«Τα φτωχά διώροφα συνήθως δεν έχουν περιβόλι και στέρνα, ούτε φυσικά τα φτωχά μονώροφα που, ενώ ήταν η πλειοψηφία των σπιτιών, σπάνια πια τα συναντάμε. Από αυτά ξεκίνησε η ανοικοδόμηση της πόλης: όπου βλέπουμε ένα σύγχρονο διώροφο ή τριώροφο σε οικόπεδο δίχως κήπο, εκεί συνήθως ήταν ένα παλιό χαμόσπιτο. Όλα αυτά, πριν φτιαχτεί το δίκτυο ύδρευσης, παίρναν νερό από τις δημόσιες βρύσες και πιο παλιά από τα δημόσια πηγάδια. Έτσι στην Κατοχή, τα μεγάλα σπίτια που είχαν κήπο και στέρνα ήταν τυχερά: τον φυτεύαν, τον ποτίζαν και εξασφάλιζαν τα βασικά τους τρόφιμα. Όσα δεν είχαν, πείνασαν.
Η εικόνα που βλέπουμε σήμερα είναι μιας πόλης πλουσιότερης από ό,τι πραγματικά ήταν, μιας και ο οικοδομικός ιστός διατηρεί τη μνήμη των πλουσίων σπιτιών αλλά έχει σβύσει εκείνη των πολλών φτωχών. Μας τα θυμίζει ο Νίκος Ζουμπουλάκης: «Τα πιο πολλά ήταν σπίτια ψαράδων, ναυτικών, οικοδόμων και – μετά τον Δασκαλάκη – εργατών. Το 80% συχνά είχε μέρες που δεν είχαν ούτε ψωμί, τρώγαν χόρτα του βουνού χωρίς λάδι. Όχι, αυτό ήταν πριν την Κατοχή· με την Κατοχή χειροτέρεψαν ακόμα. Τα πιο πολλά σπίτια ήταν μονώροφα και διώροφα, όλα μακρόστενα, τα λέγανε τράτες. Εάν είχε κατώι ήταν χαμηλοτάβανο και χρησίμευε για κουζίνα και αποθήκη. Στη μέση της μακριάς πλευράς είναι το χωλ με την εξώπορτα, και απέναντι το εικονοστάσι. Δεξιά – προς το βορρά συνήθως – είναι το σαλόνι κι αριστερά οι κρεβατοκάμαρες. Τα πιο πολλά χωρίσματα είναι με κουρτίνες ή σανίδες. Έξω, μια μικρή αυλή με λουλούδια και βασιλικό. Ο απόπατος είναι στην αυλή ή σε κάποιο από τα γειτονικά χαλάσματα, που ήταν πολλά. Η σκεπή ήταν με σχίζες από βένιο, δίχως ταβάνι. Συνέχεια κουβαλούσαμε ξύλα, κλαριά και καρούμπαλα για το φούρνο, το μαγείρεμα, τη ζέστη, το σιδέρωμα». Συμπληρώνει ο συνάδελφός του Γιάννης Παν. Μπούφης: «Το σπίτι είχε σχήμα σαν κουτί σπίρτα. Μπαίνεις στη μέση στο χωλ, δεξιά η κρεβατοκάμαρα κι αριστερά η σάλα. Στο κατώι, τζάκι και φουφού όπου μαγειρεύαμε με κάρβουνα και το τραπέζι για φαγητό. Επίσης η πιατοθήκη, τα λεβέτια (καζάνια), η κασέλα του ψαρομανάβη για το ψωμί και αργότερα το φανάρι. Ένα δωμάτιο ήταν αποθήκη για το λάδι και ό,τι άλλο».» (απόσπασμα απο το βιβλίο Ανεξερεύνητες Σπέτσες, Πέτρος Χαριτάτος, εκδόσεις Road”)