1.Βίος και πολιτεία Στέφου Αλεξανδρίδη, 1926-2009
(Δείτε και τις άλλες 6 αφηγήσεις του Στέφου Αλεξανδρίδη στη σειρά «Ο Στέφος και η εποχή του»)
Οι περιπέτειες στο ταξίδι για τις Σπέτσες
Ο πατέρας ήρθε στις Σπέτσες το 1922, ήταν 22 ετών, γεννημένος το 1900. Από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας, που βγάζει τα χαλιά τα σπαρταλίδικα, τα καλά. Τα αδέλφια του πήγαν στο μπαρουτάδικο – έτσι λέγαν το Αιγάλεω διότι είχε ένα εργοστάσιο που έβγαζε την μπαρούτη τότε. Μάλλον ήρθε με το «Πατρίς», ήταν ένα υπερωκεάνιο τότε. Ήρθε από την Αλάγια. Τότε η γιαγιά μου έφαγε 15 λίρες, τις κατάπιε σαν να ‘ταν ασπιρίνη. Λέει, εγώ είμαι γριά τώρα, μόλις θα μπώ στο καράβι και πεθάνω, εσείς θα μου ανοίξετε το στομάχι, λέει, θα πάρετε τις λίρες για να κάνετε μια συρμαγιά, λέει, ν’ αρχίσετε μια δουλειά εκεί που θα πάτε. (Σημ: συρμαγιά = κεφάλαιο). Η δε μητέρα μου, τότε ήτανε 5 χρονών, και δίνει ο παππούς μου, από το άλλο σόϊ τωρα, της δίνει ένα τσουκαλάκι πήλινο μέσα με 500 λίρες και απάνω έβαλε τουρσί. Τους ψάχνανε τώρα, πήγε η μάνα μου να μπεί στο καράβι μέσα, ο Τούρκος ψάχνει, βουτάει ένα τουρσί, παίρνει κι ακόμα ένα και λέει, πέρασε. Περνάει μέσα. Κάθεται τώρα στο καράβι μέσα και περίμενε, κόσμος πολύς. Εκεί έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα, δυόμιση χιλιάδες έβαλαν μέσα στο καράβι αυτό.

Ο πατέρας και η μητέρα του Στέφου στο εργαστήριο.
Η κλέφτρα γριά
Και όπως είχε κάτσει με το τσουκαλάκι τώρα σε μιά γωνιά κι έκλαιγε, περνάει μία και λέει τι έχεις παιδάκι μου, λέει έχω χάσει τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Κι εκείνη λέει, τι έχεις εκεί μέσα πουλάκι μου; Εδώ είναι οι λίρες λέει και περιμένω τον μπαμπά να τις πάρει. Μόλις ακούει η γριά τις λίρες, βουτάει το τσουκαλάκι και χάνεται μεσα στον κόσμο. Φεύγουνε τώρα και πιάνουνε πρώτη στάση στη Μύκονο. Η γριά, σου λέει μήπως με πιάσουν, βάστα να βγώ πρώτη. Βγαίνει όξω στη Μύκονο. Από πίσω βγαίνει και ο παππούς μου. Ο παππούς μου ήτανε χρυσοχόος και οργανοπαίκτης, Παπάζογλου λεγότανε, Παπαδόπουλος τόβαλε ελληνικά. Αμέσως πάει στην αστυνομία ο παππούς μου και λέει στην αστυνομία ότι αυτή η γριά μας έκλεψε τόσες λίρες, όλες οι λίρες λέει που αποταμίευα εγώ, θα δείτε πως όλες οι λίρες είναι σημαδεμένες. διότι έβαζε εκείνο το γυαλάκι που βάζουνε οι χρυσοχόοι και σκάλιζε ένα πολύ λεπτό γιώτα, τον λέγανε Ιγνάτιο, κι έβαζε ένα γιώτα στην κάθε λίρα. Είδανε την γριά, τρέχουνε να την πιάσουνε. Αυτή, αμέσως μόλις είδε κι ερχόντουσαν οι χωροφύλακες, κατάλαβε ότι ερχόντουσαν γι αυτήν. Δίνει αμέσως το πουγγί με τις λίρες του γιού της, ο οποίος ήτανε μικρός τότε, φύγε λέει και πήγαινε όπου θές, λέει. Βουτάει τις λίρες αυτός και χάνεται. Στη Γαλλία βρέθηκε. Η αστυνομία πιάνει τη γριά, δεν βρίσκει άκρη, 5-6 λίρες μόνο, τις πήρε ο παππούς, ο οποίος ήρθε στη Νέα Ιωνία και έκανε δουλειά. Εκείνης ο γιος πήγε και έμαθε ράφτης στο Παρίσι.

Ο Στέφος στα γόνατα του πατέρα του. Η μητέρα του δεξιά.
Μαθητευόμενος ράφτης
Κοίτα πώς έρχονται τα πράγματα τώρα, μερικά πράγματα είναι απίστευτα κι όμως αληθινά. Το 1938 γυρίζει στην Ελλάδα ο ράφτης κι έρχεται στις Σπέτσες, που δεν ήξερε ότι ήταν ο πατέρας μου στις Σπέτσες. Ο πατέρας μου πάλι, ήμουνα μικρός, στο δημοτικό, και ήθελε να με στείλει σε κάποια τέχνη να μάθω. Μου λέει, θα γίνεις ράφτης, με στέλνει σ’αυτόνα. Δεν ήξερε ότι ήταν αυτός που είχε κλέψει τις λίρες και είχε γίνει ράφτης με τα χρήματα της μάνας μου. Λοιπόν, μου αγόρασε και μια δαχτυλήθρα που έμπαινε έτσι, δεν είναι όπως στις μοδίστρες, βάζεις στη μέση και ράβεις από δω. Μου ‘δωσε μια βελόνα χωρίς κλωστή, να κάνω συνέχεια έτσι σ’ένα κουρελάκι. Του λέω, έμαθα. «Εμείς! Για να μάθωμεν αυτό εις το Παρίσι, μίαν εβδομάδαν κάναμε» μου λέει. Ά, δεν ξέρω τι κάνατε εσείς, εγώ ήμουν νευρικός τότε, διάβολος, λέω θα φύγω. Αυτός είχε ανάγκη για βοηθό, λοιπόν μου βάζει κλωστή στη βελόνα, λοιπόν στο κουρελάκι έκανα, έκανα, χωρίς κόμπο η κλωστή. Δεν πέρασαν ούτε δύο λεπτάκια, να, έμαθα. «Εμείς! Για να μάθωμεν, μία εβδομάδα για το κλωστή.» Χάνω την μέρα εκείνη την δαχτυλήθρα, που είχε 4 δραχμές προπολεμικά και, χαρά εγώ που την έχασα, λέω να μην ξαναπάω, δεν ξαναπάω. Αλέκο, λέει, γιατί δεν ήρθε ο γιός σου, λέει έχασε την δαχτυλήθρα και φοβάται να πάει. «Θα του αγοράσω άλλη!» Πάει αγοράζει άλλη, βάζει κόμπο μετά, περνάνε 2-3 μέρες, εγώ λέω δεν μπορώ θα φύγω. Μάθαινα σταυροβελονιά, καρύκωμα, μάνι-μάνι τα μάθαινα εκείνα και τόσο ήμουνα, και τόσο μου έλεγε τα ίδια και τα ίδια. Έ δεν άντεξα πιά, τα πέταξα και πήγα κι έγινα τσαγκάρης. Πάω σ’ένα τσαγκαράδικο, πάλι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία από τη Σπάρτη – Καλευρόσογλου Παρασκευάς και Γιάννης, δύο αδέλφια. Εκεί τότε ερχόντουσαν διάφοροι, μιλάγαν όλο πρόστυχα, εμένα δεν μου άρεσε, εγώ ήμουν παιδί άβγαλτο, λέω άμα μιλάνε έτσι δεν μπορώ να κάτσω εκεί πέρα, θα φύγω. Και φεύγω και πάω στου Ακάσογλου που είχε αδελφό τσαγκάρη και μαθαίνω την τέχνη καλά.
Να φάνε καρούμπαλα!
