Οι εξάρσεις του νοηματοδότη

Τα κεφάλαια αυτής της ενότητας:
3c10. Το μαστίγιο τού Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου
3c20. Τα ηθελημένα κενά στο επιχείρημά του
3c40. Η μεθοδική σοφιστεία του Ι.Μ.Π.
3c50. Μνημοδόμηση: ο αυτοδοξασμός
3c60. Θυματολαγνεία: η κατάθλιψη
3c70. Ψυχικές τοξίνες: η μανία
.
Δίπλα στοv επιστάτη που παράγει πράξεις,
στέκεται ο νοηματοδότης που παράγει αντιλήψεις,
αξίες, κριτήρια, εξηγήσεις, προσδοκίες,
ακόμα και τον τρόπο που μιλάμε,
άρα που σκεφτόμαστε.

3c10. Το μαστίγιο
τού Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου

Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος (1901-1982) ἦταν μιὰ αὐθεντία τῆς ἐποχῆς του, γόνιμος συγγραφέας καὶ ἐκπαιδευτικὸς (μετέπειτα διευθυντὴς τῆς Σχολῆς ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του). Ἡ ἑρμηνεία του γιὰ τὴν ἑλληνικὴ δυσφορία ἐκδόθηκε ὡς δοκίμιο μὲ τὸν τίτλο «Ἐρήμην τῶν Ἑλλήνων: κείμενα ὀργῆς καὶ ἀνησυχίας» (Ἑταιρεία τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1993) καὶ περιέχει ἄρθρα ποὺ δημοσίευσε μέχρι τὸν Φεβρουάριο 1967.
Ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ ὅτι τὸν παρακινοῦν συναισθήματα ἀγάπης καὶ ἀπελπισίας. Περιγράφει περιστατικά με συμπεριφορές, ποὺ τὶς γνωρίζουμε διότι τὶς ζοῦμε.
Και τοὺς κολλᾶ τὶς ἑξῆς ταμπέλες: ἀδιαφορία, διγλωσσία, καχυποψία, τεμπελιά, ψευτιὰ καὶ αὐθαιρεσία. Έτσι ὁ Ι.Μ.Π. δείχνει μιὰ κοινωνία ὅπου δεσπόζουν τὰ ἀρνητικά, ἕναν ἀποκρουστικὸ ἐθνικὸ χαρακτήρα.

Ταυτόχρονα συγκρίνει αὐτὴ τὴν εἰκόνα μὲ ἐκείνη άλλων κοινωνιών ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ ἀντίθετες ταμπέλες. Δηλαδή συγκρίνει τὶς χειρότερες συμπεριφορὲς τοῦ Ἕλληνα μὲ τὶς καλύτερες τοῦ Ἐλβετοῦ, Δανού και Άγγλου.

Ένα από τα περιστατικά που περιγράφει
Λ.χ. γράφει στὴ σελίδα 14: «Ὁ προμηθευτὴς ποὺ μᾶς ἔχει ἐξαπατήσει, δὲν παύει νὰ εἶναι προμηθευτής μας. Τὸ κατάστημα, ποὺ κηρύσσεται ἀπὸ τὴν ἀστυϊατρικὴ ὑπηρεσία ἀκάθαρτο, δὲν χάνει τὴν πελατεία του. Κανένας δὲν ἀποφασίζει νὰ μπεῖ σὲ κάποιο κόπο, νὰ ὑποβληθεῖ σὲ κάποια θυσία, γιὰ νὰ τιμωρήσει ἐκεῖνον, ποὺ ἔκαμε κατάχρηση τῆς ἐμπιστοσύνης του

Ἂν διαβάζεις τὸ δοκίμιο του μὲ μιαν «α» προδιάθεση,
ὅπως εκείνη του Ι.Μ.Π., τότε πράγματι προκύπτει μιὰ ἀσπρόμαυρη εἰκόνα: λ.χ. εἴμαστε ἀδιάφοροι, πρέπει νὰ γίνουμε αὐστηροί.

Ἂν ὅμως τὸ διαβάζεις μὲ μια «β» προδιάθεση βλέπεις μιὰ συμπεριφορὰ ἀνοχῆς, κατανόησης ἢ ἐπιείκειας. Τον έγραψε ο ελεγκτής γιατί θέλει κι άλλο μπαξίσι. Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω. Ἡ ἐπιείκεια ἐξασφαλίζει τὴν προστασία σ’αυτούς ποὺ δὲν διαθέτουν ἀρκετὴ δύναμη γιὰ νὰ καλυφθοῦν ἀπὸ μόνοι τους.
Το ίδιο ισχύει και στὶς ὑπόλοιπες περιγραφές τοῦ Ι.Μ.Π. Δίπλα στὸ κάθε ἐλάττωμα ποὺ μαστιγώνει, να καὶ μιὰ ἀρετὴ ποὺ ἀποσιωπᾶ. Ας εξετάσουμε λοιπόν τα έξη μεγάλα ελαττώματα που μαστιγώνει.

3c20. Τα ηθελημένα κενά
στο επιχείρημά του

Ας βάλουμε λοιπόν να μιλήσει το κείμενό του. Εφάρμοσα την ποσοτική μέθοδο τής «ανάλυσης περιεχομένου» (content analysis) και σημείωσα τα ελαττώματα που αναφέρει πιο συχνά.
Πλάι στο κάθε ελάττωμα σημείωσα τη συμπεριφορά που επιθυμεί.
Έχουμε λοιπόν δυό στήλες: Πρώτη στήλη: τι λέει ότι βλέπει. Δεύτερη στήλη: τι επιθυμεί να βλέπει.

Ελάττωμα που καταγγέλλειΣυμπεριφορά που επιθυμεί
1. αδιαφορίααυστηρότης
2. διγλωσσίασυνέπεια
3. καχυποψίαεμπιστοσύνη
4. τεμπελιάμόχθο
5. ψευτιάειλικρίνεια
6. αυθαιρεσίαευπείθεια

Ὅποιος βλέπει την παραπάνω εικόνα, ίσως σκεφτεί πὼς αυτά τα κακά υπήρχαν ανέκαθεν και τώρα χειροτέρεψαν.

Πριν την αυτομαστίγωση, ο αυτοδοξασμός
Όμως δὲν ἦταν πάντα ἔτσι. Εἶχε προηγηθεῖ ἕνα πάθος εντελώς διαφορετικὸ, σχεδὸν ἀντίθετο, γεμάτο αυτοπεποίθηση. Ἦταν ὁ αὐτοδοξασμὸς ποὺ στήθηκε πάνω στὴ μνημοδόμηση, δηλαδὴ τὴ δημιουργικὴ προβολὴ τῆς ἱστορικῆς μνήμης.
Οἱ τότε νοηματοδότες κουνοῦσαν ἀλλιῶς τὸ σηκωμένο δάχτυλό τους. Δοξάζαν τὴν ἐθνική μας ταυτότητα καὶ τὴ ζωτικὴ δύναμη τοῦ ἔθνους, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε στὴν Πόλη. Πῶς λόξεψε λοιπόν ὁ λόγος τους, καὶ ενώ ὑμνοῦσαν τὸν ἐθνικό μας χαρακτήρα, τώρα τὸν καταγγέλλουν;

Θὰ τὸ δεις παρακάτω, μέσα ἀπὸ τὶς δύο μεγάλες καμπές όπου πρωτοστατούσαν οι νοηματοδότες μας: τὴ μνημοδόμηση καὶ τὴ θυματολαγνεία.

Αλλά πρώτα, θα εξετάσουμε τα ηθελημένα κενά τού Ι.Μ.Π., τις συμπεριφορές που παραλείπει, δηλαδή τις αρετές που γνωρίζει αλλά τις αποσιωπά, ώστε να δικαιολογεί το αυτομαστίγωμα.

Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
Ἀκόμα κι αὐτὸς ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ κοινά, δύσκολα ἀγνοεῖ τὴν ἔντονη αὐτοκριτικὴ ποὺ ἀσκοῦμε, ὡς κοινωνία, στὶς συμπεριφορές μας. Ὅταν πρωτοῆρθα στὴν Ἀθήνα ἐδῶ καὶ δυὸ γενεές, τὸ 1953, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ μανία αὐτομαστίγωσης τῶν καθηγητῶν μου: τοῦτο νὰ τὸ καταγγείλουμε, κεῖνο νὰ τὸ πατάξουμε.

Εἶχα γεννηθεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια κοιτώντας πρὸς μιὰν ἰδανικὴ μητέρα-Ἑλλάδα, καὶ μὲ θίγαν αὐτὰ ποὺ ἄκουγα. Κατόπιν παρασύρθηκα για ένα διάστημα ἀπὸ τὶς φωνὲς τῆς καταγγελίας, πιστεύοντας πὼς ἔτσι βοηθοῦσα κι ἐγὼ νὰ διορθωθεῖ τὸ «στραβὸ Ρωμέϊκο».

Αλλά είδα μὲ τὰ χρόνια, πὼς ὅσο καὶ νὰ συμφωνοῦμε μὲ τέτοιες αὐτοκριτικές, ἄλλο τόσο τὶς παραμερίζουμε στὴν πράξη. Ὑπάρχει μιὰ πρόχειρη ἐξήγηση, πὼς ἡ ἀντίφαση ὀφείλεται σὲ ὑποκρισία ἢ διγλωσσία – ἕνα ἀπὸ τὰ «ἐθνικὰ ἐλαττώματα» ποὺ καταγγέλλουμε.
Αὐτὴ τὴν ἐξήγηση ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ τὴ δεχτῶ, διότι ἡ ἀντίφαση ὑπάρχει καὶ σὲ ἀνθρώπους ἀκέραιους καὶ εἰλικρινεῖς, ντόμπρους καὶ μπεσαλῆδες.

Άλλο η κοινωνία και άλλο οι επιστάτες της
Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τὸ ἑξῆς παράδοξο: ἀπὸ τὴ μία ν’ ἀκούω τὰ χειρότερα λόγια γιὰ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ βλέπω πὼς εἶναι πολὺ καλύτερη ἀπὸ τὸ πορτραῖτο ποὺ τῆς φτιάχνουν. Ἔτσι ἄρχισα νὰ ἀμφιβάλλω. Νὰ διερωτῶμαι μήπως κάτι ἄλλο συμβαίνει.

3c40. Η μεθοδική σοφιστεία του Ι.Μ.Π.

Στο δοκίμιο όπου ὁ Ι.Μ.Π. κατήγγελλε τὰ ἐλαττώματα τῆς κοινωνίας, χρειάζεται και μια τρίτη στήλη ο πίνακας. Ἂν τὰ ὁμαδοποιήσεις μὲ βάση τὸ «ἐλάττωμα» ποὺ καταγγέλλει (λ.χ. τεμπελιά, ψευτιά, καχυποψία), τότε ο πίνακας δείχνει

(α) τί βλέπει ὁ Ι.Μ.Π.,
(β) τί θὰ ἤθελε νὰ βλέπει καὶ
(γ) τί παραλείπει να δει, ἐνῶ υπάρχει φανερά μπροστά του.

ΒλέπειἘπιθυμεῖΠαραλείπει
1. ἀδιαφορίααὐστηρότηςἀνοχή
2. διγλωσσίασυνέπειαδίνοια
3. καχυποψίαἐμπιστοσύνηἐγρήγορση
4. τεμπελιάμόχθοεὐδαιμονία
5. ψευτιάεἰλικρίνειαζύγισμα
6. αὐθαιρεσίαεὐπείθειααὐτονομοθέτηση

Ο πίνακας δείχνει τί σόϊ ἄνθρωποι «πρέπει να γίνουμε» σύμφωνα με τις καταγγελίες τοῦ Ι.Μ.Π.

Λ.χ. επιμένει στὸ ἐλάττωμα ‘τεμπελιά‘, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν ‘μόχθο‘. Ἐὰν ὅμως διαβάσεις στο δοκίμιο του μία-μία τὶς περιπτώσεις ὅπου αὐτὸς βλέπει τεμπελιά, θὰ δεις πὼς είναι καταστάσεις ὅπου δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ κόπο καὶ ἄγχος, καὶ ὅπου ὁ μόχθος δὲν θὰ εἶχε ἰδιαίτερο νόημα. Δηλαδὴ ὅπου μιὰ φυσιολογικὴ συμπεριφορὰ είναι η χαλάρωση και ἠρεμία.

Η ὁρολογία του δὲν περιέχει – δὲν θέλει νὰ περιέχει– λέξεις γιὰ τέτοιες περιπτώσεις. Ὥστε ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὸ δικό του λεξιλόγιο, νὰ υἱοθετοῦμε καὶ τη δική του άποψη.

3c50. Μνημοδόμηση: ο αυτοδοξασμός

Ἡ αὐτομαστίγωση ἔχει τὴ ρίζα της σὲ μιὰ καλὴ πρόθεση, τὴ «μνημοδόμηση», δηλαδὴ τὴ διατύπωση τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Αὐτὴ πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ «ἑλληνοκεντρισμοῦ», μιᾶς ἰδεολογίας ποὺ ζητᾶ νὰ πατᾶμε σὲ δυὸ βάρκες, δηλαδὴ νὰ γίνουμε ταυτόχρονα ἰσάξιοι καὶ τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας καὶ τοῦ Βυζαντίου.
Ἀλλὰ τί θὰ πεῖ «ἰσάξιοι»; Ὑπάρχει ἕνας δρόμος καὶ μία καταπακτή: ἢ νὰ θεμελιώσουμε τὴ φιλοδοξία στὴν δική μας πραγματικότητα, ἢ νὰ τὴ στηρίξουμε στὴ φαντασία.

Ἀκολουθήσαμε τὸ δεύτερο δρόμο. Ἀντὶ τὸ κράτος νὰ ὑπηρετεῖ τὸ ὅραμα, ὑπηρετοῦσε τὰ κόμματα.
Ἀντὶ ἡ κοινωνία νὰ ζωογονεῖται ἀπὸ τοὺς ἐτερόχθονους, τοὺς ἔκανε πέρα.
Κι ἀντὶ νὰ μιλᾶμε ὅλοι τὴν ἴδια γλώσσα, μας φόρεσαν κορσὲ τὴν καθαρεύουσα.
Μὲ ἀποτέλεσμα τὴ ριζικὴ ἀσυμμετρία ἀνάμεσα στὸν ὑψηλὸ στόχο καὶ τὰ κολοβὰ μέσα.

Τὸ χτίσιμο τῆς μνήμης
Ἡ ἀνάγκη γιὰ συναισθηματικὴ ἀσφάλεια εἶναι ἀνάγκη γιὰ αὐτοσεβασμὸ καὶ αὐτοεκτίμηση. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε πρέπει νὰ πᾶμε 7 μὲ 8 γενεὲς πίσω – δὲν εἶναι πολὺ. Στὴν ἐποχὴ ὅπου γεννήθηκε τὸ νεοελληνικὸ κράτος, σε μιὰ κοινωνία τρομαγμένη ἀπὸ τὶς σφαγὲς καὶ ζαλισμένη ἀπὸ τοὺς ἐμφύλιους πολέμους. Ὑπὸ τέτοιες συνθῆκες, ἡ ἀνάγκη γιὰ συναισθηματικὴ ἀσφάλεια δὲν ἀποτελοῦσε ἀτομικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ ἀνάγκη ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας.
«Θὰ σᾶς δείξουμε ποιανῶν ἀπόγονοι εἴμαστε» λέγει ὁ Μακρυγιάννης πρὸς τὶς Δυνάμεις, δείχνοντας μὲ αὐτὴ τὴν φράση τὸ πῶς θὰ ἐπιδιώξουμε ν’ ἀποκτήσουμε συναισθηματικὴ ἀσφάλεια, μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς νοηματοδότες τοῦ ἔθνους. Μᾶς κολακεύει ποὺ οἱ ξένοι θαυμάζουν τοὺς προγόνους μας. Τὰ πλοῖα μας λέγονται Ἀγαμέμνων καὶ Περικλῆς, τὰ παιδιά μας Ἀριστοτέλης καὶ Πλάτων. Καθὼς ζητᾶμε νὰ τοὺς φτάσουμε – ἢ νὰ τοὺς ξεπεράσουμε – ἀπολαμβάνουμε τὴν ὀμορφιὰ τῆς καταγωγῆς μας, νιώθουμε πὼς εἴμαστε μορφὴ ἀνώτερη καὶ εὐγενέστερη ἀπὸ ὅ,τι δείχνουμε. Γράφει ὁ Μακρυγιάννης: «πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν Σωκράτη, Πλάτωνα, Θεμιστοκλῆ, τὸν ὁρμητικὸ Λεωνίδα, νὰ τοὺς ποῦμε τὰ καλὰ μαντάτα: οἱ ἀπόγονοί τους, ποὺ εἶχαν χαθεῖ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, ἀναστηθῆκαν». Ἔτσι ἡ «μνημοδόμηση» ξεκινᾶ ἀπὸ καλῆ πρόθεση: μᾶς προτείνει ἕναν μαγικὸ καθρέφτη στὸν ὁποῖο, ὅσο ἀναγνωρίζουµε κάποια ὄµορφη ὄψη µας, τόσο ποθοῦμε νὰ τῆς µοιάζουµε. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ποὺ μᾶς ὀμορφαίνει, θὰ ξαναζήσει ὁ παλιὸς ρωμαλέος, ἔνδοξος, περήφανος κι ὑπέροχος ἑαυτός µας.

«Θυµᾶµαι ἄρα εἶµαι» – αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη λειτουργία τῆς μνημοδόμησης. Μὲ τὸ χτίσιμο τῆς µνήµης σχηματίζουμε μιὰ ταυτότητα ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ µποῦµε, µὲ τὸ κεφάλι ψηλά, στὸν χορὸ τῶν κρατῶν. Μαθαίνουµε τὴν Ἱστορία ποὺ µᾶς ἀναπλάθουν οἱ νοηματοδότες – πολιτικοί, δασκάλοι, συγγραφεῖς – ἐπιλέγοντας ἀπὸ τὸ παρελθὸν τὰ µέρη ποὺ µᾶς κολακεύουν, καὶ ἀποσιωπώντας τὰ ἀντίθετα.
Έτσι, όσο ἀποκτᾶµε µιὰν ἐντυπωσιακὴ ταυτότητα,
τόσο χάνουμε τὴν αὐτογνωσία.

Ἕνα µέλλον ἀντάξιο τοῦ παρελθόντος
Αὐτὴ ἦταν ἡ δεύτερη λειτουργία τῆς μνημοδόμησης.
Ἡ Μεγάλη Ἰδέα θὰ ὁδηγήσει σ’ ἕνα κράτος ἐφάµιλλο τῶν Δυνάµεων. Οἱ μελλοντικὲς ἡρωϊκὲς νίκες θὰ µᾶς δώσουν ἕνα ἀνάστηµα ἰσάξιο μὲ τῶν ξένων, ἂν ὄχι ὑψηλότερο. Αὐτὴ ἡ φιλοδοξία ξεκίνησε κατὰ τὸ 1840 γιὰ νὰ ὑπηρετεί ἀρχικὰ τοὺς κοµµατικοὺς σκοποὺς τοῦ Ἰωάννη Κωλέττη, ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τοὺς νοηματοδότες καὶ ἀγκαλιάστηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία.

Πῶς λειτουργεῖ ἡ μνημοδόμηση
Πρὶν ἕναν αἰώνα ξεριζώσαµε ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη κάθε µεσαιωνικὴ καὶ τουρκικὴ ἀναφορά, ἀφήνοντας µόνο τὰ κτίσµατα τῆς κλασικῆς «χρυσῆς ἐποχῆς». Ἦταν µιὰ πράξη αἰσθητικῆς χειρουργικῆς – ἰσιώσαµε τὴν µύτη τοῦ ἔθνους, ἀπὸ γαµψὴ βαλκανικὴ σὲ κάθετη ἀπολλώνεια – ποὺ εἶχε πλατειὰ λαϊκὴ ἀπήχηση ὅπως ὑπενθυμίζει τὸ µήνυµα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη:

Σὲ τοῦτα δῶ τὰ µάρµαρα
κακιὰ σκουριὰ δὲν πιάνει.

Ἡ ἄρνηση τῆς σύγχρονης πραγματικότητας ἁπλώθηκε καὶ στὴν γλώσσα ὅπου ἐπιστρατεύσαµε τὴν καθαρεύουσα, ὅπως καὶ τὴν Ἀκρόπολη, γιὰ νὰ ἐρεθίζει τὶς αἰσθήσεις µας ὡς ἀπόδειξη, παραίνεση καὶ ὅραμα. Ὡς ἀπόδειξη µᾶς θύµιζε τὴν ὑψηλή µας καταγωγή, ὡς παραίνεση µᾶς ἐξωθοῦσε νὰ πάρουµε τὴν Πόλη καὶ ὡς πολιτικὸ ὅραμα µᾶς ἐνέπνεε τὴν Μεγάλη Ἰδέα. Ιδού πώς μεταμορφώνουν την αὐτοπεποίθηση σὲ ἔπαρση.

Ἔτσι µείναµε τυφλοὶ στὸ µήνυµα τοῦ πολέµου µὲ τὴν Τουρκία τὸ 1897, ὅπου πήραµε µιὰ πρόγευση τοῦ 1922.

Ὑπῆρχε ἄλλη ἐπιλογὴ μνημοδόμησης;
Ἦταν ἀναπόφευκτο ἡ μνήμη νὰ πάρει αὐτὲς τὶς µορφές; Θεωρητικὰ ὄχι, διότι ὑπῆρχαν κι ἄλλα πρόσφορα παραδείγµατα στὸ παρελθόν µας. Τὰ ἔχουν ἐντοπίσει ἐργάτες τῆς μνήμης ὅπως ὁ Καβάφης, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Μαργαρίτα Γιουρσενὰρ λέγει πὼς ὁ δικός του ἀνθρωπισµὸς δὲν εἶναι ἡ ἠρωϊκὴ εἰκόνα τῆς κλασικῆς ἐποχῆς µὲ κέντρο τὴν Ἀκρόπολη. Εἶναι ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ὁ ἑλληνισµὸς τῆς περιφέρειας «ὅπου ὁ πατριωτισµὸς τῆς µόρφωσης µετροῦσε περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς φυλῆς», καὶ ποὺ ἐξαπλωνόταν µὲ τὴν κοινὴ καθοµιλουµένη γλώσσα ἀντὶ µὲ κατακτήσεις.

Μια άλλη µορφὴ της μνημοδόμησης, είχε αρχίσει νὰ ἀναπτύσσεται στὰ Ἰόνια νησιά. Οἱ διανοούµενοι τῶν Ἰονίων πῆραν στὰ σοβαρὰ τὴν κριτικὴ σκέψη τῶν κλασικῶν καὶ ἄρχισαν νὰ τὴν ἐφαρµόζουν πρακτικά, σὲ ἀντίθεση µὲ τοὺς Ἀθηναίους ροµαντικοὺς ποὺ χρησιµοποιοῦσαν τὴν κλασικὴ ἰδέα γιὰ να καλλωπίζουν μια βαυαρο-μανιάτικη πραγματικότητα. Η ἐναλλακτικὴ μνημοδόμηση ποὺ µποροῦσαν νὰ εἰσφέρουν τὰ Ἰόνια, επηρεασμένη από τους Ιταλούς και τους Άγγλους, ἀτόνησε µὲ τὴν ἐνσωµάτωσή τους τὸ 1864 στὸ ἑλληνικὸ κράτος. Στὴ θεωρία, αυτή ἦταν ἡ ἄλλη ἐπιλογή. Ὅμως στὴν πράξη, τὸ κλασικό ὅραμα της Αθήνας ἦταν τόσο γοητευτικὸ, ποὺ ὅλοι τὸ ἀγκαλιάσαμε.

Ἡ ὀµορφιὰ τῆς παγίδας
Ἡ προτίµηση ποὺ ἀσκήσαµε εἶχε συνέπειες θετικὲς καὶ ἀρνητικές. Ὑπῆρξε πρῶτα ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ἠρωϊκοῦ ὀράµατος ὅπου ὁ «µικρός» µὲ µιὰ δρασκελιὰ φτάνει στὸ «θαῦµα». Περνώντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν νότιο Ρωσία ὁ Πλαστήρας εὐχαριστεῖ τὴν Θεία Πρόνοια: «πρὶν ἀπὸ ἐξήµισυ χρόνια ἐξεκίνησα ἀπὸ τὴν Μελούνα µὲ τὴν µικρὴ ἐλπίδα πὼς µπορῶ νὰ ἰδῶ τὴν Θεσσαλονίκη. Καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ ἕξη χρόνια ἀγῶνες καὶ δεκάδες µαχῶν νά εἰµαι στὴν Ἁγιὰ Σοφιά… »
Καὶ τί δὲν ἀποτολµούσαµε γιὰ νὰ φανούµε ἀντάξιοι τῶν µνηµῶν µας! Οἱ ὡραιότεροι ἄνθρωποι ποὺ γεννοῦσε ὁ τόπος ἔβγαιναν στὴν πρώτη γραµµὴ ὑπακούοντας σὲ µιὰν ἐσωτερικὴ φωνή, ἀψηφώντας τὴν ἀπελπισία καὶ τὸν θάνατο γιὰ µιὰν ἠθικὴ ἀµοιβὴ καὶ ναί, χάρη σ’ αὐτούς, νιώσαµε ξανὰ τί θὰ πεῖ µεγαλεῖο. Ἄραγε ἐµεῖς, οἱ ἀπογοητευµένοι τῆς μνημοδόμησης, θὰ εἴχαµε κάποια κοινὴ γλώσσα γιὰ νὰ συνοµιλήσουµε ποτὲ µὲ κείνους;

Σήµερα πλέον βλέπεις καθαρὰ ἡ παγίδα ποὺ φτιάξαμε γιὰ τὸν ἑαυτό µας, καὶ ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν καταστροφή. Τότε όμως τότε κανεὶς δὲν µποροῦσε νὰ διανοηθεῖ πὼς οἱ πραγµατικές µας δυνάµεις δὲν ἦταν ταυτόσηµες µὲ τὶς µυθικές µας ἱκανότητες. Σ’ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τῶν ἀναπτερωµένων ἐλπίδων, ἐγείραµε ὑπερβολικὲς ἀπαιτήσεις ἀπέναντι στοὺς ἑαυτούς µας ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὸν ὑπόλοιπο κόσµο, διότι ζούσαµε σ’ ἕναν «Πλατωνικό κόσμο», ἕνα ιδανικό πλάσµα µυαλοῦ. Σκοπὸς τοῦ πλάσµατος ἦταν νὰ µᾶς δίνει βεβαιότητες, συναισθηµατικὴ ἀσφάλεια, ὄχι νὰ µετρᾶ πολεµοφόδια, συµµαχίες καὶ ἄλλα πεζὰ καὶ βαρετά πράγματα.

Ἀλλὰ καὶ νὰ εἴχαµε κερδίσει τοὺς πολέµους µας, πάλι ἔµενε µιὰ ὕστατη παγίδα στὴν ὁποία ἕνα µεγάλο µέρος τῆς κοινωνίας µας συνεχίζει νὰ πέφτει µὲ τὰ µοῦτρα: Ἑλλάδα, εἶσαι κέντρο τῆς Οἰκουµένης. Τὸ πνεῦµα σου ἀκτινοβολεῖ αἰώνια. Οἱ ξένοι µᾶς ζηλεύουνε καὶ µᾶς ἐποφθαλµιοῦν. Ζώνουµε τὴν Ἀκρόπολη µὲ ἀντιπυρηνικὲς ἀνθρώπινες ἀσπίδες. «Ἡ Ἑλλάδα πιστεύει ὅτι… » λένε ἀγέρωχοι οἱ ὑπουργοί µας, καὶ το Σύμπαν κρατᾶ τὴν ανάσα του.

Εἶναι πράγµατι δύσκολο γιὰ ἕναν µικρὸ λαό, ἀνασφαλῆ καὶ µπερδεµένο, δηµιουργικὸ κι ἐνθουσιώδη, νὰ κάνει πέρα τὴν αὐτοκρατορική του ἀνάµνηση, καὶ νὰ παραδεχτεῖ πὼς κατοικεῖ σ’ ἕνα ἀσήµαντο πλέον κρατίδιο – µὲ ὅλες τὶς ἔννοιες τοῦ ὅρου – κοιτάζοντας τὸν ἑαυτό του ὅπως θὰ τὸν ἔβλεπε ἕνας τρίτος, καλοπροαίρετος παρατηρητής.

3c60. Θυματολαγνεία: η κατάθλιψη

Πῶς ὁδήγησε ἡ μνημοδόμηση στὴ θυματολαγνεία;
Ὑπῆρξαν τρία βήματα. Πρῶτα το στάδιο ἔξαρσης, τὴ «Μεγάλη Ἰδέα»: νὰ ἐπεκτείνουμε τὸ ἑλληνικὸ κράτος μέχρι τὰ ὅρια ποὺ ἐκάλυπτε τὸ ἔθνος.Ὕστερα ἡ ἔξαρση μεταμορφώθηκε σὲ συμφορὰ τὸ 1920 μὲ τὴν ἀλλαγὴ κυβέρνησης. Τέλος, αυτή η νέα κυβέρνηση ὁδήγησε τὸ 1922 στὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή.
Η συντριβὴ τοῦ ὁράματος εἶχε δυὸ συνέπειες:
(α) τὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα – δηλαδὴ ἀπὸ
τὴν εὐθύνη τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν ψῆφο του τὸ 1920, καὶ
(β) τὴν ἐπένδυση στὴ θυματολαγνεία, ἀντὶ στο θάρρος
γιὰ μετάνοια, ἐπούλωση κι ἀνάκαμψη.

Καὶ πῶς, ἀπὸ ἐκεῖ, γεννήθηκε ἡ αὐτομαστίγωση;
Εδώ συμβαίνει κάτι παράδοξο. Γιατί νὰ λέμε ἀπὸ τὴ μία πὼς φταῖνε οἱ ἄλλοι, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ θέλουμε την αυτομαστίγωση;
Θα προσπαθήσουμε να βρούμε την απάντηση στην ανατομία της θυματολαγνείας ποὺ ἀκολουθεῖ.

Ἡ ἥττα ὡς θρίαμβος
Ἡ θυµατολαγνεία εἶναι ἕνα μικτὸ συναίσθηµα. Περιέχει λύπηση ἀλλὰ καὶ εὐχαρίστηση, ὅπως δείχνει τὸ δεύτερο συστατικὸ τῆς λέξης. Ἡ θυµατολαγνεία µᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἰσπράττουµε τόκους ἀπὸ ὀδύνες ποὺ δὲν νιώσαµε, ὅπως καὶ ἡ μνημοδόμηση µᾶς δίνει µἐρίσµατα ἀπὸ ἐπενδύσεις ποὺ δὲν κάναµε.
Πλησιάζουµε τὸ αὐτὶ ἐκεῖ ποὺ τὰ κύτταρα τῆς συνείδησης ἀκουµποῦν σὲ κεῖνα τοῦ ὀνείρου, στὸ χῶρο τοῦ ρεµπέτικου: «σκληρὴ µὲ πρόδωσες, ἂχ τί µοὔκανες. Μὰ θὰ τὸ ὑποστῶ κι αὐτό, µὲ λεβεντιὰ καὶ πόνο». Τοῦτο τὸ μέρος τοῦ νοῦ ἐκπέµπει κύµατα νοσταλγίας, ἀπελπισίας, καϋµοῦ. Τρέφεται ἀπὸ τὴν λύπηση ποὺ νιώθεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου, σὰν θύµα ἀθῶο ἀλλὰ καρτερικὸ εἴτε µιᾶς γυναίκας, εἴτε τῆς κοινωνίας, ἤ – ἐὰν τὸ δοῦµε ἐθνικά – σὰν θύµα ἡρωϊκὸ τῶν ξένων ποὺ µᾶς βάλανε στὸ µάτι. Αὐτὰ τὰ κύτταρα ὑπῆρχαν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ ρεµπέτικο:

Ἐκεῖ µέσα ἐκατοικοῦσε
Πικραµένη ἐντροπαλὴ
Κι ἕνα στόµα ἐκαρτεροῦσε
«Ἔλα πάλι» νὰ τῆς πεῖ

ὅπως ἔγραψε ὁ ἐθνικός μας ποιητής. Κύτταρα ἡρωϊκά-μαζοχιστικά, ἀπολαμβάνουν τὴν ἀπώλεια τῆς αίγλης που επιδιώκαμε, καὶ πάλλονται μὲ τὸ κράμα μοιρολατρίας καὶ ἡρωϊσμοῦ ποὺ διεγείρουν μάστορες ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ρίτσος, ὁ Θεοδωράκης.

Βάλσαμο καὶ ἀνακούφιση
Ἡ θυματολαγνεία ρίζωσε βαθιὰ στὴν κοινωνία μας
διότι ἦταν τὸ μόνο βάλσαμο ποὺ μποροῦσε κάπως
νὰ ἀνακουφίσει τὸ γκρέμισμα τοῦ ὁράματος.
Γράφει ὁ Πλαστήρας μετὰ τὴν ὑποχώρηση ἀπὸ τὸ Σαγγάριο: «Κοντεύει νὰ μοῦ φύγει τὸ μυαλὸ ὅταν συλλογίζομαι ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Σμύρνη… Αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀνεχθοῦμε,
γιατὶ θὰ ἔχουμε τὴν κατάρα ὅλης τῆς φυλῆς».

Η ἥττα τοῦ 1922 δὲν ἦταν μόνο ἡ ἀποτυχία τῆς μνημοδόμησης, οὔτε κὰν ἁπλῶς μιὰ ἐθνικὴ καταστροφή.

Αν διατηρούσαμε τὴν αὐτοπεποίθησή μας, σὲ λίγα χρόνια θὰ ανακάμπταμε όπως εκείνοι ποὺ ηττήθηκαν σὲ κάποιο πόλεμο -Γερμανία, Ἰταλία, Ἰαπωνία- και θ’αναζητούσαμε λ.χ. την εὐημερία. Ἀλλὰ πήραμε άλλο δρόμο. Ἔχοντας ἐπενδύσει τὴν αὐτοπεποίθησή μας στὸ. νικηφόρο ἡρωισμό, τὴν χάναμε ὁριστικά.

Εἴχαμε ἀρνηθεῖ πεισματικὰ πως ἤμασταν κοινοὶ θνητοί,
καὶ τώρα θὰ πηγαίναμε στὴν ἄλλη ἄκρη, τῆς μαύρης κατάθλιψης.
Τὸ 1922 προκάλεσε μιὰ αἴσθηση ἐξευτελισμοῦ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν παραδεχτήκαμε καὶ μιὰν ἀηδία ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν συγχωρέσουμε, οὔτε καὶ σήμερα. Πότε θὰ ξέρουμε ἐὰν ξεπεράσαμε αὐτὸ τὸ τραῦμα; Ὅταν θὰ μποροῦμε νὰ προφέρουμε τὴν λέξη «Ἰσταμπούλ».
Ἐγὼ δὲν μπορῶ.

Ἀπὸ τότε, τὸ πάθος νὰ ξεπλύνουμε τὸ μίασμα πῆρε πολλὲς μορφές. Ἡ ἡρωϊκότερη ἐκδήλωσή του ἦταν ὁ ἐπικὸς ἐνθουσιασμὸς – μήπως ἦταν ἐκδικητικὴ μανία; – τοῦ 1940, ἐὰν δοῦμε τὸ ΟΧΙ τοῦ Μεταξὰ σὰν ἄρνηση νὰ ὑποστοῦμε καὶ ἄλλη προσβολή. Ἡ 28η Ὀκτωβρίου προσπαθεῖ νὰ ξεπλύνει τὸ ’22, καὶ γι’ αὐτὸ τὴν κάναμε δεύτερη Ἐθνικὴ Γιορτή.

Αχ βρε Βουλγαροκτόνε!
Οἱ ἀντιδράσεις τῆς θυματολαγνείας εἶναι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς ξαναδίνουν κάποιον αὐτοσεβασμό. Δὲν μπορούσαμε νὰ ’μαστε ἡρωικοὶ νικητές; Ἔ, τότε θὰ εἴμαστε ἡρωικοὶ ἡττημένοι. Ἀποτυγχάνω ὡς νικητής, ἀλλὰ θὰ πετύχω ὡς θύμα. Ἡ ἀνάγκη γιὰ συναισθηματικὴ ἀσφάλεια καταβρόχθιζε ὅ,τι εὕρισκε μπροστά της.

Εὐτυχῶς, ἡ διέξοδος στὸ ἀγχωτικὸ πρόβλημα τοῦ αὐτοσεβασμοῦ ὑπῆρχε ἤδη ἕτοιμη, πλατιὰ στρωμένη καὶ βατὴ ἀπὸ αἰῶνες ἐξοικείωσης. Πρότυπα τοῦ ἡρωικοῦ θύματος διαθέτουμε ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Λεωνίδα: πέφτουμε στὶς Θερμοπύλες καὶ στὰ τείχη τῆς Πόλης, γκρεμιζόμαστε στὸ Ζάλογγο, τιναζόμαστε στὸ Ἀρκάδι.

Τί ἀτυχία, γιὰ τὴν θυματολαγνεία, ποὺ νίκησε ὁ Βασίλειος Boυλγαροκτόνος! Ἐὰν ἔχανε, τότε θὰ εἴχαμε γιορτὲς στὸ Στάδιο ὅπου 10.000 παιδάκια μὲ κόκκινα μαντήλια στὰ μάτια θὰ παρέλαυναν κουτουλώντας μπρὸς στοὺς περήφανους δασκάλους καὶ ὑπουργούς. Θὰ ξεπερνούσαμε ἄνετα τοὺς Καθολικοὺς μὲ τὸν Ἅγιο Σεβαστιανό τους, ποὺ καρφωμένος μὲ 10 βέλη χαμογελᾶ ἐκστατικά, δεμένος στὴν κολώνα του.

Ἡ λύση τῶν Σέρβων
Τὸ πλεονέκτημα αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς – τὸ μειονέκτημά της θὰ φανεῖ ἀργότερα – εἶναι πὼς μεταφέρει τὴν ἀνάγκη ν’ ἀποδείξουμε τὴν ἀξία μας ἀπὸ τὸν ὑλικὸ χῶρο σ’ ἕναν ἠθικὸ χῶρο ὅπου καὶ διαπρέπουμε. Δὲν εἴμαστε οἱ μόνοι. Ἡ ἐθνικὴ μυθολογία τῶν Σέρβων μετατρέπει σὲ ἠθικὴ νίκη τὴν στρατιωτικὴ ἥττα τοῦ 1389 ποὺ ἐγκαινίασε τὴν δική τους τουρκοκρατία. Στὴν παραμονὴ τῆς κρίσιμης μάχης, λέει ἡ παράδοση, ἕνα περιστέρι ἦρθε στ’ ὄνειρο τοῦ σέρβου βασιλιᾶ Λάζαρου, μ’ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Παναγία ποὺ τὸν εἰδοποιοῦσε: «Στὴν αὐριανὴ μάχη θὰ πρέπει νὰ διαλέξεις. Ἐὰν προτιμᾶς τὸ βασίλειο τῆς γῆς, τότε θὰ νικήσεις. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ κερδίσεις τὸ βασίλειο τῶν οὐρανῶν, πρὸς τί αὐτὴ ἡ ματαιότης;»

Ἔτσι κι ἐμεῖς. Δὲν ἦταν μικρὴ ἡ ἥττα µας στὸν χῶρο τῆς πραγματικότητας: γι’ αὐτό, ἔπρεπε νὰ ’ναι ἄπλετη ἡ ἀποζηµίωση µας στὸν ἠθικὸ χῶρο. Ἀπὸ κεῖ ποὺ κοπιάζαµε νὰ φανοῦµε ἐφάµιλλοι τῶν ἄλλων στὸν ὑλικὸ κόσμο, ἀποκτήσαµε στὸ συμβολικὸ κόσμο ἕνα ἠθικὸ ἀνάστηµα ποὺ µᾶς δείχνει ἀνώτερους.
Σκαρφαλωµένοι στὰ πτώµατά µας, κοιτᾶµε τοὺς ἄλλους ἀφ’ ὑψηλοῦ. Μετατρέψαμε την υλική ζημιά σε ηθικό κέρδος. Και με αυτό το τέχνασμα, παράγουμε την αυταπάτη της συναισθηματικής ασφάλειας, για όσους την έχουν ανάγκη.

Μιά χρήσιμη λαγνεία
Ἡ θυµατολαγνεία µᾶς ἀποζηµιώνει πολλαπλῶς. Πρῶτα, µὲ τὸ ξαλάφρωµα ἀπὸ τὶς εὐθύνες. Ὅσο χειρότερα ἔχω τραυματιστεῖ, τόσο λιγότερο εὐθύνοµαι γιὰ ὅ,τι µοὗ συµβαίνει καὶ γιὰ ὅσα πράττω. Μειώνει τὶς εὐθύνες καὶ αὐξάνει τὰ δικαιώµατα: ὅποιος ὑποφέρει περισσότερο, κερδίζει µεγαλύτερα δικαιώµατα.
Ὅµως ἐκεῖ ποὺ ἡ θυµατολαγνεία µᾶς ἀποζηµιώνει καλύτερα, εἶναι στὸ στήσιμο τῆς προσωπικῆς ταυτότητας. Σοῦ δίνει ρόλους ποὺ µπορεῖς νὰ παίζεις µὲ φυσικότητα, καὶ πρῶτα ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου. Ἕνας ἄνετος ρόλος εἶναι ὁ ἀσυµβίβαστος, µιὰ ταυτότητα ποὺ σχεδὸν ὅλοι τὴν προβάρουµε, ἀπὸ τὸ φρικιὸ µὲ τὸ µπουφὰν µἔχρι τὸν πολιτικὸ δίχως γραβάτα, ντυσίµατα ποὺ χαστουκίζουν τὸ κατεστηµένο. Νόµος του εἶναι ἡ μερακλίδικη λεβεντιὰ καὶ στάση του ἡ ἡρωικὴ πόζα τοῦ ἀντάρτη: «δὲν τὰ θέλει τὰ παλάτια, ὅλα τὰ περιφρονεῖ».
Στὴν πραγματικότητα, ὁ δικός µας ἀσυµβίβαστος µὲ τὸ ἕνα χέρι ἀπωθεῖ τὸ κατεστημένο καὶ µὲ τὸ ἄλλο ψηλαφεῖ τὰ ἀγαθά του. Ἐπιδιώκει τὴν σύγκρουση ὄχι στὸν ὑλικὸ κόσµο, ἀλλὰ στὸν ἠθικό, ὅπου δεσπόζει ἡ ἀλήθεια τῆς ἐπιθυµίας: ἕνα ἐσωτερικὸ ὄνειρο δόξας, ὀμορφιᾶς καὶ δύναµης, ποὺ πάντα µᾶς συγκινεῖ.

