγχα ο ίδιος αυτοπροσώπως για κάποιες εβδομάδες. Πάλι δεν τραβούσε το μαγαζί. Στεναχωρέθηκα. Έψαχνα να βρω τι θα κάνω γιατί το είχα νοικιάσει και αρκετά, και πάνω από όλα ήταν και θέμα prestige, γιατί πίστευα ότι ήμουν καλός σε ότι αφορά τη γαστρονομία.
Κοίτα τώρα πώς δουλεύει η κυρά Τύχη. Ήταν ένα ζευγάρι που ερχόταν τακτικά, ένα ζευγάρι gays, ένας Αφροαμερικανός και ένας Γερμανός. Από τους λιγοστούς πελάτες βέβαια, γιατί το μαγαζί δεν δούλευε σχεδόν καθόλου, παρόλη τη θέση την καλή που είχε, κλπ κλπ. Αλλά παρατήρησα πως όποιος πέρναγε απέξω για να πάει στο σταθμό για το τραμ, τους χαιρετούσε. Ήξεραν όλον τον κόσμο εκεί πέρα, το ζευγάρι αυτό, οι δύο άντρες.
Τους πλησίασα, τους κέρασα, τους ρώτησα αν θα θέλανε να δουλέψουν στο μαγαζί μου. Μου είπαν πως ναι, γιατί όχι. Και οι δύο ήταν άνεργοι. Ήταν ευπρεπείς, καλοντυμένοι, περιποιημένοι. Έτσι κι έγινε. Τους λέω, θα πάρετε το μαγαζί, θα σας το δώσω το μαγαζί ως έχει, μισά μισά τα κέρδη στο μαγαζί και τα αυτόματα, οι κουλοχέρηδες που λέμε, δικά μου. Και θα πάρετε και το σπίτι που έχει επάνω για να μένετε. Εντάξει;
Εντάξει. Συμφωνήσαμε, χαρήκαμε πάρα πολύ και τους είπα να πιάσουν να κάνουνε προπαγάνδα γιατί ανοίγουμε σε μία εβδομάδα. Έτσι κι έγινε. Εγκαίνια Σάββατο βράδυ ως συνήθως. Ήμουν απασχολημένος με τα άλλα μου μαγαζιά, ήξερα όμως πως θα κάνουν τα παιδιά εγκαίνια το Σάββατο και έπρεπε να πάω.
Πήρα το αμάξι, πήγα στην περιοχή στο Zuffenhausen, ψάχνω να βρω γύρω γύρω να παρκάρω, γύρω γύρω από το μαγαζί, δεν έβρισκα πουθενά πάρκινγκ. Όλοι οι δρόμοι είχαν κλείσει. Τα πάντα ήταν γεμάτα από αμάξια. Έψαχνα να βρω πάρκινγκ, μετά Βαΐων και κλάδων, δεν βρήκα τίποτα πουθενά. Παρκάρισα πολύ μακριά και πήγα με τα πόδια στο μαγαζί. Τι να δω; Δεν μπορούσα να μπω μέσα στο μαγαζί. Δεν με αφήναν στο δικό μου. Ήταν τόσο γεμάτο το μαγαζί, ασφυκτικά γεμάτο και απέξω. Φοβερή επιτυχία και φοβερά εγκαίνια. Πάντως σκέφτηκα ότι είναι προσωρινό, μόνο για τα εγκαίνια, και ότι από αύριο θα είναι πάλι ξεραΐλα όπως ήταν.
Ποια ξεραΐλα; Το μαγαζί αποδείχθηκε τελικά από τα καλύτερα μαγαζιά που άνοιξα ποτέ στη Γερμανία. Δούλευε 365 ημέρες το χρόνο, μέρα νύχτα, μέρα νύχτα. Δεν έπεφτε καρφίτσα, συνέχεια, συνέχεια. Είχαμε μαζέψει όλον τον κόσμο. Και όχι υποβαθμισμένο κόσμο. Πολύ καλό κόσμο. Gays βέβαια και λεσβίες, αλλά περιποιημένοι κλπ. Αυτή ήταν η ιστορία του gay bar, τού Hoffbraukeller του περιβόητου!
Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή:
<<Πέτρος Δαμδημόπουλος>>
β) Προχωράς στο επόμενο:
<< 4. Μαχητικός >>