4.Κινηματογραφιστής

Νέο έργο. Ο Στέφος στα δεξιά με το πουλόβερ.

Νέο έργο. Ο Στέφος στα δεξιά με το πουλόβερ.

(Δείτε και τις άλλες 6 αφηγήσεις του Στέφου Αλεξανδρίδη στη σειρά «Ο Στέφος και η εποχή του»)

Ήταν Οκτώβρης του 1935. Ο πατέρας μου Αλέξανδρος Αλέξανδρου Αλεξανδρίδης έπρεπε να βρει κι άλλη δουλειά. Είχε αυτό το όνομα γιατί τη μέρα που γεννιόταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του κι έτσι πήρε το όνομά του. Γι’αυτό στις παλιές καρτ-ποστάλ βλέπουμε να υπογράφει με τα τρία άλφα. Πνεύμα ανήσυχο, οικογενειάρχης με πέντε παιδιά, εκτός από φωτογράφος και αγιογράφος, έπρεπε λοιπόν να βρει κι άλλη δουλειά για να τα βγάλει πέρα. Είπε να γίνει κινηματογραφιστής και σκέφτηκε έναν παλιό του φίλο.

Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή χώρισαν δυο αχώριστοι φίλοι: ο πατέρας μου εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες και ο αδελφικός του φίλος ονόματι Πακλόγλου βρέθηκε στη Λυών της Γαλλίας όπου και πρόκοψε. Στέλνει τότε επιστολή στη Γαλλία και του ζητά να του στείλει μια κινηματογραφική μηχανή ομιλούσα μάρκα «Πατέ» γαλλικής κατασκευής, και θα τον ξώφλαγε σιγά-σιγά. Η απάντηση ήρθε ύστερα από 20 μέρες αλλά ήταν γραμμένη στα Γαλλικά. Αυτός είχε προκόψει εκεί, είχε μάθει και την γαλλική, και αντί να τα γράψει ελληνικά – τότε στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι απαγορεύανε τα ελληνικά και ήτανε δύσκολο για να πάς σχολείο ελληνικό – και το ‘γραψε στα γαλλικά.

Η απάτη του καθηγητού

Τι να κάνει; Σαν φωτογράφος που ήταν στην ΑΚΣΣ σκέφτηκε τον καθηγητή γαλλικών της Σχολής τον Παπαδόπουλο να του το μεταφράσει. Αφού διάβασε το γράμμα βρήκε τη σκέψη καλή. Και αυτός ο παληάνθρωπος τού είπε ότι γράφει τα εξής, «είμαι πολύ φτωχός κι εγώ σαν και σένα, δεν έχω να σου στείλω, εάν καμιά φορά οικονομήσω θα σου στείλω, αλλά δεν μπορώ τώρα για την ώρα και με συγχωρείς» και κάτι τέτοια.

Τότε ο πατέρας μου στεναχωρέθηκε πολύ και με κάτι οικονομίες που είχε, πάμε την άλλη μέρα στην Αθήνα και αγοράζουμε μια μηχανή βουβή Γερμανική μάρκα «Ερνεμαλ Κρουπ». Ο δε καθηγητής της Γαλλικής πάει και αγοράζει μια μηχανή ομιλούσα και τη στήνει στις Σπέτσες. Πολλά λεφτά, εισιτήρια κάθε μέρα αρκετά. Ο πατέρας μου τα ‘χασε, σου λέει, αυτός μου ‘κλεψε την ιδέα. Γυρίσαμε και πάμε στου Ανδρέα Καρδάση το καφενείο να μας το παραχωρήσει για να κάνουμε τις προβολές, και μας λέει το έχει νοικιάσει ο Παπαδόπουλος, και τότε πάμε σε άλλη αίθουσα, εκεί που τώρα βγάζουν τα εισιτήρια για τα ιπτάμενα που την είχε τότε ο «Καμαράκιας» και πούλαγε λουκουμάδες.

Αρχίσαμε λοιπόν τις προβολές, με εισιτήριο 5 δραχμές ο Παπαδόπουλος όπου πήγαιναν οι πιο πλούσιοι και μεις με 3 δραχμές όπου ήρχοντο οι ψαράδες και οι φτωχότεροι. Το μεροκάματο έβγαινε γιατί τότε ήταν η χρυσή εποχή του κινηματογράφου. Τότε στο εργοστάσιο του Δασκαλάκη διευθυντής ήταν ο Αλέξανδρος Στερεμπόγκεν (Ρώσος) που είχε δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Μάς καλούσε για να διασκεδάσουν τα παιδιά του και του κάναμε κινηματογραφική παράσταση κατ’ οίκον. Εκτός του μισθού, μάς έκαναν τρικούβερτο τραπέζι που μου ήταν μεγάλη χαρά αυτά τα δύσκολα χρόνια.