Είχαμε ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴ θυματολαγνεία;
Μπορῶ τὴ συμφορά μου νὰ τὴν ἀντιµετωπίσω µὲ φυγὴ
ἢ µὲ ἀποδοχή. Ὁ δρόµος ποὺ δὲν πήραµε, τῆς ἐνοχῆς,
θὰ µᾶς βοηθοῦσε νὰ πενθήσουμε καὶ νὰ ἀναλάβουµε τὸ βάρος τῆς εὐθύνης. Ἀντιθέτως, ὁ δρόµος τῆς θυµατολαγνείας ὁδήγησε στὴν ἀπόρριψη τῆς εὐθύνης, διότι τελικὰ εἶναι ἕνας δρόµος ἔπαρσης.
Ἀντὶ νὰ δεχτῶ τὸ φταιξιµό µου, ὥστε νὰ τὸ διορθώσω, ἀρνοῦµαι πὼς ἡ ἀποτυχία εἶναι δική µου καὶ ἐπανακτῶ τὴν ὑπεροχή µου µὲ µιὰ νέα ἐπιτυχία, ὡς θύµα ἀναµάρτητο καὶ µάρτυρας καρτερικός.

3c70. Ψυχικές τοξίνες: η μανία

Ὅταν κατέρρευσε ὁ αὐτοσεβασμός, ἄλλοι μελαγχόλησαν καὶ ἄλλοι ἀναζήτησαν ἀντίδοτα.
Ὑπάρχουν ὑγιῆ ἀντίδοτα: ἡ εἰλικρίνεια κι ὁ ρεαλισμός, ἡ δυσπιστία στὴ ρητορεία. Τὸ γνῶθι σαυτὸν καὶ ἡ ἐπούλωση. Ποιοί τὰ προτίμησαν; Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς βρούμε, ἡ φωνή τους δὲν ἀκούγεται.

Οἱ νοηματοδότες μας προτίμησαν πιο δραστικά ἀντίδοτα, ποὺ ἦταν τοξικά. Τὸ γάντζωμα στὴν «πνευματική» ὑπεροχή. Τὴ λύσσα γιὰ ἀσυλία καὶ ἀκαταδίωκτο. Καὶ τὴν ἀπαίτηση οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς προσκυνᾶνε.

Πνευματομανία
Νιώθεις ἠθικὴ ἀνωτερότητα διότι διαθέτεις ἕνα µυστικὸ ὅπλο, µοναδικὸ στὸν κόσµο, ἕνα «πνεῦµα» ἀκατανίκητο, µιὰ ποιότητα ποὺ κατανικᾶ κάθε ποσότητα. Καλὰ τὸ λέει ὁ ἡγέτης µας: «Στὸν στίβο τὸν πνευµατικό, ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια κρατοῦµε τὸ µυστικὸ αἰωνίου θριάµβου».
Ἐξηγεῖ µιὰ πηγὴ τῆς διάνοιας: «Μοναδικὸ κεφάλαιο τῶν Ἑλλήνων εἶναι τὸ πνεῦµα… ποὺ στὴν µὲν Ἀνατολὴ πνίγεται ἀπὸ τὸ τυφλὸ ὀµαδικὸ αἴσθηµα, στὴν δὲ Δύση ἀπὸ τὴν ψυχρὴ ἀτοµικὴ λογικὴ καὶ τὶς τεχνικὲς ἐπιταγές της».

Ὁπότε, ὅταν διαθέτουµε τέτοια υπέροπλα, πρὸς τί ἡ ἅµιλλα στὸν κόσµο τῶν ὑλικῶν κατακτήσεων; Δὲν µᾶς πειράζει νὰ εἴµαστε ξερότοπος διότι, ὅπως γράφει ὁ λογοτέχνης, «τὴν πείνα µας ξεγελᾶµε µ’ ἕνα τσαµπὶ σταφύλι, µὲ δυὸ σύκα, µὲ µἰὰ φούχτα ἐλιὲς – µὰ ἡ ἀπαράµιλλη γεύση ποὺ µᾶς ἀφήνουν στὸ στόµα, χορταίνει τὴν ψυχή µας».

Εἶναι φυσικό τότε, νὰ συγκεντρώνουµε τὸ µεγαλύτερο ποσοστὸ παρεξηγημένων μεγαλοφυϊῶν – καλλιτέχνες, συγγραφεῖς, φιλοσόφους, πολιτικούς – διότι ἀναπαριστοῦν στὸ πρόσωπό τους τὴν µοἴρα τῆς Ἑλλάδας πού, ὅπως πικραµένα γράφει ὁ δηµοσιογράφος, «κωπηλατεῖ µατωµένη, νηστικιά, µαστιγωµένη δούλα, στὰ πέλαγα τῆς δυτικῆς «προστασίας» καὶ τῶν ξένων συµφερόντων».

Τὸ «πνεῦµα» ἔχει καὶ πρακτικὴ χρησιµότητα
Φοβᾶµαι τὴν σύγκριση καὶ τὸ ρίσκο τῆς ἀποτυχίας; Τότε τὸ πνεῦµα γίνεται ἀερόστατο καὶ µὲ µἐταφέρει ὑπεράνω τοῦ στίβου, ἐκτὸς συναγωνισµοῦ. Εἶµαι ἀνασφαλὴς καὶ δὲν θέλω νὰ µὲ κρίνουν; Τότε τὸ πνεύµα γίνεται ἀσπίδα µπρὸς στὸ σύστηµα ἀξιῶν ποὺ µπορεῖ νὰ µὲ βγάλει σκάρτο:
Δὲν ἔχεις δικαίωµα νὰ µὲ αξιολογείς µὲ τὰ δυτικά σου κριτήρια διότι δὲν διαθέτεις περγαµηνές – ὅταν ἐσεῖς γρυλλίζατε στὶς σπηλιές, ἐµεῖς φτιάχναµε µεγαλέξανδρους.

Ἐὰν πάλι ὁ κριτὴς εἶναι ἠµεδαπός, πάλι θὰ τοῦ ζητήσω περγαµηνὲς ἐγκυρότητας ἀπὸ τὶς ὁποῖες διαθέτω πάντα περισσότερες – ἀλλιῶς πῶς θὰ ἤµουν ὑπεράνω κριτικῆς;

Ἀσυλία
«Μὲ ἄφησε ὁ καθηγητής µου» εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ θύµατος, ὅπως ἡ δηµιουργία ἐπιτροπῶν εἶναι ἡ φυγὴ µπρὸς στὴν πιθανότητα ἀποτυχίας: ὅταν ὅλοι εὐθύνονται, τότε κανεὶς δὲν εὐθύνεται. Εἴμαστε ἀθῶοι καὶ μάρτυρες: οἱ ἄλλοι φταῖνε γιὰ τὸ κάθε τι, ἐµεῖς γιὰ τίποτε. Ἀρκετὸ βάρος ἐνοχῆς κουβαλᾶµε, καήκαµε στὸν χυλὸ καὶ θὰ φυσᾶµε τὸ γιαούρτι.
Δὲν εὐθυνόµαστε ποὺ δὲν μπορέσαμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε µόνοι µας, οὔτε τὸ ’21 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οὔτε τὸ ’44 ἀπὸ τοὺς Γερµανούς, οὔτε τὸ ’74 ἀπὸ τὴν χούντα.

Κι ἂν σκοτωνόµαστε µεταξύ µας γιὰ τὰ λίγα ποὺ µᾶς χωρίζουν ἀντὶ νὰ συµφωνούµε στὰ πολλὰ ποὺ µᾶς ἑνώνουν, πάλι φταῖνε ἄλλοι. Παραποιοῦµε τὴν ἱστορία µας γιὰ νὰ µὴν ἀναλάβουμε τὶς εὐθύνες καὶ τὴν ἐνοχὴ γιὰ τὸ διχασµό, τὴ µικρασιατικὴ καταστροφή, τὴ µεταξικὴ δικτατορία, τὸν ἐµφύλιο πόλεµο, τὴ χούντα τοῦ ’67 ἢ γιὰ τὰ σηµερινή κατάντια του κράτους.

Όταν κανεὶς δὲν φταίει, τότε κανεὶς δὲν διορθώνει. Μα καὶ νὰ ἤθελε νὰ διορθώσει κάτι, πῶς νὰ τὸ πράξει απέναντι στους σατανάδες τῶν «γνωστῶν κυκλωμάτων φθορᾶς καὶ ἀποσταθεροποίησης, µὲ καθοδήγηση ἀπὸ ξένα κέντρα»; Ἡ θυµατολαγνεία ἀρνεῖται κάθε ἐνοχή, ἄρα καὶ δυνατότητα γιὰ αὐτοκριτική, μετάνοια καὶ ἀνάνηψη. Είναι µιὰ ἐκδήλωση συλλογικῆς ἀνικανότητας σὲ µιὰ ζωτικὴ λειτουργία, διότι παραποιεῖ τὴν πραγματικότητα, καὶ μαζί τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ µας, ὡς μέρος αὐτῆς τῆς πραγματικότητας.

Ὅταν αὐτὸ εἶναι παραδεκτὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία, γιατί νὰ µὴν ἐπωφελοῦνται καὶ οι επιστάτες μας;
Ἐκεῖνος ποὺ ἀνέλαβε μιαν ἁρµοδιότητα – νοµαρχία, ὑπουργεῖο, κυβέρνηση – καὶ τὰ κάνει θάλασσα, γιατί νὰ νιώσει ἀνάγκη νὰ λογοδοτήσει, ἢ ὑποχρέωση νὰ παραιτηθεῖ;

Τὶς μεθόδους γιὰ ν’ ἀποφεύγουμε εὐθύνες κι ἐνοχές,
τὶς µεταδίδει κάθε γενιὰ στὴν ἐποµένη, µέσα ἀπὸ τὸ ἐκπαιδευτικὸ µἂς σύστηµα καὶ τὶς πολιτικές µας µυθοπλασίες. Γι’ αὐτό, κάνουν λάθος ὅσοι νοµίζουν ὅτι ὅλα αὐτὰ συµβαίνουν ἐπειδὴ «εἴµαστε ἀγράµµατοι» καὶ ὅτι θ’ ἀλλάξουν «ὅταν µορφωθοῦµε». Ἀποφεύγουν νὰ δοῦν πὼς οἱ πιὸ ἔνοχοι ἀπ’ ὅλους, σ’αὐτὴ τὴν φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγµατικότητα, εἶναι οἱ πολιτικές και πνευματικές μας ηγεσίες.

Ἀπαίτηση
Ἄλλη ἰδιαιτερότητα, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ τὴν καταλάβει ἕνας τρίτος, εἶναι ἡ φαινοµενικὴ ἀχαριστία µας. Ναί, χρειαζόµαστε τὴν βοήθεια τῶν ἰσχυρῶν καὶ πλουσίων συγγενῶν µας, διότι δὲν µποροῦµε νὰ ξελασπώνουµε µόνοι µας. Ὅµως, ἀγαπητὰ ξαδέλφια, αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ εὐεργετική σας πράξη µᾶς ἐξευτελίζει, γι’αὐτό -συγνώµη- εἶναι ἀδύνατο νὰ λέμε «εὐχαριστῶ».

Δὲν καταλαβαίνετε, µπερδεµένοι συγγενεῖς, ὅτι πρέπει νὰ µᾶς παρακαλᾶτε νὰ δεχτοῦµε τὴν βοήθειά σας, ἐµεῖς νὰ ἀρνούµαστε, καὶ ξανὰ νὰ επιμένετε – ὅπως πείθουν τοὺς φιλοξενούµενους στὸ τραπέζι νὰ πάρουν δεύτερη µερίδα; Ὅτι πρέπει νὰ είμαστε παράλογοι καὶ νὰ τὸ ἀποδέχεστε, γιὰ νὰ σιγουρευτούµε πὼς πράγµατι νοιάζεστε;

Δεχτεῖτε ἐπιτέλους, ἀφελείς ἀπόγονοι καὶ σεῖς τῶν δικῶν µας προγόνων, ὅτι πρέπει νὰ µᾶς ἀγαπᾶτε ἀκόµα καὶ ὅταν σᾶς βρίζουµε – προπαντὸς τότε.
Καὶ γιατί νὰ µὴν σᾶς βρίζουµε ὅταν µᾶς µιλᾶτε ὡς ἴσοι πρὸς ἴσους; Θὰ προτιµούσαµε νὰ µᾶς ἱκετεύατε: τότε θὰ νιώθαµε λιγότερη ἐχθρότητα, ἀκόµα καὶ ἂν µᾶς δίνατε τὰ µισά, ἀρκεῖ νὰ τὰ δίνατε γονατιστοί.
Θὰ νιώθαµε λιγότερη ἐχθρότητα αν µᾶς ἱκετεύατε, ἀκόµα καὶ ἂν µᾶς δίνατε τὰ µισά – ἀρκεῖ νὰ τὰ δίνατε γονατιστοί.

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Προχωράς στα επόμενα:
<<3d. Οι δίκοπες αρετές στην Ελλάδα>>
β) Επιστρέφεις από εκεί που ήρθες:
<<3. Ελλάς Οδηγίες Χρήσης>>

.