Τι βλέπει ο σερβιτόρος

Σκηνή, ένα εστιατόριο στις Σπέτσες. Ο σερβιτόρος-ακτινολόγος που το κατέγραψε, είπε να μην αναφέρω το όνομά του, μήπως το θεωρήσουν διαφήμιση για το μαγαζί. Ας τον ονομάσουμε Γ. λοιπόν.

Πώς κάθεται και πώς μιλάει

Κοιτά τον κατάλογο – δεν σε κοιτά εσένα – και αρχίζει: «Θέλω ένα τζατζίκι. Φέρε ένα σαγανάκι. Γράφε. Ψιτ!» Μιλάει με προστακτικές, δεν λέει «θα ήθελα παρακαλώ». Στέκομαι πλάι, δεν γυρνά να με κοιτάξει. Το κάδρο του, το εγώ, είναι μπροστά.

Άλλου είδους σχέση: η καχυποψία: «Είναι φρέσκο αυτό;» Γιατί φέρεται έτσι; Είναι εγκλωβισμένος, σαν χύτρα πίεσης, που όταν βρει διέξοδο, πσσίτ! ορμάει. Μέσα σε όλα αυτά, είναι ανακούφιση όταν έρθει ένας άνθρωπος ειλικρινής, που αναγνωρίζει τη σχέση. Έστω, μπορεί να φέρεται λαϊκά, να πει «φιλαράκι, έχεις μια καλή μπριζόλα;». Αλλά σ’αυτόν αναγνωρίζω ομορφιά.

Πώς αυτός έμαθε να σέβεται και ο άλλος όχι; Σε τι αναλογία είναι οι μεν και οι δε; 80 : 20 ή και χειρότερα. Ηλικίες; 35 με 45. Είναι καλύτερα όταν έρχονται οικογένειες με μικρά παιδιά. Γιατί; Ίσως είναι πιο χαρούμενοι; Πιο ευτυχισμένοι;

Πελάτες τακτικοί και ζευγάρια, ηλικία γύρω στα 50

Με ξέρουν χρόνια, έχουμε μια ωραία και χαλαρή σχέση. Αλλά αυτό αλλάζει όταν έχουν καλεσμένους. Οι ίδιοι γίνονται ακόμα πιο γλυκείς και φιλικοί: «Γ. μου, φέρε ό,τι θες». Είναι σαν να τους τραβάς τα γκέμια και μαζεύονται: «Πατατούλες δεν έχει φρέσκες; Α, άσε τις. Τα τυροπιτάκια;» Αλλά όταν κάτι δεν τους αρέσει, δεν σε ξέρουν. Αλλάζουν, βγαίνει η εξουσία: «Φέρε. Γράφε.»

Γιατί; Θέλουν να δείξουν ποιά είναι η θέση τους εδώ όπου έδωσαν αρκετά λεφτά να πάρουν σπίτι. Καμιά φορά τους ξεφεύγουν ψήγματα προφοράς που δείχνει μια πιο ταπεινή καταγωγή. Πρέπει να στηρίξουν μια εικόνα για την οποία έχουν μοχθήσει. Πολύ έχει να κάνει με την εικόνα.

Φέτος μου είπαν δυο φορές πως πρέπει να ντρέπομαι. Κάποια στιγμή η κυρία ρωτά για τις πατάτες, «είναι φρέσκιες;» και έχει έτοιμη την ατάκα, «ντροπή σας!» Τη δεύτερη φορά, ήταν ένα ζευγάρι που δεν είναι ευγενείς όταν έχουν παρέα. Είναι εμφανές ότι θέλουν να κάνουν εντύπωση: «Τι είναι αυτό το πλαστικό που μου φέρατε! Ντροπή σας!»

Άλλοι το παίζουν υψηλή κοινωνία, στυλ Λάτση και Νιάρχου, που καταδέχτηκαν να έρθουν στο μαγαζί σου. Αλλά είναι κι άλλοι που σου γεμίζουν την καρδιά και έτσι, όσο και να κουράζομαι, το χαίρομαι. Δείχνουν συμπάθεια – η χειραψία, η κουβέντα, η εμπιστοσύνη. Λ.χ. η κυρία Μ, όταν αισθάνθηκε άρρωστη, εμάς πήρε τηλέφωνο. Τόσο πολύ μάς νιώθει δικούς της.

Αυτοί που έρχονται μόνοι

Αντί για 80 : 20 η αναλογία γίνεται 30 : 70. Ο ίδιος ο σατράπης γίνεται ευγενής. Τώρα δεν σφάζεται για να πιάσει το παραλιακό τραπέζι. Διότι πρέπει να δικαιολογήσει το γεγονός ότι τρώει μόνος του. Διότι δικαιολογούνται! Δίχως να ρωτήσεις, το αφήνουν να πέσει στην κουβέντα, «να, η σύζυγος πήγε να δει την αδελφή της».