Με την Απελευθέρωση, ο κόσμος δεν είχε προλάβει να συνέλθει από την Κατοχή κι ήρθαν οι μαύρες μέρες του εμφυλίου, το 1947. Πριν ακόμη συνέλθουμε από την πείνα, πολλοί από τους άντρες των Σπετσών επιστρατεύθηκαν και πολεμούσαν στο Γράμμο, και οι οικογένειες των μαχόμενων στρατιωτών υπέφεραν οικονομικά. Βλέποντας εγώ αυτή την κατάσταση σκέφτηκα ότι κάτι θα έπρεπε να γίνει. Ήταν τότε η χρυσή εποχή του κινηματογράφου, κάθε μέρα 150 με 200 εισιτήρια επί 5 δραχμές το εισιτήριο, μαζεύαμε περίπου 1000 δρχ την ημέρα. Πήγα λοιπόν στις εταιρείες και παρακάλεσα αν μπορούν να μου δίνουν μια ταινία κάθε εβδομάδα να την προβάλω, και την είσπραξη να τη μοιράζω στις οικογένειες των μαχόμενων στρατιωτών στο Γράμμο. Οι εταιρείες με άκουσαν και πρόθυμα κάθε Τετάρτη μου έδιναν μια ταινία χωρίς χρέωση. Έτσι εγώ ικανοποιημένος άρχισα να προβάλω κάθε Τετάρτη και τα χρήματα που μάζευα τα πήγαινα στον τότε δήμαρχο για να τα μοιράζει εξ ίσου στις οικογένειες των στρατιωτών. Ήταν ο Νικόλαος Μπούμπουλης, που τον λέγαν και «Τσεπέ» γιατί ήταν μικρόσωμος. Το Δημαρχείο ήταν στο αρχοντικό του Ανάργυρου, όπου είχαν και τον κατάλογο των στρατευμένων. Για δυο μήνες καλά πήγαιναν όλα, κάθε βδομάδα εμοίραζε τα χρήματα. Το έμαθε και το Γενικό Επιτελείο Στρατού και μου έστειλε ένα ευχαριστήριο μήνυμα για τα ευγενή και πατριωτικά αισθήματα.
Μια μέρα ήρθαν πολλές γυναίκες από το Καστέλι και μου είπαν ότι κάτι συμβαίνει, διότι εδώ και ένα μήνα δεν τους έχει φωνάξει ο Δήμαρχος να τους δώσει τα χρήματα. Τους λέω τότε, μαζευτείτε αύριο το πρωί έξω από το Δημαρχείο να φωνάξετε πεινάμε, θέλουμε τα λεφτά μας. Έτσι κι έγινε. Ακούγοντας από το γραφείο του τη φασαρία στέλνει ο δήμαρχος στέλνει την Ειρήνη Τσούπα, που ήταν καθαρίστρια του Δημαρχείου, και αφού άκουσε τι λέγαν τα μεταφέρει στο Δήμαρχο και του λέει θέλουν τα λεφτά τους γιατί πεινάνε. Η απάντηση του Νικόλαου Μπούμπουλη ήταν: «Πήγαινε πες τους να φάνε καρούμπαλα.» Για όποιον δεν ξέρει, είναι ο καρπός από τα πεύκα, που τα μαζεύαμε για προσάναμμα στο τζάκι. Τους ειρωνευόταν δηλαδή, να βγούνε να μαζέψουν για φαί κάτι που δεν τρώγεται. Μόλις το άκουσα αυτό μπαίνω στο γραφείο του, τον πιάνω από το λαιμό και όπως ήταν ελαφρύς τον σήκωσα στον αέρα και κόντεψα να τον πνίξω. Αν δεν ερχόταν ο Μαντάς, ο γραμματέας του Δήμου, θα τον είχα σκοτώσει. Μπήκαν και οι γυναίκες απ’ έξω και αναγκάστηκε και έδωσε τα χρήματα. Αυτός ήταν από το Βασιλικό Ναυτικό, νευρικός, κι έβλεπε τους άλλους σαν ναυτάκια, που τους κάνει ό,τι ήθελε. Αλλά κι εμένα με έπνιγε το δίκαιο.
Φωτογράφος
Τότε άλλαξα κι επάγγελμα. Το 1947 μου λέει ο πατέρας μου, δεν μαθαίνεις φωτογράφος; Από τσαγκάρης έγινα φωτογράφος κι έπιανα πολύ καλύτερο μεροκάματο. Παρατήσαμε τις μηχανές με τη φυσούνα γιατί είχανε βγεί οι μηχανές εν κινήσει, όπως τις λέγαμε. Φωτογραφίζαμε τον κόσμο όπως περπάταγε, τσάκ ενσταντανέ, κι ήταν πολύ καλή δουλειά. Αλλά είχα και μπελάδες. Είχα βγάλει μια γεροντοκόρη για προξενιό, την προξενεύαν σε κάποιον στην Αμερική. Επειδή ήταν κάπως ζαρωμένη, μου λένε να τη ρετουσάρω τη φωτογραφία και την κάνω πιο νέα και ωραία. Κάποια μέρα ακούω κάποιον να κοπανά το μαγαζί και να φωνάζει. Τι τρέχει; Μου δείχνει τη φωτογραφία, εσύ μωρέ την έφτιαξες έτσι; Είχε έρθει από την Αμερική να γνωρίσει την κοπέλλα κι ήταν αγνώριστη. Τι σου φταίω Χριστιανέ μου; Του εξηγώ κι αυτός βάζει τα κλάματα..
Πολιτικός
Το 1951 μπήκα στην πολιτική. Ήθελα να προσφέρω κι εγώ με τις δυνάμεις μου κάτι. Μιλάμε για το 1951.

Ψηφοδέλτιο "Αναγέννησις το Νοικοκυριό"
Μπήκα σύμβουλος στο συνδυασμό του Αθανασίου Παν. Καλογεροπούλου. Το ψηφοδέλτιο μας είχε τα εξής ονόματα: Αλεξανδρίδης Α. Στέφανος, Γεώργιζας Β. Ιωάννης, Γκότσης Κ. Γεώργιος, Γιαννακούλιας Π. Σαράντος, Δαμδημόπουλος Α. Δημήτριος, Μώρος Α. Νικόλαος, Μαρνέζος Ι. Κωνσταντίνος, Νταβίας Ν. Θεόδωρος, Παπαγεωργίου Δ. Θεόδωρος, Ροφός Ι. Βασίλειος, Σκαρμούτσος Α. Παναγιώτης, Τριανταφύλλου Μ. Δημήτριος, Τσάνας Ι. Ανάργυρος. Πήραμε λοιπόν την εκλογή και με τη διαγωγή που είχα δείξει ήρθα πρώτος στα ψηφοδέλτια, γύρω στους 750 σταυρούς μου είπαν. Για την ιστορία, ο συνδυασμός μας λεγόταν «Αναγέννησις το Νοικοκυριό». Όμως προτού ακόμη να γίνει το πρώτο συμβούλιο μου λέει ο δήμαρχος εμπιστευτικά, εσύ θα πάρεις το Λιμενικό Ταμείο θα φας καλά. Τι ήταν αυτό που άκουσα; Δήμαρχε μου με αυτό που άκουσα από αυτή τη στιγμή παραιτούμαι. Εγώ του λέω υπολόγιζα να κάνω παραστάσεις κινηματογραφικές να ενισχύω το Δήμο (τότε ο Δήμος δεν είχε έσοδα). Εγώ του λέω είμαι από Μικρασιατική οικογένεια και αυτά δεν μου ταιριάζουν από αυτή τη στιγμή παραιτούμαι. Τότε τη θέση μου την πήρε ο αείμνηστος Θεόδωρος Νταβίας.
Εκείνη την εποχή μού είχε γράψει γράμμα ο αείμνηστος Δήμαρχος Κρανιδίου, Μιχαήλ Χάσπαρης, να πάω στο Κρανίδι και να βάλω κινηματογράφο και θα σε βοηθήσω εγώ μου είπε. Εγκατάσταθηκα λοιπόν στο Κρανίδι και πράγματι πρόκοψα εκεί. Και εκεί ο κόσμος με αγάπησε και πάλι ένας άλλος υποψήφιος δήμαρχος ήρθε με τον τότε βουλευτή Γιάννη Κοντοβράκη και μου πρότειναν να κατέβω για σύμβουλος. Ευχαριστώ τους λέω, άλλα είμαι δημότης Σπετσών. Θα στα φέρουμε σε 24 ώρες εδώ. Του λέω καλά, αλλά να ξέρετε ότι εγώ είμαι ανταποκριτής της εφημερίδας «Αργολική Φωνή» και ό,τι κακό γίνεται στο συμβούλιο θα το γράφω. Μόλις άκουσαν αυτό έφυγαν από το μαγαζί μου και ούτε με χαιρέτησαν. Και εγώ από μέσα μου έλεγα, να πάτε στον αγύριστο. Βρε ουστ, όλοι για να φάνε πάνε;
————-