3. Προς το παλιό λιμάνι

3ος περίπατος: προς το Παλιό Λιμάνι

Σημείωση 8.7.2011: αυτή τη ξενάγηση στις Σπέτσες την έγραψε, μετά από λεπτομερή επιτόπια έρευνα, ο Πέτρος Χαριτάτος. Εκδόθηκε ως βιβλίο με τίτλο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες» (2004) και περιέχει 5 διαδρομές στην πόλη των Σπετσών.

Στην συνέχεια ο Π.Χ πρόσθεσε την 6η διαδρομή που αφορά τις παραλίες, με επίσκεψη από την θάλασσα και τον περιφερειακό δρόμο.

Η 7η διαδρομή αφορά το βουνό των Σπετσών.

3ος περίπατος: προς το Παλιό Λιμάνι

Οι Σπέτσες έχουν δυο λιμάνια που ανήκουν σε δυο εποχές. Το αρχικό λιμάνι – που θα επισκεφθούμε τώρα – είχε διεθνή σημασία: από αυτό εξορμούσαν εκατοντάδες ιστιοφόρα που διασχίζαν τη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Το δεύτερο – της Ντάπιας – είναι μόνο τοπικής σημασίας, ένα άβολο λιμανάκι που ούτε φτάνει πια για τα τρόφιμα και τα τσιμέντα που ζητά ο τουρισμός. Γι’αυτό είναι δύσκολο σήμερα να φανταστούμε τι αντιπροσώπευε το Παλιό Λιμάνι. Μια καλή εικόνα μας τη δίνει η πανοραμική φωτογραφία που υπάρχει στο Μουσείο Σπετσών, στο αρχοντικό Χατζηγιάννη Μέξη (βλ. 4ο περίπατο προς Ανάληψη) που δείχνει πώς ήταν η περιοχή το 1868.

Το περίπτερο του Στέλιου

Ο Στέλιος Βατικιώτης με τον ανηψιό του Δημήτρη

Για το πρώτο τμήμα του περιπάτου, υπάρχουν δύο εναλλακτικές διαδρομές, που και οι δύο αξίζουν τον κόπο. Η μια οδηγεί ίσια πάνω στον εσωτερικό δρόμο με την Καποδιστριακή Στέγη και τον Άγιο Νικόλαο, ενώ η άλλη ακολουθεί την παραλία με τα αρχοντικά. Και οι δύο διαδρομές ξεκινούν από την περιοχή Δώδεκα Μαγαζιά (3/1) και συγκεκριμένα από το περίπτερο του Στέλιου, που είναι κάτι παραπάνω από ένα κατάστημα: το έπαθλο μιας πάλης απέναντι σε συντριπτικές δυνάμεις. Το 1942, αρρώστησαν οκτώ παιδιά στις Σπέτσες με πολυομυελίτιδα, ο Στέλιος Βατικιώτης πιο σοβαρά απ’ όλους. Ήταν έξη χρονών. Εξηγεί: «Καθόμουν σ’ ένα καροτσάκι που ήταν σαν ψιλικατζίδικο. Όταν ξεκίνησα την δουλειά, δεν ήξερα γράμματα. Για να μη με κοροϊδεύουν όταν αγόραζα, έφτιαξα μόνος μου έναν τρόπο για να κάνω τους λογαριασμούς, με δικά μου σημάδια. Το κάθε σημάδι ήταν κι ένα νούμερο. Έτσι μπορούσα να ξέρω πόσο αγόραζα και πόσο πουλούσα. Μετά, ζήτησα από μια δασκάλα να μου μάθει να διαβάζω. Τότε ήμουν δέκα χρονών. Δεν είχα πολλά λεφτά. Της είπα, θέλω 4 μαθήματα από την πρώτη τάξη, 4 από την δεύτερη και 4 από την τρίτη. Ένα μάθημα κάθε βδομάδα. Ό,τι δεν καταλάβαινα, την έβαζα να το ξαναπεί. Κάθε μήνα έκανα και μια τάξη. Έμαθα να διαβάζω, να γράφω, πολλαπλασιασμό, διαίρεση.»

ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ (η δεύτερη ξεκινά πιο κάτω)

Διαδρομή από Καποδιστριακή και Αγ.Νικόλαο

Από το γεφυράκι πάμε στην Καποδιστριακή και δεξια προς τον Άγιο Ελευθέριο.

Από το περίπτερο ο δρόμος δεξιά οδηγεί ίσια προς ένα γεφυράκι. (3/2) Δεξιά του ο δρόμος οδηγεί στον Αγιο Ελευθέριο κι από εκεί είτε πάνω προς τη Μονή Αγίων Πάντων ή αριστερά προς την Ανάληψη και την Αγία Μαρίνα. Εμείς διασχίζουμε το γεφυράκι και προχωράμε στο κτίριο της ΔΕΗ, όπου στεκόταν παλιά το μπακάλικο του Γεωργίου Ι. Χαραμή, με όσπρια, μπαχαρικά, καφέ, λάδι, κρασί κι ελιές – αλλά ποτέ τυριά, όπως θυμούνται. Απέναντι είναι ακόμα το πατρικό του σπίτι, ίσως το πιο όμορφο νεοκλασικό των Σπετσών, κομψό κι αρμονικό. (3/3) Του ανήκε και όλη η περιοχή απέναντι από το σπίτι, με περιβόλια γεμάτα λεμονιές. Όμως τι θυμάται ο κόσμος γι’αυτόν; Πως μια μέρα του ζήτησαν λάδι για το καντήλι του Αη Νικόλα, πιο πάνω στην ανηφόρα, κι αυτός είπε πως δεν είχε. Την άλλη μέρα που κατέβηκε στο υπόγειο είχε σπάσει το κιούπι κι όλο το λάδι είχε χυθεί. Ανηφορίζουμε το βοτσαλωτό κλιμακωτό μονοπάτι μέχρι το πλάτωμα, με αρχοντικά αριστερά και την Καποδιστριακή Στέγη δεξιά. (3/4) Απέναντι από την Καποδιστριακή είναι το παλιό σπίτι της γοητευτικής Έλλης Αποστόλου που την ερωτεύτηκε ένας Δεσπότης – επίσκοπος, όπως λένε, στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας – και ξύρισε τα γένια του για να την κερδίσει, αλλά αυτή προτίμησε τον Αποστόλου. Κατόπιν το σπίτι περιήλθε στη Μονή Αγίου Νικολάου. Τέτοιες πλούσιες δωρεές έχουν και την ανταπόδοσή τους, να μνημονεύονται οι δωρητές για πάντα, μήπως πάρουν προτεραιότητα. Στο επόμενο σπίτι, απέναντι στην Καποδιστριακή, αξίζει να προσέξουμε την πρωτότυπη καμινάδα σε σχήμα αρχαίου κίονος.

Καποδιστριακή

Καποδιστριακή: το παλιό σχολείο των Σπετσών.

Τα πρώτα χρήματα για την «Καποδιστριακή Αλληλοδιδακτική Σχολή» εισέφεραν οι Σπετσιώτες. Κάνουν μια γενική συνέλευση το 1829 όπου μαζεύουν 7-8 χιλιάδες γρόσια (τα μισά από εφτά προύχοντες) και ζητούν από την Κυβέρνηση του Καποδίστρια να συμπληρώσει το ποσό, ώστε να χτίσουν το σχολείο. Αν και το κτίριο θ’αργήσει να αποπερατωθεί, το σχολείο ξεκινά το 1831, ταυτόχρονα με άλλα 120 κυβερνητικά αλληλοδιδακτικά σχολεία, όπου οι μεγαλύτεροι μαθητές κάνουν μαθήματα στους μικρότερους. Η Σχολή κλείνει το 1934 και το κτίριο χρησιμεύει από τότε για γιορτές και συνελεύσεις των σχολείων και των σωματείων. Κάποια στιγμή κινδυνεύει να καταρρεύσει· το διασώζει μια ομάδα λογίων και εμπόρων. Το 1986 ο Πολιτιστικός Σύλλογος ξεκινά εκστρατεία για την ανακαίνισή του, που ολοκληρώνεται το 2001 με δαπάνη του Ιδρύματος Νιάρχου, του Δήμου Σπετσών και του Κράτους. Στο ισόγειο της Καποδιστριακής στεγάζεται το Τοπικό Αρχείο Σπετσών, παράρτημα των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Έχει αρχίσει να παραλαμβάνει τα αρχεία του Δήμου Σπετσών, ώστε να οργανωθούν και να είναι προσιτά στους ερευνητές.

Αγ.Νικόλαος

Η Μονή του Αγίου Νικολάου είχε χτιστεί σαν φρούριο.Μπροστά είναι το Ηρώον.

Λίγο πιο πέρα, προχωρώντας παράλληλα προς την παραλία, φτάνουμε στον Άγιο Νικόλαο (3/5) με το τεράστιο βοτσαλωτό προαύλιο. Ξεκίνησε ως μοναστήρι κατά το 1700, ίσως και νωρίτερα – δεν υπάρχουν γραπτά ίχνη. Το νεκροταφείο ήταν στην πλαγιά προς την θάλασσα. Λένε πως κάποτε ο ηγούμενος φιλοξένησε τους αξιωματικούς ενός τούρκικου πολεμικού πλοίου. Ένας από αυτούς, απαρατήρητος, έκλεψε ένα ασημένιο καντήλι του Αγίου. Ιδού η συνέχεια, όπως την περιγράφει ο σπετσιώτης ιστορικός Αναστάσιος Ορλάνδος: «Όταν το πλοίον επήρεν προς αναχώρησιν, επαρατηρήθη ότι, καίτοι μη ούσης γαλήνης, το πλοίον δεν εκινείτο, αλλ’ έμενεν εις την αυτήν θέσιν του ως αν ήτο αγκυρωμένον.» Ο πλοίαρχος τα χάνει· κάποια στιγμή, ο ηγούμενος – που είχε ανακαλύψει την κλοπή – φτάνει με μια βάρκα και του λέει τι συνέβη. Ο πλοίαρχος «διέταξεν αμέσως επί ποινή θανάτου να παρουσιασθή ο κλέπτης. Έντρομος ο αξιωματικός, μάλλον ως εκ του θαύματος παρά ως εκ της ποινής, ού μόνο το κανδύλιον απέδωκεν, αλλά και χρήματα προς κατασκευήν και άλλου κανδυλίου.» Είναι άλλωστε πασίγνωστο, λένε, πως όσοι ηγούμενοι καταχράστηκαν τα χρήματα της Μονής, είχαν όλοι κακό τέλος. Πολλοί πιστοί συνήθιζαν, όταν η θάλασσα φουρτούνιαζε και δεν είχαν επιστρέψει οι δικοί τους, να παίρνουν λάδι από τα καντήλια του Αη-Νικόλα και να το ρίχνουν στα νερά για να τους προστατέψουν.

Γύρω στο 1800 το κέντρο βάρους της πόλης μετακινείται από το Καστέλι στο λιμάνι. Η Μονή ανακαινίζεται ως μητροπολιτικός ναός και ένα μερίδιο από τα κέρδη των πλοίων πάει στον Άγιο το θαυματουργό. Διηγείται ο θαλασσινός Γιάννης Σύρμας: «Ήταν ένα καϊκι που ερχόταν από τον Καβο-Μαλιά με νοτιά και έξω από τη Σπετσοπούλα θα βούλιαζε. Ήταν ο καπετάνιος και το παιδί, 17 χρονών. Λέει ο καπετάνιος στο παιδί, κράτα το τιμόνι και πάει στη πλώρη και πιάνει τις φωτογραφίες της γυναίκας και των παιδιών του να τους αποχαιρετίσει. Τρέχει το παιδί και λέει, καπετάνιε έλα, κάθεται πάνω στη λαγουδέρα ένας γέρος. Ο καπετάνιος κατάλαβε – δεν βγήκε από τη πλώρη και αφήνει το παιδί στο τιμόνι. Φτάνει στο λιμάνι, φουντάρει και πάει κλαίγοντας στου Καπελογιάννη και ρωτάει ποιός Άγιος είναι εδώ κοντά και του δείχνουν τον Άγιο Νικόλαο».

Η επαναστατική σημαία των Σπετσών.

Στους χώρους της μονής, εκτός από την εκκλησία, λειτουργούσε το σχολείο, γινόντουσαν συμβούλια και λαϊκές συνελεύσεις, όπως κι εκείνη της 3 Απριλίου 1821 όταν το καμπαναριό σήμανε την εξέγερση των Σπετσιωτών και υψώθηκε για πρώτη φορά η σημαία της Επανάστασης. Εδώ φέραν το 1827 ένα παληκάρι 19 χρονών, τον Πωλ-Μαρί Βοναπάρτη. Γιος του Λουσιέν Βοναπάρτη και ανηψιός του Μέγα Ναπολέοντα, είχε έρθει να βοηθήσει τους Έλληνες και ταξίδευε στη φρεγάτα του αρχιναυάρχου Λόρδου Κόχραν που κατευθυνόταν στην Πύλο, όπου έμελλε να γίνει, σε έξη βδομάδες, η ναυμαχία του Ναυαρίνου. Όπως περιγράφει ο αντιναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης στο ημερολόγιο του, «εξ απροσεξίας επήρεν μια του πιστόλα μόνη της φωτιά και τον επλήγωσε θανατηφόρα δίχως ελπίδα ζωής». Την άλλη μέρα τον φέρνουν νεκρό στον Αγιο Νικόλαο «ουχί προς ενταφιασμόν αλλά μέσα εις ένα βουτζί γεμάτο ρούμι για να σταλθή εις την οικογένειάν του. Εβγάζοντάς τον εις Σπέτζαις εσυντροφεύθη από όλους τους καπετάνιους του στόλου μας και με μερικούς αξιωματικούς της φρεγάτας». Ο νέος θα διατηρηθεί πέντε χρόνια στο βαρέλι με το ρούμι εδώ στον Αγιο Νικόλαο, μέχρι που ήρθε ένα γαλλικό πολεμικό και τον μετέφερε στο γαλλικό κοιμητήριο της Σφακτηρίας, απέναντι στο Ναυαρίνο, όπου είχαν ταφεί οι 177 γάλλοι νεκροί από τη ναυμαχία.

Από το Σχολαρχείο της Μονής αποφοίτησε το 1867 ο μετέπειτα ευεργέτης των Σπετσών Σωτήριος Ανάργυρος. Τότε το Σχολαρχείο στεγαζόταν στα κελλιά, αριστερά μπαίνοντας προς τον ναό. Την εκκλησία περιγράφει η Σπετσιώτισσα Μίνα Τσάλλη, «πάλλευκη στην μέση της αυλής της, με γύρω γύρω τα κελλιά, και με το ωραίο της μαρμάρινο κωδωνοστάσιον. Στην αριστερή πλευρά, καθώς εισερχόμεθα στον περίβολο, και κάτω από τον τρούλλο είναι εντοιχισμένα πιάτα με ωραία χρώματα. Η εκκλησία είναι μικρή και λίγο σκοτεινή, αλλά θερμή στην καρδιά με το ξυλόγλυπτο επίχρυσο παλαιό της εικονοστάσιο και τις ωραίες της επίσης εικόνες.»

Βαφτίσια με τον παπα-Προκόπη.

Οι ενορίτες του Αγίου Νικολάου θυμούνται με αγάπη τον παλιό τους εφημέριο, τον παπα-Προκόπη. Ο Προκόπης Σκούρτης, πολύ πριν γίνει παπάς, χτυπούσε τις πόρτες και μοίραζε μηνύματα: ήταν ο ταχυδρόμος του νησιού. Όταν στα 28 του παντρεύεται την Καλλιόπη, εκτός από τους όρκους του γάμου, δίνουν μεταξύ τους και μια υπόσχεση: εάν πεθάνει ο ένας από τους δύο πριν την ώρα του, ο άλλος να πάει να μονάσει. Τη συνέχεια διηγείται η νύφη του, η κυρία Σταματίνα Σκούρτη: «Η Καλλιόπη πεθαίνει οκτώ χρόνια αργότερα και ο Προκόπης τηρεί το λόγο του. Πηγαίνει στην Ερμιόνη και γίνεται ιερομόναχος. Μετά από λίγα χρόνια ο Δεσπότης ο Καραμάνος τον κάνει αρχιμανδρίτη και τον στέλνει στον Άη Γιάννη της Κουνουπίτσας. Εκεί η εκκλησία είχε ραγίσει από τα δυναμίτια που ρίχναν την Ανάσταση κι ο Προκόπης μαζί με τους ενορίτες μάζεψαν λεφτά και την ξαναχτίσανε. Το 1956 τον βάζουν στον Άγιο Νικόλα κι εκεί υπηρέτησε τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το 1975. Ήταν απλός, κυττούσε όσους είχαν ανάγκη, αλλά κρυφά· δεν ήθελε να φανεί το έργο». Οι Σπετσιώτες τον αγάπησαν για την ανοιχτή καρδιά του. Όταν το φέρνει η κουβέντα και μιλούν για τους ιερείς τους, άλλοι σαν τον Προκόπη θ’ακουστούν με σεβασμό κι άλλοι με απαξίωση. Ο κόσμος δεν κυττά τι λένε με τα λόγια τους αλλά τι λένε με τις πράξεις τους. Θέλουν δεν θέλουν, οι ιερωμένοι δίνουν κάποιο παράδειγμα· κανείς τους δεν ξεφεύγει από τη δημόσια ματιά, την «έξωθεν καλή μαρτυρία».

Τριών Σπετσιωτών Μαρτύρων

Όψη του ναού των Τριών Σπετσιωτών Μαρτύρων από το Παλιό Λιμάνι.

Στην κατηφόρα προς την παραλία, συναντάμε δεξιά τον ολοκαίνουργιο ναό των Τριών Σπετσιωτών που μαρτύρησαν στη Χίο. (3/6) Όπως και η Αγία Τριάδα 200 χρόνια πιο πριν (βλ. 5ο περίπατο προς Ανάληψη), κατασκευάστηκε για να χωράει πολύ κόσμο· άλλες αρετές δεν έχει. Στη θέση του παλιά δεσπόζαν, όπως δείχνει η πανοραμική φωτογραφία στο Μουσείο Σπετσών, οι επιχειρήσεις του Χατζηγιάννη Μέξη: ένα επιβλητικό διώροφο, με 6 πλατιές καμάρες στο ισόγειο και 11 παράθυρα στον όροφο. Κάτω ήταν αποθήκες, ελαιοτριβείο και σιδηρουργείο, ενώ μπροστά χτίζαν τα πλοία του – ένα υπόδειγμα καθετοποίησης. Στις αποθήκες βάζαν τις αρματωσιές των ιστιοφόρων, δηλαδή πανιά, αντένες, τροχαλίες και σχοινιά για να μη σαπίζουν το χειμώνα στη βροχή. Στον όροφο ήταν οι γραμματικοί, λογιστές, μισθοδοσία – όπως τώρα στην Ακτή Μιαούλη του Πειραιά.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Διαδρομή με τα αρχοντικά της παραλίας Αγ.Νικολάου

Οι πιο συνηθισμένες φωτογραφίες των Σπετσών, δείχνουν τα αρχοντικά αυτής της παραλίας, μεταξύ Αγ.Μάμα και Αγ.Νικολάου, σαν φρούρια πάνω σε ψηλούς προμαχώνες. Για να μην διαβρωθεί ο βράχος όπου πατούν, τον προστατεύουν με τοίχους από τα κύματα και το ανεμοβρόχι. Τα πιο πολλά τα έχτισαν μεγάλες οικογένειες – Κούτση, Γκίνη, Μπούμπουλη, Μπούκουρη και άλλες – ως καλοκαιρινές κατοικίες γύρω στο 1850. Ανάλογα σπίτια χτίστηκαν την ίδια εποχή και σ’άλλα μέρη της παραλίας· όμως δεσπόζουν λιγότερο, διότι δεν είναι πάνω σε ψηλά βράχια. Στο άρθρο για τα σπίτια και τα αρχοντικά (@@@@@@@@@@@@) βλέπουμε γιατί χτίστηκαν στην παραλία, σε αντίθεση με τα πιο παλιά αρχοντικά που είναι πιο μέσα.

Το πρώτο αρχοντικό της παραλίας, αμέσως μετά τον Άγιο Μάμα, είναι του Ιωάννη Γ. Κούτση, εφοπλιστή και θαλασσογράφου (1860-1953). (3/7) Ο μεγαλύτερος και γνωστότερός του πίνακας είναι η ναυμαχία των Σπετσών (1887, διαστάσεις 2,40 μέτρα επί 1,20 ύψος). Βρίσκεται στην εκκλησία της Αρμάτας, την οποία θα δούμε αργότερα. Στο κέντρο δείχνει τους δυο στόλους, τον ελληνικό και τον οθωμανικό, και δεξιά δείχνει τους Σπετσιώτες στο κανονιοστάσιο του Φάρου. Το σπίτι αρχικά ανήκε στον Ανάργυρο Ανδρ.Χατζηανάργυρο, και επειδή ο Κούτσης τον βοήθησε να εκδόσει την ιστορική του μελέτη «Τα Σπετσιωτικά», του άφησε το σπίτι σε αντάλλαγμα. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν πλοίαρχος στο επιβατικό «Ευνομία» που εξερράγη ενώ κουβαλούσε πυρομαχικά το 1871. Μπορούμε να δούμε τη σκηνή στο μαγαζί «Μαϊστράλι» του Νίκου Παρασκευά, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο «Κλήμη», όπως τη ζωγράφισε τότε ένα παιδί. Από τους 400 επιβάτες εσώθηκαν μόνο 16, μεταξύ των οποίων και η ουκρανέζα αριστοκράτισσα Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ, που λίγο αργότερα ιδρύει τη «Θεοσοφία», μια προσπάθεια αναγέννησης της «αρχαίας ανατολικής σοφίας». Αν δεν σωζόταν, ίσως το αρχοντικό του Αναργύρου να μη λεγόταν Νηίθ, όπως εξηγεί το άρθρο για τον Ανάργυρο (@@@@@@@@@@@@@@@). Ο Ιωάννης Κούτσης είναι πλέον αρχηγός της οικογένειας κι αποφασίζει, μαζί με τα τρία αδέλφια του, κάτι που δεν το κάναν άλλοι Σπετσιώτες: να μετατρέψει τον οικογενειακό στόλο από ιστιοφόρα σε ατμόπλοια. Καινοτόμος, είναι ο πρώτος Έλληνας που αγοράζει πετρελαιοφόρο, το «Ιωάννης Γ. Κούτσης». Όμως αυτό που τον τραβούσε ήταν η ζωγραφική και, όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος (ήταν 54 ετών τότε), αντί να κερδοσκοπήσει, πουλά το στόλο και έρχεται στις Σπέτσες να ζήσει ήσυχος και να ζωγραφίζει. Τα χρήματα από τα καράβια τα επενδύει σε ό,τι πιο σίγουρα υπήρχε, τα χρεόγραφα του Ελληνικού Κράτους. Τα πιο πολλά του έργα έχουν σκορπιστεί διότι τα πουλούσε στην Κατοχή για να ζήσει. Δεν είχε δεκάρα εισόδημα: τα κρατικά χρεώγραφα είχαν μηδενιστεί και το κτήμα του δεν απέδιδε.

Ένα άλλο κτίριο που ξεχωρίζει είναι το αρχοντικό Ζώτου, πρώην Γκίνη, (3/8) το τρίτο στη σειρά, εκεί όπου η παραλία κάνει γωνία, και που χτίστηκε πριν το 1800. Κατέχει την καλύτερη θέα απ’όλα διότι βλέπει τόσο το Παλιό Λιμάνι όσο και το νέο, της Ντάπιας. Ξεκινά από το έδαφος με αποθήκες και ακολουθούν δύο πατώματα, το τελευταίο με αυλή και είσοδο στον εσωτερικό δρόμο. Εσωτερικά είναι σε ρυθμό βενετσιάνικο του 18ου αιώνα, λιτό και απλό. Για να φαίνεται λιγότερο βαρύ το ισόγειο, ο αρχιτέκτονας έφτιαξε ζωγραφιστά παράθυρα που με τον καιρό ξεθώριασαν. Χαρακτηριστικό είναι το μικρό μπαλκόνι στην πρόσοψη, ίσα-ίσα για ν’αγναντεύουν την κίνηση. Η θάλασσα ήταν τόπος εργασίας, όχι απόλαυσης. Η ιδέα της θάλασσας ως τοπίο, που απολαμβάνεις από μια πολυθρόνα στη βεράντα, δεν είχε ακόμα διαδοθεί.

Παλιό Λιμάνι

Τα επόμενα αρχοντικά στη παραλία Αγίου Νικολάου.

Κάτω από τα τελευταία αρχοντικά είναι μια μικρή αμμουδιά (3/9)και απέναντι, καθώς προχωράμε, ο μαντρότοιχος της Μονής Αγ. Νικολάου. Η γωνία όπου φτάνουμε, με την μικρή προβλήτα, είναι η δυτική πλευρά του Παλιού Λιμανιού και ο Φάρος απέναντι η ανατολική. Το λιμάνι είναι ένας βαθύς φυσικός κόλπος, με άνοιγμα 220 μέτρα και μήκος 520 μέτρα. Ένας μικρότερος όρμος, στη δυτική του πλευρά, το χωρίζει σε δύο ζώνες με κατοικίες, ναυπηγεία, εστιατόρια και ξενυχτάδικα.

Κολυμβητές γύρω στο 1930.

Την περιοχή περιγράφει το 1808 ο γάλλος διπλωμάτης Ωγκύστ ντε Ζασώ (Auguste de Jassaud): «Το λιμάνι των Σπετσών μπορεί να χωρέσει 50 πλοία των 200-300 τόννων. Η καραντίνα βρίσκεται μέσα στο λιμάνι. Η πόλη αποτελείται από 2000 σπίτια. Στο λιμάνι είναι μερικά καφενεία, φτιαγμένα όπως της Ιταλίας, όπου κυκλοφορούν οι ειδήσεις, τις οποίες οι Έλληνες ρουφούν με ανυπομονησία.» Μέχρι τις παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου, το 1854, οι δουλειές πάνε καλά. Το 1853 ο Δήμος αποφασίζει να γίνουν έργα στο λιμάνι: να μπούν δέστρες για τα πλοία και να αποβυθισθεί «η προ του στομίου του λιμένος βυθισμένη προ ικανών ετών τσαμαδούρα». Θα κοστίσει περίπου 4.000 δρχ και, επειδή τα πλοία «εις την παρούσαν εποχήν κινούνται επωφελώς», θα επιβληθεί ένας εφ’άπαξ φόρος 10 λεπτών ανά τόνο στα τοπικά πλοία. Για δέστρες παίρνουν τα παλιά κανόνια που περίσσευαν. Την άνοιξη το λιμάνι αδειάζει, καθώς τα πλοία ξεκινούν τις διαδρομές τους. Όταν επιστρέφουν για να ξεχειμωνιάσουν, είναι τόσο πολλά, που λένε ότι μπορούσες να διασχίσεις το λιμάνι πατώντας από το ένα πλοίο στο άλλο. Οι ναυτικοί βαριούνται, ξεσπούν, και συχνά προκαλούν επεισόδια. Τον Οκτώβριο του 1852 το Δημοτικό Συμβούλιο διορίζει ακόμα 10 πολιτοφύλακες επειδή αρχίζουν να δένουν τα πλοία «και κατά συνέπειαν συναθροιζομένων των πληρωμάτων αυτών και αργία διαμενόντων, συμβαίνωσι αθέλητοι πράξεις φέρουσαι σοβαράς συνεπείας και δυσάρεστα αποτελέσματα». Δεν έφταναν οι 5 πολιτοφύλακες, οι 2 δημοτικοί ειρηνοφύλακες και «το ευάριθμο προσωπικό της σταθμευούσης ενταύθα ενόπλου δυνάμεως της Χωροφυλακής». Μερικά χρόνια αργότερα, τα ίδια: το Δημοτικό Συμβούλιο ζητά 8 αστυνομικούς για τους χειμερινούς μήνες, εξηγώντας ότι «ένεκεν της ακινησίας των πλοίων, μένει ενταύθα μέγα μέρος των ναυτών, οίτινες εις ουδέν ασχολούμενοι παραδίδονται συχνά εις την μέθην και κατά συνέπειαν συμβαίνουν ταραχαί και άτοπα.»

Πρώτη περιοχή του Παλιού Λιμανιού

Το μεγάλο φυσικό λιμάνι, στο κέντρο, χωρούσε ένα στόλο διεθνών μεταφορών.Το λιμανάκι της Ντάπιας είναι πάνω αριστερά.

Το πρώτο κτίριο του Παλιού Λιμανιού, στη δυτική του γωνία, αποτελείται από δύο τεράστιες καμάρες. (3/10) Η μια πλευρά, με τον όροφο, αποτελεί ένα από τα Κουτσέϊκα αρχοντικά. Η άλλη πλευρά, με το εστιατόριο του Χρήστου Ορλώφ, λειτουργούσε αρχικά ως τελωνείο. Όταν οι εισαγωγές εμπορευμάτων μεταφέρθηκαν στη Ντάπια, έγινε αποθήκη του ψαρομανάβη Αλέξιου Δ. Θεοδοσίου που έφερνε κι αγριόπετρα από το Δοκό για τα ασβεστοκάμινα. Κάποια στιγμή του την πούλαγαν 100 λίρες, όπως διηγείται ο απόγονός του Παντελής Θεοδοσίου: «Τι να την κάνω, απαντά, κι έτσι την πήραν άλλοι».

Το επόμενο κτίριο είναι ακόμα ένα από τα Γκινέϊκα σπίτια. (3/11) Το ισόγειο αποτελείται κι αυτό από δυο μεγάλες καμάρες, κρυμμένες πίσω από τους θάμνους με τις αγγελικές, που ήταν αποθήκη του χονδρεμπόρου Γεωργίου Ι. Χαραμή. Αρχικά είχε βαρέλια κρασί· κατόπιν στάρι, αλεύρι και λάδι, καθώς και σκόρδα, φακές, φασόλια και καρπούζια. Ζύγωνε το καϊκι του καπετάν Άγγελου Σκαρμούτσου και τα ξεφόρτωνε· μπορούμε να δούμε τη φωτογραφία του στο ποδηλατάδικο του εγγονού του Ανάργυρου, στο δρομάκι της κεντρικής αγοράς. Και στα επόμενα κτίρια υπήρχαν έμποροι και ψαράδικα, που σημαίνει πως η περιοχή είχε κίνηση όλον τον χρόνο, ενώ τώρα δεν βλέπεις ψυχή το χειμώνα.

Από εδώ φαίνεται καλά η άλλη άκρη του λιμανιού, με το φάρο και το κανονιοστάσιο στα αριστερά του, όπου θα καταλήξει ο περίπατος.

Ηρώον Σπετσιώτη ναυτικού

Το παλιό τελωνείο, σήμερα εστιατόριο Ορλώφ. Πίσω αριστερά το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου.

Πάνω στην παραλία είναι το λιτό μνημείο του αφανούς Σπετσιώτη ναυτικού, (3/12) ο οποίος – όπως είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Σπετσιωτών Κώστας Κουλαλόγλου – «είτε πρώτος ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, είτε χάθηκε στους παγκόσμιους πολέμους υπηρετώντας σε πολεμικά και εμπορικά πλοία, είτε μόχθησε στα καράβια, κουβαλώντας το μήνυμα της ιδιαίτερης πατρίδας του στα πέρατα του κόσμου.» Γράφει ο Σπετσιώτης πλοίαρχος και ποιητής Λευτέρης Μαρματσούρης:

Στις λαμαρίνες πέρασε τα χρόνια,
φουρτούνες, ζέστες, καταιγίδες, χιόνια,
έφυγε αμούστακο παιδί απ’το νησί,
πάντρεψε τρεις αδελφάδες,
σπούδασε κάμποσ’ ανήψια,
γύρισε γέρος με μια σύνταξη μικρή.
Τον κήδεψαν μια Κυριακή
πεντ’έξι φίλοι της ταβέρνας,
τον … μπεκρή!

Καθώς σκάβαν για να διαμορφώσουν το μνημείο, βρήκαν μια μεταβυζαντινή κατοικία με νομίσματα, αγγεία και δικράνια για την αμπελουργία. Πιο πάνω, κρυμμένο από τον δρόμο, είναι το σπίτι της γλύπτριας Ναταλίας Μελά, εγγονής του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Το σπίτι σχεδίασε ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης. Μεταξύ των έργων της Ναταλίας Μελά στις Σπέτσες είναι το άγαλμα της Μπουμπουλίνας μπροστά στο Ποσειδώνιο και του πυρπολητή Μπαρμπάτση στην περιοχή του Φάρου.

Αρχοντικά Θεοχάρη-Μπόταση και Γκούμα

Δεξιά το αρχοντικό Θεοχάρη-Μπόταση, αριστερά του Γκούμα με τις καμάρες και μόλις φαίνεται το αρχοντικό του Χατζηαναργύρου πάνω δεξιά.

Όποιο πλοίο μπαίνει στο λιμάνι, δεν μπορεί παρά να προσέξει το επιβλητικό γκρίζο αρχοντικό που έχτισε ο Παναγιώτης Μπότασης.

Ο αμερικανός πρέσβης Πιουριφοϋ με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, στο αρχοντικό Θεοχάρη-Μπόταση.

(3/13) Λένε μάλιστα πως ο πατέρας του, όταν το είδε, τον μάλωσε διότι ήταν υπερβολικά μεγάλο και πολυτελές. Παλιά, οδηγούσαν τους προσκεκλημένους ν’απολαύσουν τον πρώτο καμπινέ πορσελάνης που ήρθε από την Αγγλία, σαν πολύτιμη ζωγραφιστή σουπιέρα. Από τους Μποτασαίους περιήλθε στον ναύαρχο Λεωνίδα Θεοχάρη, από αυτόν στην οικογένεια Αβέρωφ και κατόπιν στην εφοπλιστική οικογένεια Μαρτίνου. Μας μιλά για τον Θεοχάρη ο καπεταν-Νικόλας Μπούφης: «Φρόντιζε τους Σπετσιώτες. Πήγαν μια μέρα μια ομάδα Σπετσιώτες και του λένε, μας βάλαν στο πεζικό. Τους απαντά θα το κανονίσω. Αύριο νάρθετε εδώ. Παίρνει τηλέφωνο και λύνει το πρόβλημα. Το σπίτι αυτό του το πήρε η Τράπεζα. Πέθανε στην ψάθα. Πώς απέκτησε τα χρέη; Από την πολιτική».

Κάτω από το αρχοντικό, στην παραλία, υπάρχουν καταστήματα για φαγητό και ποτό. Το πιο παλιό χτίσμα είναι το πρώην ουζερί του Καπελογιάννη, με τη χαρακτηριστική θολωτή καμάρα που δείχνει ότι ξεκίνησε ως αποθήκη. (3/14) Ο καπεταν-Νικόλας εξηγεί πώς ήταν παλιά η περιοχή: «Του Καπελογιάννη ήταν το καφενείο του ψαρομανάβη Παντελή Αρμένη, που πήγε με τους αντάρτες, κι είχε σπίτι από πάνω. Δεξιά, το εστιατόριο ήταν αποθήκη και δεν είχε σπίτι από πάνω, ούτε και δίπλα. Στο μόλο μπροστά ξεφορτώναν μαναβική, κάρβουνα, κρασιά. Το κρασί το βγάζαν από το βαρέλι με τη τρόμπα στο τουλούμι (ασκό από κατσίκι). Τα ισόγεια ήταν όλα αποθήκες και μαγαζιά. Τα σπίτια πιο μέσα ήταν όλα χαμηλά, 12 επί 6 μέτρα, σχεδόν όλα με κατώι – κάποια τόσο χαμηλό που μόνο τις κότες και τη γίδα έπαιρνε. Όλα ήταν με αυλή ή περιβόλι· άλλοι βάζαν λουλούδια, άλλοι κουκιά για το τραπέζι. Τα πιο πολλά σπίτια ήταν με στέρνα. Στα αριστερά η πλατεία με τις μικρές ελιές είχε πασχαλιές. Βάζαν από δέντρο σε δέντρο τις αντένες (κεραία του καϊκιού όπου κρέμεται το πανί) και ρίχναν πάνω τα δίχτυα να στεγνώσουν. Σήμερα είναι νάυλον και δεν υπάρχει ανάγκη, αλλά τα βαμβακερά σαπίζαν αν δεν στέγνωναν».

Πάνω από τη μικρή πλατεία είναι ένα σπίτι με καμάρες, (3/15)του εφοπλιστή Ευτύχιου Γκούμα, που τότε δεν είχε ούτε καμάρες ούτε

Η πρώτη Σπετσιώτισσα δημοτική σύμβουλος Χρυσώ Θυμαρά πλάι στο δήμαρχο Βασίλη Γκούμα, που είχε το παρατσούκλι ¨Καπέλος¨.

βεράντα. Μιλούν γι’αυτόν η Χρυσώ Παύλου Θυμαρά, που ήταν η πρώτη γυναίκα δημοτική σύμβουλος στις Σπέτσες, και η κόρη της Γιαννούλα. «Στον Ευτύχη Γκούμα ήμασταν υποχρεωμένοι μέχρι εδώ! Σ’όλους τους ναυτικούς εύρισκε δουλειά. Θα πάει άγγελος – όλοι κάνανε σπίτια και καϊκια. Ήταν να κατέβει στις εκλογές ο αδελφός του ο Βασίλης και ήθελε μια γυναίκα στο ψηφοδέλτιο. Τη Χρυσώ να βάλετε, του είπαν, διότι με βλέπαν όταν είχε εκλογές να τρέχω».  Προσθέτει η Γιαννούλα: «Όταν θέλησε να βγεί δήμαρχος ο Βασίλης ο Γκούμας κανείς δεν τον ήξερε. Είχαμε μεγάλη υποχρέωση στον αδελφό του. Λέει στη μάνα μου, Χρυσώ θα με βοηθήσεις. Κι έτσι κατέβηκε για δημοτική σύμβουλος και μάζευε ψήφους. Οι γυναίκες η μια μιλούσε με την άλλη. Ξέραν τι είχαν στο νου οι άντρες τους και ξέραν πως να τους μιλήσουν. Στις συγκεντρώσεις, στο τραπέζι, ο πατέρας της είχε πει να μη τρώει ούτε μπουκιά· μη πουν πως πήγαινε για το φαϊ.» Συνεχίζει η Χρυσώ: «Μου λέει, ο σύζυγός σου θα σ’αφήσει να κατέβεις; Εκείνος μ’άφησε. Ήξερα όλο το Καστέλι και την Κουνουπίτσα. Ήμουν κοινωνική». Δείχνει μια φωτογραφία δική της με τον Γκούμα: «Νάτος ο Καπέλος με τη ρεπούμπλικα! Μας ζητάγανε λεφτά, προπαντός στο Καστέλι – στο Λιμάνι ήταν όλοι δικοί μας, του Μπούμπουλη. Μετά τις εκλογές έρχεται ο Γκούμας και μου λέει, πάρε αυτά τα λεφτά και μοίρασε σε όσους έχουν ανάγκη. Όχι του λέω, έχω άντρα ξέμπαρκο, θα πουν ότι κράτησα χρήματα. Τον πήρα μαζί μου στα σπίτια και εκείνος τα μοίραζε».

Αριστερά από το σπίτι του Γκούμα είναι μια ταβέρνα κι ένα κουτούκι. «Αυτά ήταν, εξηγεί ο καπετάν-Νικόλας Μπούφης, το παλιό καφενείο-ταβέρνα του Γιώργη Μπούφη, που έπλενε τα βαρέλια του εκεί μπροστά στη παραλία. Δίπλα, στο κρεοπωλείο του Βλάχου, ήταν η πριονοκορδέλα του μάστρο-Στέλιου Στυλιανού, με πετρελαιομηχανή, για το καρνάγιο. Πάνω στη παραλία, το «Μουράγιο» ήταν το καφενείο του Σωτήρη Στάμου και τώρα το έχουν τα εγγόνια του. Ο τόπος ήταν γεμάτος βάρκες· τώρα δεν πρέπει να τις βγάζουμε απ’το νερό γιατί δήθεν ‘ρυπαίνουν το περιβάλλον…’«

Αρχοντικά Χατζηαναργύρου

Το κρυμμένο πλέον αρχοντικό των Χατζηαναργύρου.

Απ’ όλα τα αρχοντικά, τα λιγότερο ορατά είναι εκείνα της οικογένειας Χατζηαναργύρου. (3/16) Παλιά φαινόντουσαν από την παραλία, αλλά τώρα τα κρύβουν οι νέες οικοδομές. Το ένα είναι το αρχοντικό του Παύλου Χατζηαναργύρου, στον δρόμο που ανηφορίζει αριστερά από τη «Βουλή», κάθετα προς την παραλία. Το άλλο, παραμέσα,  είναι του αδελφού του Ανδρέα, που ανήκει τώρα στην οικογένεια Μιμηκοπούλου. Η πατριωτική παράδοση υπάρχει βαθειά σ’αυτή την οικογένεια. Το 1790, στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, συμμετέχει ο Γιαννάκης ή Δεληγιαννάκης Ανάργυρος, εγγονός του Ανάργυρου Κόλα Αναργύρου, ως κυβερνήτης του πολεμικού «Πρίγκηψ Ποτέμκιν». Οι περιπέτειες δεν λείπουν· το 1794, πειρατές αιχμαλωτίζουν το πλοίο του Ανάργυρου Παύλου Χατζηανάργυρου έξω από την Κορσική. Αργότερα ο γιός του Παύλος το αρπάζει από το λιμάνι της Κορσικής και ελευθερώνει τον πατέρα του. Οι επιχειρήσεις ανθούν και το 1797 ο Ανάργυρος Παύλου Χατζηανάργυρος καθελκύει το πρώτο μεγάλο του πλοίο, από σπετσιώτικο ταρσανά. Είναι τρικάταρτο με μήκος 29 πήχεις (1 πήχης = 64 εκατοστά) και χωρητικότητα 20 χιλ. κoιλών Κων/πόλεως (δηλαδή 520 τόνων, προς 26 κιλά σταριού στο κοιλό). Ταξιδεύει στη Συρία και τους Αγίους Τόπους, αποκτώντας έτσι το όνομα Χατζής. Ένα επεισόδιο, το 1821, δείχνει την προσήλωσή τους στη μόρφωση και στην πατρίδα. Ο κατοπινός ιστορικός των Σπετσών Ανάργυρος Ανδρ. Χατζηαναργύρου, όταν ήταν οκτώ χρονών, ανεβαίνει με τον πατέρα του στο οικογενειακό πολεμικό πλοίο «Περικλής». Μετά το δείπνο, ο πατέρας τον ρωτά εάν ξέρει «εθνικά άσματα». Ο Χατζηανάργυρος αφηγείται τη συνέχεια: «Αφελέστατα απάντησα όχι. Τι μαθαίνεις λοιπόν στο σχολείο που σε στέλνω, ξαναρωτά αγριεμένος. Τον Λουκιανό, απαντώ κι αρχίζω να απαγγέλλω, ‘άρτι μεν επεπαύμην εις τα διδασκαλεία φοιτών’ κλπ. Στρέφεται τότε ο πατέρας στον επίσης οκτάχρονο Γιωργάκη που δούλευε στη κουζίνα του πλοίου. Εσύ τι ξέρεις; Γνωρίζεις τραγούδια της Επανάστασης; Αμέσως ο Γιωργάκης φούσκωσε το στήθος κι άρχισε να διασαλπίζει: ‘Φίλοι μου συμπατριώτες – Δούλοι νάμεθα ως πότε – των αχρείων Μουσουλμάνων – της Ελλάδος των τυράννων…’ οπότε ο πατέρας μου, δίχως να χάσει ούτε στιγμή, στρέφεται προς εμένα που είχα μείνει εμβρόντητος για του φίλου μου την τόλμη και τις γνώσεις και μου βαράει ένα χαστούκι». Το μήνυμα έλαβε και ο αρχαιολάτρης δάσκαλος του Ανάργυρου, ο Θεοφάνης Σιατιστεύς, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κυνουρίας και Μαντινείας, κι άρχισε να του διδάσκει τα γεγονότα της εποχής του.

Καρνάγια

Οι καλαφάτες σ΄ ένα καρεναρισμένο καραβόσκαρο των 300 περίπου τόνων.

Το επόμενο τμήμα του περιπάτου ξεκινά από το «Μουράγιο», (3/17) όπου το ένα καρνάγιο ακολουθεί το άλλο, σε όλο το μήκος της διαδρομής. Από εδώ και στα επόμενα πεντακόσια μέτρα της ακτής, μόνο στα 15 χρόνια μεταξύ 1843 και 1858, οι Σπετσιώτες ναυπήγησαν 643 πλοία συνολικής χωρητικότητας 44.337 τόνων, όπως αναφέρει ο ιστορικός Γεώργιος Σταματίου στο βιβλίο του, «Η ξυλοναυπηγική τέχνη των Σπετσών» (έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, 2002). Από αυτά, τα 225 ήταν δικάταρτα βρίκια άνω των 200 τόνων, δηλαδή φορτηγά για μεγάλες διαδρομές. Οι Σπέτσες ήταν τότε η δεύτερη ναυπηγική δύναμη της Ελλάδας, μετά τη Σύρα. Εδώ δηλαδή περπατάμε μέσα σ’ένα ιστορικό μνημείο που, σε αντίθεση με άλλα μνημεία, είναι ακόμα ζωντανό, μιας και οι συνεχιστές της παράδοσης έχουν καταφέρει να επιβιώνουν στην εποχή του πλαστικού σκάφους, στριμωγμένοι από τα τραπεζοκαθίσματα του τουρισμού και την εχθρότητα της Πολιτείας. Ακόμα σήμερα, έρχονται κι αγοράζουν τα φημισμένα σπετσιώτικα σκαριά επαγγελματίες από την Κέρκυρα μέχρι τη Μυτιλήνη και την Κρήτη. Από εδώ έχουν βγει και πολλά από τα ντόπια ψαράδικα και τα καϊκια που κάνουν τον γύρο του νησιού. Εδώ άλλωστε φτιάχτηκε το ομοίωμα της περίφημης «Αργώς» της αργοναυτικής εκστρατείας, που παρήγγειλε ο ιρλανδός θαλασσοπόρος Τιμ Σέβεριν, για να ξανακάνει το μυθικό ταξίδι του Ιάσονα στη μακρινή Κολχίδα. Κυττάς τους μαστόρους την ώρα της εργασίας και φαντάζεσαι πώς θα’ταν να σου φτιάχναν ένα όμορφο τρεχαντήρι. Οι τιμές είναι λογικές. Συχνά, τα αγοράζει «ρεφενέ» μια παρέα φίλων κι έτσι αποκτά κάτι σπάνιο και όχι ακριβό. Οι κοπέλλες ασχολούνται με το εσωτερικό – κουζίνα, λουτρό, κουκέτες – ενώ τ’αγόρια αποφασίζουν για την μηχανή, αν θα’χει πανιά, και για τα όργανα ναυσιπλοϊας. Για ένα σκάφος 6-7 μέτρων υπολογίστε γύρω στους 6 μήνες.

Στα δεξιά μας είναι ένα καραβομαραγκούδικο με μισομόδελα πλοίων απ’έξω, το παλιό ναυπηγείο του Κωστή Πετρούτση και το χάλασμα απέναντι ήταν του πατέρα του Άγγελου. Οι παλιοί ναυπηγοί δεν ξέραν από σχέδιο. Εαν κάποιος ήξερε, από το σχέδιο έφτιαχνε μισομόδελα. Αυτά είναι σε φέτες, για να μπορεί να τ’αντιγράφει ο παραδοσιακός ναυπηγός.

Λιοτρίβι, Τσιτσιάνο και Πέτρινο

Πάνω στη γωνία, το χαμηλό μακρόστενο κτίριο ήταν ένα λιοτρίβι, όπου ακόμα υπάρχουν οι πέτρινες μυλόπετρες. Είχε το δρόμο απ’την μια πλευρά για τα κάρα και το δικό του μόλο από την άλλη για να φορτώνουν τα καϊκια. Εδώ φέρναν τις ελιές από το κτήμα Αδοσίδη, απέναντι από τη Σπετσοπούλα, που τώρα κι αυτό ανήκει στην οικογένεια Νιάρχου. Από την άλλη πλευρά του δρόμου είναι το «Τσιτσιάνο», μια πρώην αποθήκη. (3/18)  Ρωτώ τον ιδιοκτήτη το Γιάννη Θυμαρά εαν έχει σχέση με την Ιταλία. «Α μπα, όταν ήμουν

Ο Τσιτσιάν αφηγείται τα ταξίδια του.

μικρός – ο πατέρας ήταν ψαράς – μου λέγανε, φάε ψάρια κι εγώ τα έλεγα ‘τσίτσια’. Έτσι μου κόλλησε το παρατσούκλι και το στρογγυλέψαμε για νάναι πιο ιταλικό». Ο Τσιτσιάν δουλεύει από μικρός. «Μεγάλωσα μέσα στις βάρκες, αλλά κάποια στιγμή με γράφουν στην Αναργύρειο Σχολή, ν’ αλλάξω μοίρα. Όμως τον ίδιο χρόνο βάζουν τον πατέρα φυλακή γιατί ήταν φουσεκάς κι έτσι γύρισα στη θάλασσα και στο μεροκάματο. Κουβάλαγα αμμοχάλικο για τους χτίστες με το καϊκι, πέντε κυβικά η βάρκα πέντε χιλιάρικα, το αδειάζαμε με τα ζεμπίλια. Τότε η μηχανή των 12 ίππων – αυτές που τις ζεσταίναμε με το καμινέτο – είχε 32 χιλιάρικα και ένα κτήμα 50 στρεμάτων 28 χιλιάρικα· σήμερα κάνει ένα δις. Μετά είχα ένα καϊκι που έκανε κρουαζιέρες κι έπαιρνε μέχρι 20 επιβάτες. Με σύστησε στο Club Med η Μάγια Καλλιγά – πολλούς είχε βοηθήσει – κι άρχισα να δουλεύω στο Ιόνιο από την Κέρκυρα. Δούλεψα Ιόνιο, Κυκλάδες, και δεκαπενθήμερα Πειραιά-Γύθειο. Οι πιο καλοί; Οι Σπανιόλοι ήταν οι πιο ζωντανοί, πιο παλαβοί από μας». Το μαγαζί του έχει δυο διαφορετικές πελατείες: το βράδυ είναι μπαρ μέχρι πρωϊας και κατόπιν ξαναγίνεται καφενείο: στέκι για τους ναυπηγούς, ναυτικούς και ψαράδες του λιμανιού. (Σημείωση 7.7.2011: πριν λίγα χρόνια έκλεισε το Τσιτσιάνο και περιμένω τον Τσιτσιάν να διηγηθεί τι συνέβη).

Το όραμα για «ένα πλοίο του ’21»

Ένα βρίκι του Αγώνα, από τον πίνακα του Κούτση στο ναό της Αρμάτας.

Καθώς ανεβαίνουμε την ανηφόρα από του «Τσιτσιάνο» συναντάμε αριστερά ένα πέτρινο κτίριο (3/19) που ήταν παλιά αποθήκη των Κουτσαίων, και που την αγόρασε για σπίτι η πρώτη Σταρ Ελλάς Αλίκη Διπλαράκου, μετέπειτα Λαίδη Ράσελ. Δεξιά από το «Πέτρινο» – έτσι το λένε – ήταν το σιδηρουργείο του Γιώργου Γκότση, που έφτιαχνε σφυρήλατα εξαρτήματα για τα σκάφη και τα σπίτια, και που ενσωματώθηκε στο εστιατόριο «Νυχθημερόν» του εγγονού του Νεκτάριου. Αριστερά και δεξιά από το πέτρινο κτίριο είναι το ναυπηγείο του Τάκη Μπούφη, που έχει φτιάξει περίπου 100 σκάφη, μήκους μέχρι 25 μέτρα κι όπου δουλεύει με τους γιούς του Γιάννη και Αλέξανδρο.

Ο Αλέξανδρος, ναυπηγός και πλοίαρχος, μας υπενθυμίζει πως «το 1/3 του στόλου που απελευθέρωσε την Ελλάδα σ’αυτά τα καρνάγια φτιάχτηκε». Ήταν τόσο καλά τα πλοία, που «μετά την επανάστασιν οι Οθωμανοί ηγόραζον αυτά μετά πολλού ζήλου, επιθυμώντας ν’αποκτήσουν πλοία, περί της ταχύτητος των οποίων είχαν ήδη λάβει αρκετήν πείραν και γνώσιν», όπως γράφει ο Σπετσιώτης ιστορικός Αναστάσιος Ορλάνδος. «Αυτή η τέχνη ακόμα υπάρχει εδώ και είναι κρίμα που πάει να ξεχαστεί» προσθέτει ο Αλέξανδρος, γι’αυτό και τρέφει ένα τολμηρό όραμα: να χτιστεί ένα πλοίο του ’21, που να δείχνει πώς ήταν τα οπλισμένα σιτοκάραβα που πλούτισαν τις Σπέτσες και κέρδισαν την Επανάσταση. Εξηγεί: «Αυτή είναι μια δουλειά που μπορούν να τη μοιραστούν όλοι οι ναυπηγοί εδώ. Να φτιάξουμε ένα δικάταρτο ιστιοφόρο βρίκι σαν αυτά που κουβαλούσαν το στάρι κι ύστερα πολέμησαν για την Ελλάδα. Να έχει γύρω στα 20 μέτρα και να μπορεί να ταξιδεύει με τα πανιά, σαν εκπαιδευτικό αλλά και σαν τουριστικό. Στο Μουσείο Σπετσών βλέπουμε πώς θα μοιάζει.» Δηλαδή ένα πλοίο περίπου στο μήκος του πέτρινου σπιτιού δίπλα στο καρνάγιο. Εδώ υπάρχει η τεχνογνωσία και το όραμα – θα βρεθεί κι ένας χρηματοδότης με φαντασία, για να το υλοποιήσει;

Δεύτερη περιοχή του Παλιού Λιμανιού: η Μπάλτιζα

Μπάλτιζα. Το σπίτι του συγγραφέα Μισέλ Ντεόν είναι κάτω δεξιά.

Η λέξη Μπάλτιζα προέρχεται είτε από το «βάλτος» ή από το αρβανίτικο «μπάλτ» που σημαίνει λασπουριά, μικρός βάλτος. Είναι το εσωτερικό μέρος του λιμανιού όπου αράζουν τα πλοία που εξυπηρετούν τις Σπέτσες, από την μια πλευρά τα φέρρυ-μπωτ και από την άλλη τα υδροφόρα που φέρνουν κάθε μέρα 500 κυβικά τον χειμώνα και 3000 κυβικά – δηλαδή δυό και τρεις καραβιές – το καλοκαίρι. Οι Σπετσιώτες εδώ βάζουν τα ταξί, τα ψαράδικα και τις βάρκες τους, αφήνοντας όσο χώρο μπορούν για τα κότερα και τα ταχύπλοα των επισκεπτών. Στην μια πλευρά έχουν αναπτυχθεί τα εστιατόρια των κοσμικών και τα ξενυχτάδικα της νεολαίας, ενώ στις άλλες δύο έχουν χτιστεί πολυτελείς βίλλες που χρειάζονται ησυχία. Όλες αυτές οι δραστηριότητες στριμώγνουν τα παραδοσιακά ναυπηγεία, που βλέπουν τον χώρο τους να στενεύει, ενώ και οι ψαράδες δυσκολεύονται ν’απλώσουν τα δίχτυα τους. Σ’αυτόν εδώ τον στενό χώρο συγκρούονται οι πιο αντιφατικές ανάγκες, σ’έναν αδήλωτο πόλεμο.

Η Μπάλτιζα όταν ήταν βάλτος.

Το βάλτωμα του λιμανιού ήταν πρόβλημα από παλιά κι ένα μέρος είχε γίνει εντελώς άχρηστο. Το 1865 ξεκινούν εργολαβίες και, ένα χρόνο αργότερα, «εκεί που στη Μπάλτιζα σχεδόν δεν περνούσε λέμβος, τώρα περνούν πλοία α’ τάξεως». Η πανοραμική φωτογραφία του 1868 που βρίσκεται στο Μουσείο δείχνει, κάτω από τον Φάρο, αγκυροβολημένο ένα πλοίο, μια «ατμοκίνητο βαθυκόρο» με φτερωτές ρόδες κίνησης, που είχε έρθει για να εκβαθύνει το λιμάνι. Όμως οι δουλειές της ναυτιλίας φθίνουν και το Δημοτικό Συμβούλιο ζητά από το κράτος το 1876 να φτιάξει μια δεξαμενή καθαρισμού πλοίων στη Μπάλτιζα, που έχει τις κατάλληλες διαστάσεις και βάθος, «όντος του μυχού του λιμένος τούτου λίαν ομαλού και έχοντος μήκος μέτρων γαλλικών 180, πλάτος δε 65 και βάθος πού μεν 3,5 μέτρα, πού δε δύο.» Αλλά το κράτος έχει άλλες προτεραιότητες, η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει ξεθυμάνει, η οικονομία βαλτώνει κι η μετανάστευση των Σπετσιωτών προς Πειραιά κι Αμερική αυξάνεται. Έτσι θα μείνουν τα πράγματα, μέχρι που ήρθε, 24 χρόνια αργότερα, ο Σωτήριος Ανάργυρος με τα κεφάλαια και τα οράματά του.

Στη γωνία της Μπάλτιζας (3/20) είναι το πρατήριο καυσίμων Μάρκου και λίγο πιο πάνω το σπίτι της οικογένειας. Στη μεγάλη σάλα του σπιτιού υπάρχει μια σπάνια τοιχογραφία που απεικονίζει τη ναυμαχία της Αρμάτας, από χέρι λαϊκού ζωγράφου. Ο Ανδρέας Μάρκου είναι ένας ακόμα από τους κουβαλητές του νησιού, που φροντίζει το ξωκλήσι του Άη Γιάννη στο νησάκι πλάι στη Σπετσοπούλα κι οργανώνει κάθε χρόνο το προσκύνημα. «Το νησάκι ήταν να το πάρει ο Βαρδινογιάννης να βάλει πετρέλαια. Ευτυχώς το πήρε ο Νίαρχος, που έχει προσφέρει πολλά στις Σπέτσες. Πάνω του είναι το ξωκλήσι που είχε ρημάξει και του είπα, να το προστατέψω». Υπήρχε κι ένα άλλο ξωκλήσι του Άη Γιάννη πάνω στη Σπετσοπούλα αλλά «το ρίξανε για να μην εμποδίζει το κυνήγι· μετά όμως που το γκρέμισε του ήρθαν όλα γρουσούζικα». Η γυναίκα του η Καίτη ήταν από τις πρώτες γυναίκες που ξεκίνησαν επιχείρηση στις Σπέτσες. Έβλεπε τα κότερα που δέναν στη Μπάλτιζα και πόσο τους ήταν δύσκολο να βρουν εφόδια, οπότε το 1962 ανοίγει ένα παντοπωλείο στο κατώι του σπιτιού. Για να πάρει εμπόρευμα από τον Πειραιά της ζητούσαν 20 χιλιάρικα, την ώρα που ένα καϊκι κόστιζε πέντε. Περιγράφει τη συνέχεια: «Δίνω λοιπόν ένα πακέτο γραμμάτια στον Ανδρέα και μου λέει, τι μου φέρνεις, όλα να τα πουλήσουμε δεν θα φτάσουν! Επειδή δεν ήξερα γλώσσες έφτιαξα μια κατάσταση με αριθμούς για να συνεννοούμαστε: το τυρί ήταν το νούμερο 15, τα αυγά το νούμερο 20 κλπ. Ο ξένος κυττούσε τη κατάσταση και μου έδειχνε τον αριθμό». Είχε προηγηθεί μια επικίνδυνη παρεξήγηση. Μια μέρα που πρόσεχε ο κυρ-Ανδρέας το μαγαζί, «μπαίνει ένας Γερμανός μ’ένα μπικίνι και μου λέει εγκ-εγκ. Τι θέλεις μωρέ τον ρωτώ, και βάζει το χέρι πίσω του και μου κάνει άσεμνες χειρονομίες. Βρε τον ανώμαλο το ξεδιάντροπο, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και βουτάω το μαχαίρι, έξω βρε από το μαγαζί!»

Οικισμός «Πιτυούσα»

Ο Ανδρέας Μάρκου λιάζεται το χειμώνα στο παγκάκι της Μπάλτιζας.

Πιτυούσαείναι η παλιά ονομασία των Σπετσών, που σημαίνει «πευκόφυτη». Ο οικισμός καλύπτει έκταση 35.000 τ.μ. από το παλιό

κτήμα Κούτση. Η διαφημιστική εκστρατεία, με την οποία ξεκίνησε το 1996, εξηγεί ότι πρόκειται για «μία νέα κοινότητα, μία μελετημένη «επέκταση» της πόλεως των Σπετσών, απ’ όπου και δανείστηκε τα αστικά και αρχιτεκτονικά της χαρακτηριστικά. Αποτελείται από 65 ιδιωτικές βίλες, υπερπολυτελούς κατασκευής, κάθε μία από τις οποίες θα έχει το δικό της περιφραγμένο κήπο» της οποίας την κατασκευή ανέλαβε η «πολυεθνική αλλά και διεθνούς φήμης εταιρία Joannou & Paraskevaides, γνωστή στην Ελλάδα κυρίως από την κατασκευή του Intercontinental Hotel και του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου.» Περίπου 30 χρόνια χωρίζουν την «Πιτυούσα» από τον πρώτο παραθεριστικό οικισμό στο Λιγονέρι και αξίζει να δει κανεις τις διαφορές αλλά και τις ομοιότητές τους.

Εδώ πια είμαστε στο κέντρο της Μπάλτιζας. (3/21) Ο παραλιακός δρόμος συνεχίζει από την άλλη πλευρά του λιμανιού και οδηγεί προς τον Φάρο. Από κάτω του βλέπουμε ένα παλιό κτίριο με τριπλή καμάρα, όπου στεγάζονται πλάϊ-πλάϊ ένα καρνάγιο κι ένα ντίσκο, το τότε και το τώρα των Σπετσών στο ίδιο κτίσμα.

Μπαλκόνι στις Σπέτσες

Ο βοσκότοπος έγινε πανάκριβα οικόπεδα.

Πιο πέρα, το σπίτι που συναντάμε αριστερά ήταν του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Ντεόν. (3/22) Με τον τίτλο «Μπαλκόνι στις Σπέτσες» είχε βγάλει το 1960 ένα βιβλίο (μεταφρασμένο στα Ελληνικά) όπου αφηγείται για τις Σπέτσες και για την Ελλάδα, με επεισόδια από την κοσμική και την καθημερινή ζωή. Μετά από μια μακρά απουσία, επέστρεψε το 1987-88 και έγραψε το «Πάλι πίσω, στις Σπέτσες» που, όπως εξηγεί, «δεν εξιστορεί ένα ταξίδι, αλλά μια κατάδυση στην καρδιά της Ελλάδας». Παρατηρεί τις «κουνελοφωλιές» που ξεφύτρωσαν για το λαϊκό τουρισμό καθώς και τα «βαρύγδουπα κτίσματα» κοντά του, αλλά μένει αισιόδοξος: «Σεισμοί, πόλεμοι, καταποντισμοί και μαζικός τουρισμός σαρώνουν αυτά τα νησιά δίνοντας συχνά την εντύπωση πως έχουν καταστραφεί. Όμως κρατούν αναλλοίωτη την ψυχή τους.» Έχει όμως να πει και λόγια φαρμακερά. Όπως κι άλλοι ξένοι, έτσι κι ο Ντεόν κυριεύθηκε από δυο έντονα συναισθήματα απέναντι στην Ελλάδα, πρώτα από έναν πυρετώδη φιλελληνισμό κι ύστερα από ένα πικρό μισελληνισμό. Αυτό το σύνδρομο, που λίγες άλλες χώρες το προκαλούν, είναι μια «υπερελληνίτιδα» όπου ο ξένος πρώτα βλέπει στην Ελλάδα όλα τα καλά που λείπουν από τη ζωή του, κι ύστερα διαπιστώνει πως ο τόπος δεν ικανοποιεί τις υπερβολικές του απαιτήσεις.

Εκκλησία της Αρμάτας

Καθώς συνεχίζει ο δρόμος συναντάμε δεξιά τα μνημεία (3/23) του Ανάργυρου Ανδρ. Χατζηαναργύρου, του ιστορικού των Σπετσών, και του Ιωάννη Γ. Κούτση, που έχτισε την εκκλησία της Παναγίας της Αρμάτας, την οποία θα συναντήσουμε λίγο παραπέρα. Αυτός ο ναός έχει μια ξεχωριστή θέση, διότι συνδέεται μ’ένα σημαντικό γεγονός του 1822, τη ναυμαχία των Σπετσών. Οι Σπετσιώτες τη γιορτάζουν κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Γέννησης της Θεοτόκου, όταν τα σπετσιώτικα πλοία έδιωξαν τον τουρκικό στόλο από τα νερά του Αργολικού, βοηθώντας έτσι στην άλωση του Ναυπλίου. Ο Ιωάννης Γ.Κούτσης (1797-1860) – του οποίου μόλις είδαμε το μνημείο – είχε λάβει μέρος σ’αυτά τα γεγονότα. Τη ναυμαχία αφηγείται, μέσα στην εκκλησία, ένας μεγάλος πίνακας που ζωγράφισε το 1887 ο θαλασσογράφος εγγονός του Κούτση, του οποίου είδαμε το σπίτι μετά τον Άγιο Μάμα.

Το 1989 κάποιος «φυσιολάτρης», θέλοντας ν’αποκτήσει την πιο όμορφη θέα των Σπετσών, αγόρασε το διπλανό χώρο κι άρχισε να κόβει τα πεύκα αλλά τον σταμάτησαν οι εξαγριωμένοι Σπετσιώτες. Η υπόθεση είναι ακόμα στα δικαστήρια.

Φάρος

Ο φάρος.

Εδώ ο δρόμος συνεχίζει ίσια προς το φάρο ενώ αριστερά οδηγεί στο κανονιοστάσιο.
Ο φάρος (3/24) πρωτοχτίστηκε το 1831 με έξοδα της ναυτικής οικογενείας Γουδή. Ήταν ο δεύτερος του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με πηγή ενέργειας το λάδι και φωτοβολία μέχρι 10 μίλια. Με αφορμή το λάδι του φάρου, οι ιθύνοντες των Σπετσών αντιμετωπίζουν την πρώτη περίπτωση ιδιωτικοποίησης ενός δημοσίου αγαθού. Το 1853 εμφανίζεται ένας επιχειρηματίας και προτείνει ν’αναλάβει αυτός το φάρο, με μικρότερο κόστος. Συνεδριάζει το Δημοτικό Συμβούλιο και αποφασίζει να μην αναθέσει στον ιδιώτη εργολάβο το λάδι του φάρου διότι «ο φωτισμός του φάρου τούτου αφορά την ασφαλή προειδοποίησιν των προερχομένων άλλοθι πλοίων και η καθ’ εκάστην νύκτα φωταψία πρέπει να είναι τακτική». Άρα δεν μπορεί να ανατεθεί, χάριν οικονομίας, σε κάποιον που «θέλει βεβαίως ελαττώνει, προς ιδιοτελή σκοπόν, το έλαιον του φάρου και επομένως η ελαττωθησομένη φωταψία θέλει φέρει προσκόματα εις τας προσορμήσεις των πλοίων». Το 1885 ο φάρος εκσυγχρονίζεται ώστε να λειτουργεί με πετρέλαιο και η φωτοβολία του φτάνει τα 12 μίλια ενώ εκατό χρόνια αργότερα, το 1986, μπαίνει σε αυτόματη λειτουργία.

Άλσος Κανονιοστασίου

Επιστρέφουμε στην διακλάδωση και κατεβαίνουμε το δρόμο αριστερά, με το ναυπηγείο των αδελφών Κλείσα, όπου ξεκινά ο περίπατος του κανονιοστασίου. (3/25) Ο περίπατος περνά μέσα από έναν πρωτότυπο ζωολογικό κήπο με κατσίκες, τραγιά και άλλα ζώα που έφτιαξε με παλιοσίδερα η γλύπτρια Ναταλία Μελά. Σ’αυτήν χρωστάμε και τη Μπουμπουλίνα μπροστά στο Ποσειδώνιο καθώς και τον ορειχάλκινο Μπαρμπάτση που θα δούμε πιο κάτω. Προχωρώντας, συναντάμε ένα μεταλλικό ταύρο και μπορούμε είτε να συνεχίσουμε ίσια ή να κατέβουμε αριστερά και πάλι δεξιά, μια διαδρομή σε «Ζ» που οδηγεί στη προτομή του Αλεξέι Ορλώφ. Εκεί μπροστά, κάτω από το φάρο ήταν η καραντίνα, δηλαδή το λοιμοκαθαρτήριο που έλεγχε τα πληρώματα των πλοίων μήπως κουβαλούσαν επιδημίες, και στην άκρη ήταν το κανονιοστάσιο που προστάτευε την είσοδο του λιμανιού.

Αλεξέϊ Ορλώφ

Ρώσοι ναυτικοί στα εγκαίνια της προτομής του πρίγκηπα Ορλώφ.

Ο Ρώσος κόμης Αλεξέι Ορλώφ (3/26) κατέπλευσε στα ελληνικά νερά το 1769 για να ξεσηκώσει τους Έλληνες κατά των Τούρκων, ξεκινώντας από τη νότια Πελοπόννησο, τη Μάνη και τα νησιά. Πιο προσεκτικοί οι Υδραίοι αρνούνται, ενώ οι Σπετσιώτες επαναστατούν, με αποτέλεσμα να τιμωρηθούν σκληρά όταν οι Ρώσοι τους αφήνουν στο έλεος του εχθρού. Έτσι, παρ’όλο που κι άλλοι τόποι διεκδικούσαν να στηθεί σ’αυτούς η προτομή του Ορλώφ, οι Ρώσοι τελικά προτίμησαν να τιμήσουν τις Σπέτσες.

Στο τέλος του μονοπατιού βλέπουμε το κανονιοστάσιο και το άγαλμα του πυρπολητή Κοσμά Μπαρμπάτση. (3/27) Πιο πέρα, στην άκρη της ακτής, στέκεται ακέφαλος ο παλιός χυτοσίδηρος φανός του λιμανιού, δίπλα στο νέο. Το Φεβρουάριο του 1944, αγγλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το πλοίο «Κέφαλος» που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί για να μεταφέρει εφόδια στην Κρήτη, και που ήταν μέσα στο λιμάνι. Το ένα αεροπλάνο χτυπά τον φανό με το φτερό και πέφτει πιο μακρυά, στον όρμο του Γαρύφαλλου, πίσω από τον οικισμό «Πιτυούσα». Μέχρι τότε, οι Σπετσιώτες κατάφερναν να συγκρατήσουν τις έχθρες που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια της Κατοχής. Αρκούσε όμως ένα τυχαίο επεισόδιο, όπως αυτό, για να πυροδοτήσει μια σειρά από τραγικά γεγονότα. Οι Σπετσιώτες κηδεύουν τον Άγγλο πιλότο που σκοτώθηκε και φυγαδεύουν εκείνον που διασώθηκε. Σκοτώνεται στο πλοίο κι ένας γερμανός στρατιώτης 19 ετών, που – παραδόξως – λεγόταν Κάρλ Μάρξ, όπως αναφέρει το Βιβλίο Θανάτων του Δήμου. Ο τότε Δήμαρχος Πολύβιος Λεκός τον κηδεύει με δημόσια δαπάνη, θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα ουδετερότητας στους Γερμανούς και να κρατήσει τις Σπέτσες έξω από τον κύκλο της βίας. Αλλά έτσι υπογράφει και τη θανατική του καταδίκη· ήδη κάποιοι του προσάπτουν υπερβολική οικειότητα με τους κατακτητές. Ένα απόσπασμα της ΟΠΛΑ («Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα», δηλαδή οι εκτελεστές του ΚΚΕ) τον απαγάγει τον Μάρτιο και τον σφάζει, μαζί με άλλους προύχοντες, στο απέναντι βουνό, τα Δίδυμα. Τον Ιούνιο οι Γερμανοί ξανάρχονται στις Σπέτσες με λίστα καταζητουμένων· άλλους τους εκτελούν οι ίδιοι, κι άλλους τους εκτελούν κάποιοι Σπετσιώτες – τόσο πολύ είχε βαθύνει η ρήξη μεταξύ των παρατάξεων. Ο κύκλος της βίας συνεχίζει: έρχονται οι Άγγλοι, πιάνουν αιχμαλώτους· μετά φεύγουν στην Αθήνα όταν ξεσπούν τα Δεκεμβριανά· επιστρέφουν οι κομμουνιστές και παίρνουν ομήρους με τη σειρά τους.

Κοσμάς Μπαρμπάτσης και Ναυμαχία των Σπετσών

Ο πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης.

Υπάρχουν μάχες που κρίνουν έναν πόλεμο· τέτοια ήταν η ναυμαχία των Σπετσών. Υπάρχουν και άτομα που κρίνουν μια μάχη· τέτοιος ήταν ο Μπαρμπάτσης ο πυρπολητής. Όπως εξηγεί η γλύπτρια Ναταλία Μελά (που έφτιαξε και τη Μπουμπουλίνα μπροστά στο Ποσειδώνιο), «είναι κάποιος που ορμά πρόθυμος να θυσιαστεί, όπως χιλιάδες άλλα παληκάρια». Ένα χρόνο μετά την έναρξη της Επανάστασης, ο Σουλτάνος αποφασίζει να διαλύσει την πολιορκία του Ναυπλίου και ν’ ανακτήσει τον έλεγχο του Αιγαίου καταστρέφοντας τις βάσεις του ελληνικού στόλου, δηλαδή τα τρία ναυτικά νησιά, Σπέτσες Ύδρα και Ψαρά. Στα μέσα Ιουλίου του 1822 πλησιάζει η τουρκαιγυπτιακή αρμάδα. Η Χίος είχε ήδη καταστραφεί κι ο κόσμος φοβάται μη ξαναγίνει το κακό κι εδώ. Οι Σπετσιώτες κουβαλούν τα γυναικόπαιδά τους στην Ύδρα, όπου οι απότομες ακτές δυσκολεύουν τις αποβάσεις. Όταν ο εχθρικός στόλος πλησιάζει τις Σπέτσες, ο ναύαρχος Μιαούλης υψώνει σήμα να υποχωρήσουν τα ελληνικά πλοία προς το Ναύπλιο· αλλά οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι, βλέποντας πως έτσι θα ‘μενε ανυπεράσπιστο το νησί, ξεκινούν το κανονίδι και παρασύρουν τους άλλους. Η ναυμαχία γενικεύεται σε όλο το θαλάσσιο στενό μεταξύ Σπετσών και Πελοποννήσου. Ο κάθε πλοίαρχος αυτοσχεδιάζει – μη ξεχνάμε πως δεν υπήρχε κεντρικός συντονισμός, αφού ο στόλος «δεν ήταν παρά τα ιδιωτικά εμπορικά πλοία των νησιωτών, που με τα δικά τους χρήματα και διάθεση τα έκαναν πολεμικά, χωρίς να παραχωρήσουν την ιδιοκτησία τους στην πολιτεία, αφού αυτή ήταν ανύπαρκτη τότε» όπως σημειώνει ο Ανδρέας Κουμπής στο βιβλίο του «Οι Σπέτσες στον Αγώνα».

Δύο μεγάλες αντικρυστές μορφές: εδώ ο Μπαρμπάτσης κι απέναντι στη Ντάπια η Μπουμπουλίνα.

Ο τουρκικός στόλος επιμένει, ο ελληνικός του φράζει το δρόμο κι η γη σείεται μέχρι την Ύδρα από τους κανονιοβολισμούς. Η φρουρά που είχε μείνει στις Σπέτσες με τον Χατζηγιάννη Μέξη ρίχνει από το κανονιοστάσιο. Κάποια στιγμή από το λιμάνι πετιέται ένα πλοιάριο και κωπηλατεί με μανία προς τον εχθρικό στόλο. Είναι το πυρπολικό του Κοσμά Μπαρμπάτση που κρατά αναμμένο δαυλό και ορμά μέσα από τα εχθρικά πλοία, καταπάνω στην τουρκική ναυαρχίδα, δείχνοντας μια «μέχρι παραφροσύνης αφοβία», όπως έγραψε αργότερα ο Νικόλαος Μέξης, που τον ζητωκραύγαζε μαζί με την άλλη φρουρά του νησιού. Αυτό ήταν, λέει η παράδοση, το κρίσιμο σημείο της μάχης. Οι Τούρκοι απομακρύνονται· δεν ανεφοδιάζουν το Ναύπλιο κι έτσι, λίγες εβδομάδες αργότερα, το αλώνουν οι Έλληνες.

Το άγαλμα του Ορλώφ δείχνει έναν πρίγκηπα που εκτελούσε κρατικές εντολές, ενώ του Μπαρμπάτση δείχνει ένα παιδί του λαού, ξυπόλητο και με σχισμένα ρούχα, που ενεργεί αυθόρμητα. Μετά την απελευθέρωση ο Μπαρμπάτσης ξανάγινε ψαράς, κι ανηφόριζε κάθε βράδυ προς το Καστέλι, στο σπίτι όπου είχε γεννηθεί. Εκεί θα μας πάει ο επόμενος περίπατος.

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή (πίνακας περιεχομένων):
<<Τι θα δεις στις διαδρομές Σπετσών>>
β) Προχωράς στο επόμενο:

<<4. Προς το Καστέλι>>