Παρέες πιτσιρικάδων

Τα πιο πολλά παιδιά που έρχονται στις Σπέτσες είναι ή από τα βόρεια προάστεια ή από τα νότια προάστεια. Ήρθαν ή με γονείς ή μόνα τους, περίπου 18 ετών. Μιλάνε τραβώντας τα φωνήεντα, «θα πάμε στην πλατείααα;» Τα σύμφωνα δεν πατάνε. Κοίτα τα, είναι όλα ίδια! Δεν τα ξεχωρίζω, τα μπερδεύω. Όλα με γυαλιά Ray-Ban. Τα μαλλιά ξυμένα και κρεπαρισμένα, χαμηλοκάβαλα παντελόνια ή μαγιό. Αφήνουν πάνω στο τραπέζι κινητά και πορτοφόλια με χαντρούλες. «Έχετε καλαμαράκιααα;»

Όλα παραγγέλνουν με τον ίδιο τρόπο. Πληρώνουν με μοίρασμα, ακόμα και τα κορίτσια. Ακόμα και 50 χρονών, ο σερβιτόρος είναι το παιδί. Αλλά επειδή είναι κάπως φοβισμένα, είναι ευγενικά. Δείχνουν χαζά, αόριστα. Λέγονται Μαρινεύα, Μαρινίτη (-α;), Μαριάντζελα, Φαίυ. Καμιά Κατερίνα ή σκέτη Μαρία. Αλκίνοος, Φίλιππος, Αλέξανδρος, Κωνσταντίνος. Ποτέ Κώστας ή Αλέξης. Γιατί; Όπως με την ομιλία, είναι τρόπος για να ξεχωρίζεις κοινωνικά.

Έχουν καλούς τρόπους, αλλά φέρονται σαν να τους είπαν πώς πρέπει να κάνουν διακοπές. Δεν βλέπω έναν άνθρωπο που χαίρεται αυθόρμητα τη ζωή του αλλά μια προσποίηση – προσποιούνται τη χαλάρωση και την άνεση, σαν να τους κοιτά μια κάμερα, σα να ποζάρουν για το Νίτρο.

Τα εργατόπαιδα είναι πιο απλά. Ξέρουν ότι πεινάνε και θέλουν να φάνε. Είναι πιο απλό το θέλω τους. Η Μαρινεύα όμως, δεν πεινάει απλώς και θέλει να φάει. Θέλει να κάτσει «άνετα» και να δείξει πως ξεχωρίζει. Έρχονται για πολλά άλλα πράγματα, όχι μόνο για να φάνε.

Είναι κι άλλα παιδιά, εξαιρετικά ευγενή. Δείχνουν άριστη διαπαιδαγώγηση, που ακόμα και να μην είναι ευχαριστημένα, το χειρίζονται πολύ σωστά. Γι’ αυτά τα παιδιά έχω τα πρόσωπά τους μπροστά μου, ενώ των άλλων δεν έχω. Αναλογία «χαζά» παιδιά προς «εξαιρετικά»; 70 : 30

Τρώγωντας όλοι από κοινά πιάτα

(εδώ το ζητούμενο είναι το πώς μοιραζόμαστε, το πολίτευμα: «να μη είμαστε ούτε γάιδαροι, αλλά ούτε ριγμένοι»)

Οι πιο πολλοί προσφέρουν, ο ένας στον άλλο. Όμως κάποιοι δεν ξέρουν. Ζητάνε κουτάλι για το τζατζίκι, ένα φαγητό ταβέρνας! Είναι οι «και πώς θα φάμε το τζατζίκι! Ένα κουτάλι δεν έφερες!» Ποιοί είναι αυτοί; Όσοι μεγάλωσαν με υπηρέτες; Ή όσοι προσπαθούν να τους μοιάσουν; Αυτοί ζητάνε και νέα μαχαιροπήρουνα.

Ξένοι

Διαβάζουν όλα, κλείνουν το μενού, είναι έτοιμοι να παραγγείλουν. Ενώ όταν το κρατάνε κλειστό μ’ ένα δάχτυλο στη μέση, είναι που θέλουν κάτι να ρωτήσουν. Αυτό ισχύει για Βρετανούς, Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Ομοίως και οι Ισπανοί, τουλάχιστον αυτοί που έρχονται εδώ. Ενώ οι Ιταλοί είναι σαν και μας.

Πώς βγαίνουν μπροστά

Την ώρα του λογαριασμού, λένε στους φίλους, «άσε, εγώ θα καθαρίσω». Στο σερβιτόρο: «Αφού με ξέρεις!»

Δούλευα στο Rock n’ Roll, στο VIP τμήμα, όπου είναι τέσσερεις τεράστιοι καναπέδες. Εκεί κάποιοι θέλαν νάχουν «το» τραπέζι και δίναν τιπς μέχρι 300 Ευρώ. Αυτόν, ο ξύπνιος μέτρ, τον παίζει. Τι προϊόν παίρνει με 300 Ευρώ; Τι του λείπει; Τι δεν έχει; Κάνει το παν για να τον μάθουν. Είναι συνήθως επιχειρηματίας, χρηματιστής ή πλουσιόπαιδο. Το τραπέζι είναι προέκταση του φαλλού. Με την παρέα του θάρθουν και άλλοι με κοπελίτσες: πωλήτριες, γραμματείς, που έχουν το ψώνιο, που δίνουν μισό μισθό για μια τσάντα. Ο σαραντάρης που έδωσε 300 για το τραπέζι και 1000 το λογαριασμό και έχει μια γκόμενα, πώς πέρασε; Τι αισθάνεται; Πλήρης; Γρήγορα θα ξεχαστεί. Αλλά θα λέει στο φίλο, θυμάσαι πόσο καλά περάσαμε;

Θέατρο

Έχει αρχίσει να με κουράζει: η ανειλικρίνεια, η φαμφάρα – facade – αυτό που κρύβεται πίσω από την έκφραση του «θέλω» τους, η αγένεια – που είναι χείριστη στους επιφανειακά ευγενείς. Δεν με κουράζει ο έλεγχος της πραγματικότητας. Αλλά η ψευδαίσθηση ελέγχου της (ψεύτικης) πραγματικότητας. Γι αυτό ζητώ ειλικρίνεια, να λες ποιό είναι το πραγματικό σου «θέλω».

Για μένα; Το μεγάλο ζητούμενο είναι η αφαίρεση: ν’ απλουστεύσω τη ζωή μου.

——————————–