Να το βρει απο τον Θεό

Το 1936 πήγε για δουλειές ο πατέρας μου στη Νέα Ιωνία όπου ήταν και οι συγγενείς μας. Πήγε και επισκέφθηκε τον τότε Αρχιερέα της Ν.Ιωνίας που ήταν πριν Δεσπότης στη Μικρά Ασία, και του λέει αυτός: «Βρε Αλέξανδρε γιατί δεν πήγες στο τελωνείο να πάρεις τη μηχανή που σου ‘στειλε ο Πακλόγλου και μας είπε, αφού δεν τη θέλει, να την πάρετε εσεις να κάνετε προβολές στους δικούς σας». Μόλις το άκουσε ο πατέρας μου μόνο που δεν του ήλθε συγκοπή. Ήλθε στις Σπέτσες και μας είπε την ιστορία. Τότε του είπα να πάμε δικαστικώς και μας λέει, «άσε τον να το βρει από το Θεό».

Το 1939 ο Παπαδόπουλος επεκτείνει την επιχείρηση στον Πόρο. Εκεί όμως, καθώς έκανε κοντρόλ (δηλαδή ξετύλιγμα για έλεγχο), η άκρη της ταινίας τον κόβει και παθαίνει γάγγραινα και οι γιατροί του κόβουν τα δάκτυλα. Ένα αγοράκι που είχε, καθώς τρώγανε, το πηρούνι του γλυστράει στο πιάτο και βγάζει το δεξί μάτι του πατέρα του. Φτάνει στις Σπέτσες σαν πειρατής με ένα πετσί στο μάτι και ήλθε στον πατέρα μου να του ζητήσει συγνώμη για το κακό που του ‘κανε και αυτός τον συγχώρεσε. Και ο πατέρας μου λέει, βλέπεις ο Θεός, κλείνει τους λογαριασμούς. Ύστερα από αυτό που έπαθε πήγαν όλα στραβά και έκλεισε τους κινηματογράφους και έκτοτε χάθηκε από προσώπου της γης.

Κλεμένες ταινίες

Εμείς πηγαίναμε καλά και εγκατασταθήκαμε στο καφενείο του Γιαννέλη που ήταν στα πευκάκια απέναντι από τον Άγιο Αντώνη. Ήρθε ο πόλεμος και η Κατοχή. Η συγκοινωνία ήταν πολύ δύσκολη. Πώς να συνεχίσουμε; Είχα μεγαλώσει και έπρεπε να βοηθήσω. Τότε άρχισα να πηγαίνω με καίκια που φέρναν μαναβική από το Ναύπλιο, έπαιρνα το τραίνο και πήγαινα στον Πειραιά στα παλιατζίδικα. Εκεί αγόραζα ταινίες που ήταν κλεμένες, τις έβαζα σε μια βαλίτσα ειδικά φτιαγμένη και πάνω είχα φωτογραφικά άλμπουμ. Στην Κόρινθο γινόταν έλεγχος από τους Γερμανούς. Όταν άνοιγα την βαλίτσα έβλεπαν τα άλμπουμ και μού κάναν νόημα να πάρουν κανένα και τους έδινα δυο-τρία. Μού κλείναν τη βαλίτσα και δρόμο!

Τον κινηματογράφο στην Κατοχή τον είχαμε στο σπίτι. Μεταφέραμε τη μηχανή στο μεγάλο δωμάτιο όπου η πελατεία ήταν ψαράδες και αντί χρήμα μας φέρναν ένα χταπόδι, μια σουπιά, καμιά καβούρα, μαρίδες και την βολεύαμε καλά με το βουβό κινηματογράφο.

Σκαραμαγκάς 1950. Ο Στέφος στο κέντρο.

Σκαραμαγκάς 1950. Ο Στέφος στο κέντρο.

Μετά τον πόλεμο

Το 1950 υπηρετούσα στο Βασιλικό Ναυτικό ως μηχανικός κινηματογράφου στο Σκαραμαγκά, ο δε αδελφός μου Δαμιανός στον κινηματογράφο του Ναυστάθμου. Ο διοικητής μου με εκτιμούσε γιατί κατάφερνα να φέρνω χωρίς χρέωση τις ταινίες που πρόβαλα στη βάση γιατί γνώριζα τους διευθυντάς των εταιρειών και ήξερα ότι του άρεσαν τα μουσικοχορευτικά έργα. Στη Νέα Ελβετία στο Μον Σινέ του Ν. Σαμπατάκου προβάλλετο η ταινία «Τα ρόδα τ’ Απρίλη» με τη Ζινέτ Μακντόναλντ και τον Νέλσον Έντυ. Πήγα να παρακολουθήσω την ταινία που ήξερα ότι θα του άρεσε του διοικητού μου, ο οποίος μου είχε υπογράψει άδεια εξόδου απεριόριστη. Έτσι, μία φορά τη βδομάδα πρόβαλα στο Σκαραμαγκά και τις άλλες μέρες ήμουν ελεύθερος και έκανα το φωτογράφο στούς νεοσύλλεκτους. Την καμπίνα του κινηματογράφου την είχα κάνει σκοτεινό θάλαμο και τύπωνα τις φωτογραφίες. Στο διάλειμμα ανέβηκα στο θάλαμο προβολής να δω την κινηματογραφική μηχανή πώς εργάζεται. Ο μηχανικός που με είδε με την επαρχιώτικη παρατηρητικότητα που περιεργαζόμουν τη μηχανή, μου λέει, «από που είσαι;» Του λέω «από τις Σπέτσες» και μου λέει «το αφεντικό έχει το γιο του στην Αναργύρειο Σχολή, πάω να του πω μήπως θέλει τίποτα». Ήλθε ο κύριος Σαμπατάκος και μου λέει, «σου αρέσει η μηχανή; Θέλεις να μάθεις;» Του λέω εγώ ότι στις Σπέτσες έχω κινηματογράφο αλλά είναι βουβός – πως γίνεται να το μετατρέψουμε σε ομιλούντα; Και μου λέει «εγώ θα πάω αύριο να επισκεφτώ το γιο μου κι έλα πάλι να δούμε τι μπορώ να κάνω για σένα».

Πράγματι την άλλη βδομάδα ξαναπάω – πάντα ντυμένος ναυτικά – και λέει, «ρώτησα για την οικογένειά σου και πήρα καλές πληροροφορίες και θα σε βοηθήσω. Θα έρχεσαι όποτε θέλεις να σε μάθει ο μηχανικός και όταν μάθεις θα σου δώσω μια μηχανή να γίνεις κινηματογραφιστής». Εγώ από τη χαρά μου, και με την άδεια που είχα, σε ένα μήνα έγινα ξεφτέρι. Ο κύριος Σαμπατάκος δεν πίστευε στα μάτια του. Μου λέει, «σημέρα θα δω τι έμαθες, θα είμαι ο μοναδικός θεατής στην αίθουσα. Θα πας στην εταιρεία, θα φέρεις την ταινία, θα την ετοιμάσεις και θα μου την προβάλεις 9-11 π.μ.» Ας εξηγήσω ότι τότε δουλεύαμε 12-2, 2-4, 6-8, 8-10, 10-12. Η προβολή ήταν άψογη. Έρχεται στη μηχανή, μου λέει συγχαρητήρια και με φιλάει. Αφού φώναξε τα δυο αδέλφια του, τους λέει, «τόσα χρόνια και δεν μπορέσατε να μάθετε μηχανικοί και πληρώνουμε μηχανικό και ΙΚΑ τζάμπα» και τους έβριζε. Μου λέει, «θα σου δώσω τη μηχανή που έχω ρεζέρβα να την πας στις Σπέτσες. Άν δεις και δουλεύεις καλά, δως μου 100 λίρες και γίνεται δική σου, αν όχι μου την γυρίζεις πίσω».

Νέο έργο με την Αβα Γκάρντνερ.

Νέο έργο με την Αβα Γκάρντνερ.

Την πάω την ομιλούσα μηχανή στις Σπέτσες. Για προκαταβολή του δίνω δυο χρυσά πεντόλιρα που μου ‘δωσε η μητέρα μου που τα είχε πάρει προίκα από τον παππού μου. Θυμάμαι, όταν είδε τα δυο τούρκικα πεντόλιρα, μου λέει αυτά είναι οικογενειακά κειμήλια, κράτα τα. Οι συναλλαγές γίνονταν ακόμα με λίρες. Μέσα σ’ ένα μήνα του ξόφλησα τις 100 λίρες. Από υποχρέωση προς το πρόσωπό του, τιμής ένεκεν, έβαλα το όνομα του δικού του κινηματογράφου Μον Σινέ και όταν φτιάξαμε το δικό μας το ονόμασα Τιτάνια γιατί ο Σαμπατάκος είχε και στο Παγκράτι ένα θερινό κινηματογράφο, το Τιτάνια. Για όσους δεν θυμούνται, είχαμε δυο καλοκαίρια κινηματογράφο στα Πευκάκια, ένα καλοκαίρι στην αυλή πίσω από το ξενοδοχείο Σταρ του Μπερζοβίτη που τότε ήταν καμένο από τους Γερμανούς, και άλλες δυο χρονιές στην αυλή του τότε σπιτιού του Λάζαρου Παπαγεωργίου δίπλα στο εργοστάσιο του Δασκαλάκη. Μετά εγκατασταθήκαμε στο δικό μας.

—————–

Αρέσει σε %d bloggers: