Πριν τον πόλεμο η Κουνουπίτσα «ήταν αραιά κατοικημένη, με μικρά σπίτια των ψαράδων· οι ναυτικοί ήταν ελάχιστοι, σαν τη μύγα μεσ’το γάλα» μας εξηγεί ο συνταξιούχος ναυτικός Θανάσης Ευσταθίου, που γεννήθηκε εδώ. «Μετά τον πόλεμο, που πήραν οι εφοπλιστές τα πολλά λίμπερτυ, είχαν ανάγκη από ναυτικούς κι άρχισαν όλοι να μπαρκάρουν. Πηγαίναν Αμερική, Αυστραλία και βλέπαν πως ήταν· με το δεύτερο ταξίδι, πολλοί βγαίναν εκεί και πιάναν δουλειά – εκεί μείναν όλοι τους, αποκτήσαν οικογένειες». Οι ψαράδες βλέπαν τους ναυτικούς ως αριστοκράτες – αφού είχαν σταθερό μηνιάτικο – αλλά και γι’αυτούς οι συνθήκες ήταν δύσκολες στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: «Παλιά όταν πήγαινες στο βαπόρι έπρεπε να φέρεις δικά σου σεντόνια, κουβέρτες, πιάτο, μπρίκι. Αν κάτι δεν είχες δεν τους ένοιαζε. Όταν ένας ναύτης ζητούσε να τα έχει το βαπόρι, τον κατέβαζαν στην Πολωνία, στη Ρωσία και τον αφήναν, αφού του αρέσει ο κομμουνισμός. Σου δίναν έξτρα δουλειές και δεν σε πληρώναν – εαν διαμαρτυρόσουν σε βάζανε στο μάτι. Στο καπνιστήριο του πλοίου είχε μεγάλη πινακίδα με φωτογραφίες. Ήταν οι ανεπιθύμητοι, για να μας φοβίζουν». Τα πράγματα σταδιακά βελτιώθηκαν, σε μερικούς πολύ και σε άλλους λιγότερο. Ο Θανάσης θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που δούλεψε τα περισσότερα χρόνια στου Λάτση: «Ήταν ο καλύτερος. Γιατί; Ήταν ένας από μας, μιλούσε και με τον τελευταίο. Από κανέναν εφοπλιστή δεν είχαμε δει δώρα στα παιδιά, μόνο ο Λάτσης. Στις γιορτές ξέραν, έχεις αγόρι τόσων χρονών, κορίτσι τόσο· τους παίρνανε δώρα σαν να ήταν δικά τους παιδιά». Ρώτησα κι άλλους συνταξιούχους ναυτικούς, ποιός ήταν ο καλύτερος εφοπλιστής, κι οι περισσότεροι συμφωνούν για τον Λάτση: «Τι ζητάει ο ναυτικός; Σωστή δουλειά, σωστά λεφτά και καλή τροφοδοσία – να τρώμε σαν άνθρωποι: αυτά μας τα έδινε». Αλλοι κρίνουν τον άνθρωπο και πάλι προτιμούν τον Λάτση, όπως ο πολυταξιδεμένος καπετάν-Νικόλας Μπούφης: «Ο Λάτσης ήταν ο καλύτερος, κι ας τον λέγαν δοσίλογο και πειρατή. Ήταν νοικοκύρης, κι ο τελευταίος ναύτης ν’αρρώσταινε, τον έστελνε στον καλύτερο γιατρό. Οι Λάτσηδες είναι η οικογένεια νούμερο ένα. Ενώ ο Νίαρχος κι ο Ωνάσης ήτανε φαντασμένοι, να κυνηγά ο ένας την κουνιάδα του άλλου, κύττα τι έγινε στις οικογένειες τους. Κι οι δυο γαμπροί του Λιβανού…» Αλλους εφοπλιστές που θυμούνται με αγάπη οι συνταξιούχοι ναυτικοί είναι ο Ευτύχιος Γκούμας, που βοήθησε πολλές οικογένειες, ο Μελέτης Μεθενίτης, που είχε καλές συνθήκες διαβίωσης κι ο Αγγελόπουλος ο Γιώργος που κράτησε την ελληνική σημαία και υποστηρίζει τους Έλληνες ναυτικούς. Όσο για τους χειρότερους, να πώς μιμούνται οι Σπετσιώτες τους χιώτες καπετάνιους: «Έλα δω Ανάργυρε να σε πληρώσω. Τρεις πενήνντα ενενήνντα. Και δέκα που’σαι καλός ναύτης εκατό. Αλλά μη ντο πεις σε κανέναν». Κι όλοι επαναλαμβάνουν την αξέχαστη σκηνή:
– Καπετάνιε, έπεσε ο Μήτσος από τ’άλμπουρο που το ‘βαφε!
– Μπάαα; Και χύθηκε η μπογιά;
Για κάποιους χιώτες εφοπλιστές, θυμούνται τις συνθήκες διαβίωσης, «πείνα στο πέλαγος!» και την κλεψιά στις υπερωρίες: «Δεν πλήρωνε αν δεν φωνάζαμε, ήταν άπληστος. Στο Χιούστον φτάσαμε και δεν πλήρωσε – κάναμε απεργία, ένας ανέβηκε στο άλμπουρο, ήρθε η τηλεόραση και τότε μόνο μας πλήρωσε». Υπήρχαν και χειρότερα. Λένε πως κάποιοι, γύρω στο 1950-60, βουλιάζαν παλιά τους καράβια για να πάρουν καινούργια, κι ότι το ασφάλιστρο πληρωνόταν πιο γρήγορα εάν είχαν και πνιγμένους…
(το παραπάνω κείμενο είναι ένθετο στη σελίδα 78 του βιβλίου «Ανεξερεύνητες Σπέτσες»)