Η κόρη τού ψαρά

Τεκμήρια και μαρτυρίες απο την Κατοχή στις Σπέτσες (2)

«Γεννήθηκα το 1919. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Σχολείο πήγα μέχρι την 6η στη Καποδιστριακή. Στον Άγιο Νικόλαο ήταν ημιγυμνάσιο. Όποιος ήθελε έδινε εξετάσεις. Πήγα κι έδωσα κι έφαγα ένα ξύλο να!.. μόλις το έμαθε η μάνα μου: δασκάλα θα σε κάνω; Δεν είχε να με βάλει στο Γυμνάσιο – πού να βρεί τα λεφτά; Δούλευα φραγκοραφτάδικα, έραβα ό,τι ήθελες. Για το κουστούμι το έβαζα χάμω και το ξεσήκωνα.

Στα 16 αρρώστησα. Είχαμε τύφο εξανθηματικό και φέραν τον γιατρό Παπασταύρου μια φορά, δεν είχαμε λεφτά να ξανάρθει. Αρρώστησε κι η κόρη του ….., Σάββατο εγώ, Κυριακή εκείνη. Είχαν λεφτά και παίρναν τον γιατρό. Στις 22 μέρες πέθανε. Πήγαινε η μάνα και ρώταγε τι φάρμακα της έλεγε, να παίρνω κι εγώ.

Ο Περικλής ο Μπούμπουλης έκανε πολλά καλά στους φουσεκάδες. Τους πιάνανε, τους πηγαίναν στ’Ανάπλι και πήγαινε ο Περικλής και τους έβγαζε. Με τον πατέρα δούλευε ένα παιδί, λιγάκι χαζό που έβγαινε και πουλούσε τα ψάρια στα σπίτια. Πάει και στου αστυνόμου, πόσο κάνουν, τόσα. «Γιατί είναι πιο φτηνά;», ρωτά ο αστυνόμος. «Γιατί είναι από φουσέκια» του λέει το παιδί. Κι έπιασε τον πατέρα. Εγώ βλέπω χωροφύλακα και τρέμω. Πήγαινα στις γειτονιές και πούλαγα αλλά περνούσα από τα μικρά δρομάκια μη με δει.

Στην Κατοχή δεν πεινάσαμε στην αρχή. Είχαμε χόρτα του βουνού τσουβάλια, ψάρια με το πανέρι. Ψωμί έξη μήνες καθόλου. Τα αδέλφια ταξίδευαν με τα επίτακτα Πειραιά-Άστρος και φέρναν ελιές, λάδι, σαπούνι, αλεύρι, ψωμάκι. Οι ψαράδες δεν πείνασαν. Μια που πέθανε δεν είχε άνθρωπο και την πήγαν οι γυναίκες στο νεκροταφείο.

Ήμουν δεκαρχίνα στους αντάρτες – λέγαν φέρε 10 γυναίκες όταν βγάζαν λόγο στο Ποσειδώνιο. Δεν ήθελα, με βάλανε. Τους σταυρούς, τα βαφτιστικά να τα φέρετε για τον αγώνα, λέγανε. Και τις βέρες – δεν τις φορούσαμε για να μη τις πάρουν. Δεν θέλαν νάρθουν οι γυναίκες και μου λέγαν καλέ κουμπάρα εμένα βρήκες να πάρεις; Τι να κάνω, με αναγκάζουν, τους έλεγα. Ερχόταν ο Λευτεριάς στου Μπητσικόκου, ήμουν κι εγώ εκεί. Έλεγαν, τον εφευγατίσανε το Γκίνη. Ναί, αλλά τον ….. θα τον πιάσουμε. Έτρεξα και ειδοποίησα να τον διώξουν κι έτσι γλύτωσε.

Οι αντάρτες είχαν μίσος για τους λιμανιώτες, υπήρχε αντιζηλία. Είχαν ευημερία, ήταν οι καραβιώτες. Οι καστελιώτες ήταν φτωχοί, από τα ρούχα θα το καταλάβεις, τη Λιμανιώτισα από τη Καστελιώτισα. Το λιμάνι ήταν πιο πλούσιο. Οι καστελιώτες τραβάγαν τα δίχτυα με τα χέρια και βγάζαν την ημέρα δυο-τρεις καλάδες για να φάνε τόσα στόματα. Τι να φάνε; Να κατέβουν οι γυναίκες στη πόλη; Όχι, είχαν άλλους κανόνες του Καστελιού· ντρέπονταν. Ενώ στις άλλες που ο άντρας ήταν ναυτικός, ποιός θα πήγαινε στην αγορά;

Έρχονται οι Γερμανοί για έφοδο. Είχανε μια κατάσταση με Σπετσιώτες πολλούς. Πού πάνε για καταυλισμό; Στο σπίτι μου που είχα πριν τους αντάρτες. Εκείνοι φύγαν απέναντι, ο άντρας και ο αδελφός μου πήγαν στο δάσος. Μπήκαν οι Γερμανοί κι ένας Έλληνας που έκανε τον Αυστριακό, διερμηνέας. Έλα δω, αυτές οι κουβέρτες είναι εγγλέζικες, λέει. Ο άντρας μου είναι ναυτικός απαντά η μάνα μου. Που είναι; Ταξιδεύει. Γιατί έχεις τόσο πολλές; Γιατί φέρνει σε κάθε ταξίδι.

Το Λευτεριά όταν πήγαν να τον κρεμάσουν, ο ….. τον χτύπαγε με τη σαλαχοουρά: γιατί μου σκότωσες τον …… τι σας έκανε; του έλεγε. Δεν τόκανα εγώ, στον Σπετσιώτη που έκανε τον κατάλογο να το πεις, του απαντούσε. Αυτόν που έκανε ρουφιανιές στους αριστερούς. Ο Λευτεριάς ήταν παληκάρι, μόνος του κλώτσησε το σκαμνί να κρεμαστεί.

Εδώ κοντά έμενε ο Λυκούργος. Κάποιος δίνει τ’όνομά του και τον πάνε στους αντάρτες. Τον κατεβάζαν από το σπίτι του Ανάργυρου, εκεί ήταν η Αστυνομία των ανταρτών και μετά η αστυνομία των τσολιάδων. Καθώς περνούσαν από το καφενείο του Ρουμάνη λέει ο Γιώργος Πασαμήτρος: «κάτι τέτοια τομάρια να μη γυρίσουν. Τα καθάρματα να φύγουν ν’αδειάσει ο τόπος». Του απαντά ο Λυκούργος: «να περικαλάς να μη γυρίσω». Τον πήραν και τον κάναν μαύρο στο ξύλο. Ετοιμάζαν λάδι για να τον κάψουν και τον σώζει ένας φίλος: «Τι γυρεύεις εδώ; Αυτόν εδώ πιάσατε ρε; Να τον αφήσετε αμέσως!» Έρχεται μαύρος στο ξύλο. Η μάνα μου τούκοβε βεντούζες να του βγάλουν το μαύρο αίμα. Μετά από λίγες μέρες έρχονται και τον ξαναπαίρνουν. Τον πάνε στο μπαλκόνι του Καρδάση (το ξενοδοχείο) και τον βάζουν να πει ότι πέρασε καλά. Ανεβαίνει λοιπόν και λέει «ου, ήπια, έφαγα, έεεεφαγα» κι ο κόσμος ήξερε πώς τού φερθήκανε.»

—–

Αρέσει σε %d bloggers: