6.Οι τρελοί των Σπετσών

Απο τις συζητήσεις με τον Στέφο Αλεξανδρίδη.

Γιατί ασχολούμαστε: τρελοί και σελέμπριτι
— εδώ ανοίγω μια παρένθεση με σχόλιο —
Με παραξένεψε μια φωτογραφία του 1938 που έγραφε «Τα λουλούδια των Σπετσών» και είχε απο κάτω τις εξής συντμήσεις: ΑΝΔΡ. ΑΝΤΩΝ. ΤΑΚ. ΤΣΟΥΡ. ΜΙΣΟΛ. ΠΥ.

Ζήτησα του Στέφου να μού πει την ιστορία αυτών των ανθρώπων. Ύστερα ρώτησα κι άλλους που γνώριζαν εκείνη την εποχή, και συμπλήρωσα τις σημειώσεις μου. Αν δουν τα ονόματα οι συγγενείς, ελπίζω να μην προσβληθούν – δεν έχω τέτοια πρόθεση.

Οι τρελοί ήταν τα σελέμπριτι της εποχής. Κι οι ιστορίες τους, κάτι σαν το σημερινό People ή τα αντίστοιχα ελληνικά περιοδικά.
Πέτρος Χαριτάτος
— εδώ κλείνω την παρένθεση —

Τα λουλούδια των Σπετσών, 1938

Τα λουλούδια των Σπετσών, 1938

(Δείτε και τις άλλες 6 αφηγήσεις του Στέφου Αλεξανδρίδη στη σειρά «Ο Στέφος και η εποχή του»)

Τα χρόνια εκείνα γύρω στο 1935, η αλληλογραφία ήταν στο φουλ με την Αμερική και έπρεπε να υπήρχε τότε μια κάρτ-ποστάλ με τους παλαβούς διότι τότε δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε τηλεόραση και ο κόσμος διασκέδαζε με τα χάλια αυτών των ανθρώπων. Κι έτσι ο πατέρας μου αποφάσισε να τους κάνει όλους ένα τραπέζι, να τους μαζέψει όλους στο σπίτι μας και να τους βγάλει φωτογραφία. Αφού τους έκανε τραπέζι ετοίμασε τη μηχανή, που ήτανε τότε πρωτόγονη μηχανή με τα τρίποδα και το πουλάκι που λέγανε, που πρέπει ν»ανοίξεις το φακό και να μη κουνιέται ο άλλος. Αλλά την ώρα που έλεγε προσέχτε μη κουνιόσαστε, εκείνοι κυττάζαν ποιός θα φάει το φαί του αλλουνού, γιατί είχε βάλει διάφορα εκεί μπροστά και κουνιόντουσαν και βγήκε πολύ κουνημένη η φωτογραφία και δεν έγινε τίποτε. Στεναχωρέθηκε, κάνει δεύτερο τραπέζι, πάλι τα ίδια. Λέει δεν γίνεται αυτό, κάτι πρέπει να σκεφτούμε. Ήτανε Μικρασιάτης ο πατέρας μου, πάντα κάτι κατέβαζε η κούτρα του και άρχισε να τους φέρνει έναν-έναν στο σπίτι να τους κάνει το τραπέζι. Και την ώρα εκείνη κάθισαν οι ανθρώποι και δεν κουνήθηκαν και τους έβγαλε τη μιά, έβγαλε το δεύτερο την άλλη μέρα και τους συγκέντρωσε όλους. Πιάνει μετά με το ψαλιδάκι, ένα πολύ ψιλό του κεντήματος, και κόβει γύρω-γύρω, κάνει σα χαλκομανίες και τα κολλάει όλα σ’ ένα, και κατάφερε κι έφτιαξε αυτό. Μετά αυτό έγινε μπεστ-σέλερ, το βάζαν στην αλληλογραφία για την Αμερική, για να δουν εκεί τους παλιούς και να κάνουν χαρά. Τον καιρό εκείνο πάνω από χίλιες τέτοιες καρτ-ποστάλ επούλησε ο πατέρας μου, τέσσερις δραχμές η μία, ήτανε μεγάλη δουλειά μέσα στη φτώχεια τότε.

— παρένθεση με σχόλιο —
Πιο κάτω σημειώνω τις πληροφορίες για τον καθένα απο τους «τρελούς», μαζί με τα αρχικά του προσώπου που τις δίνει (ΣΑ = Στέφος Αλεξανδρίδης). Φαίνεται ξεκάθαρα πως ο κάθε «τρελός» έχει τη δική του προσωπικότητα και το δικό του ρόλο στην κοινωνία. Όμως όταν ήρθε η πείνα της Κατοχής, όλοι τους πεθάναν απο την πείνα, όπως αρκετοί άλλοι φτωχοί κι απροστάτευτοι.
— κλείνει η παρένθεση —

ΑΝΔΡ = Ανδρέας Κάλης, παραγγελιοδόχος.

ΝΚ – Αυτό ήταν το όνομά του. Δεν ήταν τρελός. Ήταν παραγγελιοδόχος, πολύ εργατικός και καλαμπουρτζής. Μόρφωση μηδέν.
ΣΑ – Αυτός, όταν τούλεγες Κάλη, εθύμωνε. Οι δρόμοι ήταν χωματένιοι κι έπιανε πέτρες και σου τις έριχνε. Ο Μαγδάλης που είχε το περίπτερο, ήταν Μεγάλη Παρασκευή, τότε που λένε το ‘Αι γενεαί αι πάσαι’, του λέει, «θα σε κοροϊδεύει ο παπάς, μια στιγμή θα σου πει «Ο ωραίος κάλλει» κι εκείνη την ώρα κανόνισε τι θα του κάνεις. (Λέει ο παπάς αυτή τη φράση στην πρώτη στάση από τα Εγκώμια του επιτάφιου θρήνου: «7. Ο ωραίος κάλλει, παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την φύσιν ωραϊσας του παντός.») Ήταν λοιπόν στον Άγιο Αντώνη και μόλις το ακούει φωνάζει «ποιόν είπες ρε ωραίος ο Κάλης!» κι άρχισε να βλαστημάει.

Ο Τσουρίνας κι ο Αντώνης ο Καλάς που πέθαναν στην Κατοχή.

Ο Τσουρίνας κι ο Αντώνης ο Καλάς που πέθαναν στην Κατοχή.

ΑΝΤΩΝ = Αντώνης Καλάς. μορφωμένος.

ΝΚ – Αυτό ήταν το όνομά του. Από καλή οικογενεία, μορφωμένος, κατά καιρούς ναυτικός, με ολίγα εγγλέζικα και κάτι σπασμένα γαλλικά. Λόγω της αρρώστιας του (σύφιλη) είχε εγκατασταθεί εδώ, έκανε θελήματα, αλλά δεν έστεκε καλά εις τας φρένας του. Άκακος, καλαμπούρι, κι ό,τι τούδινες τόπαιρνε και σούλεγε πως είσαι και κορόιδο. «Είσαι κορόιδο», ήταν το ρεφρέν του στο καθετί. Τις απόκριες του ’42 ενώ ήμασταν στον Άγιο Αντώνη και λειτουργούσε ο παπα-Παντελής (Τσαπάρας), μπαίνει μέσα στην εκκλησία φορώντας ένα λούτρ παλτό (καλό ρωσικό γούνινο) και βαδίζει προς τη δεξιά πλευρά. Πλησιάζει τον δεξιό ψάλτη τον Μαντά που εκείνη την ώρα έψελνε, και φωνάζει «Μαντά, μου πάει το παλτό;» Άρχισαν όλοι να γελάνε. Στην αριστερή πλευρά ήταν η Κα Βικτωρία Πετρούτση της οποίας ήταν το παλτό. Αμέσως έτρεξε με τον σύζυγό της και τον έβγαλαν από την εκκλησία, λέγοντας «μα τι έκανες Αντώνη!» Κι αυτός απάντησε: «Τι να κάνω, κρύωνα!»
ΧΠ – Ήταν μορφωμένος, του δίναν την εφημερίδα ανάποδα και τη διάβαζε.
ΣΑ – Εδώ του Αντώνη τον Καλά του έχει βάλει μια προβιά και μια καρύδα κομμένη με γάλα μέσα για να πιεί, του άρεσε πολύ το γάλα. Λοιπόν ήτανε τότε Κατοχή, θυμάμαι τότε ήμασταν παιδιά, τέσσερα παιδιά του πατέρα μου, δεν είχαμε δουλειά να κάνουμε, πέρναγε ο Αντώνης ο Καλάς απ’ όξω, τον φωνάζουμε στο σπίτι, δεν είχαμε πολλά καθίσματα, τονε βάζουμε σε μια κασέλα, σ’ένα σεντούκι που είχε χαραμάδες απάνω, ήτανε παλιοκατασκευή. Κι έκατσε κάτω, βρε Αντώνη, πες μας κάτι να γελάσουμε. Τι να σας πώ, έλεγε. Βρε Αντώνη, αμόλα καμιά πορδή να γελάσουμε. Δεν έχω, λέει εκείνος. Έλα βρε, σφίξου λιγάκι. Έκανε να σφιχτεί, δεν μπορούσε, μωρέ σφίξου, σφίξου, και με το σφίξου που λες τον παίρνουν τα κάτουρα, κατουρήθηκε απάνω του και πήγαν τα κάτουρα στη κασέλα και κατεβήκαν κάτω που ήταν ψωμιά μέσα στη κασέλα αυτή, και τους είχε φέρει το στάρι με τα χίλια βάσανα από τη Μονεμβάσια που είχε πάει ο πατέρας με τη μάνα μου – και τα κατούρησε τα ψωμιά… Μόλις είδε η μάνα μου έτσι αυτό, να μας πιάσει στο ξύλο, και οι τέσσερεις φάγαμε ξύλο. Μετά λέει, εαν δεν τα φάτε αυτά, δεν πρόκειται να σας ξαναφτιάξω άλλο. Έλα που τότε είχαμε πείνα, ήτανε Κατοχή, κι αναγκαστήκαμε αυτά τα ψωμιά, που ήτανε για μια βδομάδα, και τα φάγαμε σ’ ένα μήνα, κι έτσι μας εξαναζύμωσε. Πάλι στον Αντώνη, του είχαμε δώσει καπνό κι έστριψε ένα τσιγάρι κι ύστερα του λέμε άναψε. Είχαμε μια λάμπα κρεμασμένη, ήτανε ηλεκτρική, και ρούφαγε το τσιγάρο, δεν παίρνει φωτιά έλεγε. Εμείς γέλια, αυτός τράβαγε, τράβαγε και τίποτε. Ήτανε πολύ πρόθυμος, σε ό,τι δουλειά τούλεγες έτρεχε, ήταν καλός άνθρωπος. Αυτός άδειαζε τους βόθρους, τον εφωνάζαν και πήγαινε, δεν τον πείραζε η βρώμα.
(Μια σύντομη παραλλαγή αυτής της ιστορίας δημοσιεύτηκε στον Σπετσιώτικο Αντίλαλο, τεύχος 188, Μάρτιος 2008).

ΤΑΚ = Τάκης Καλούδης, απο καλή οικογένεια.

ΝΚ – Αυτό ήταν το όνομά του. Απόγονος καλής οικογένειας αλλά στα ταξίδια του πήρε κι αυτός το μικρόβιο της σύφιλης και τον χτύπησε στο κεφάλι. Δεν έβλαπτε κανέναν· είχε τη μανία να κάνει τον ρακοσυλλέκτη και ό,τι μάζευε το άφηνε στο κατεστραμένο κτίριο (δίπλα στο ιατρείο) όπου και κοιμόταν. Όταν τον έπιανε η κακιά του στιγμή είχε μια σταθερή κραυγή

«Δεν δουλεύω στο πράμα σου
και βασιλιάς να γίνεις δε σε χαιρετάω
κι απ’ το παλάτι να διαβείς
σου γαμώ τη Παναγία»

κι αφού τα’ λεγε ηρεμούσε.
ΧΠ – Έλεγε, «περπατάω και δεν σας χαιρετάω».
ΣΑ – Αυτός ο Τάκης ήταν ένας καλός άνθρωπος και όλο ήταν με το Χριστό και τη Παναγία, όλο έκανε το σταυρό του. Μια μέρα που έκανε κρύο, ένα Γενάρη της Κατοχής, επήγε στον Άγιο Γιάννη πούναι στην Αγορά, εκεί είχαμε μια κάσα, και όλοι οι φτωχοί μ’ αυτή τη κάσα τους θάβαμε, και τότε που πεθαίναν και πολλοί. Τότε που έκανε κρύο, πού να πάει, πού να πάει, μπαίνει στον Άγιο Γιάννη, μπαίνει μέσα στην κάσα, ρίχνει και το καπάκι από πάνω και βρήκε ησυχία και κοιμήθηκε. Το πρωί έτυχε να έχει λειτουργία ο παπα-Παντελής. Άρχισε ο ψάλτης να λέει, τον ανησύχησε τον Τάκη. Μόλις βγήκε και θυμιάτιζε ο παπάς, πετάει το καπάκι και σηκώνεται απάνω, «ρε τι θες εσύ και μου χαλάς τον ύπνο!’ και τρέξαν έξω φοβισμένοι. Μ’αυτό όλος ο κόσμος γέλαγε, είχε καιρό που δε γελούσε με τη Κατοχή.

ΤΣΟΥΡ = Τσουρίνας, αχθοφόρος.

ΝΚ –  Ο Παναγιώτης Κομπόγιωργας. Δεν ήταν τρελός, ήταν πονηρός, πολύ πονηρός και ψεύτης. Τεμπέλης: άδειαζε τους βόθρους κι έκανε τρεις μέρες να τελειώσει τη δουλειά – δηλαδή άνοιγε άλλο λάκκο δίπλα και τάριχνε εκεί. Ή γέμιζε τενεκέδες και τους φορτώναν οι γεωργοί.
ΣΑ – Ήταν ένας καλός αχθοφόρος, πάντα είχε γύρω στη μέση του, ίσαμε έξη-εφτά βόλτες ένα σκοινί. Μ’αυτό έδενε διάφορα πράματα, όπως τον είδα μια μέρα με μια ντουλάπα, την είχε δέσει με το σκοινί, είχε καμπουριάσει και την πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο. Ήταν πολύ εξυπηρετικός και του άρεσε το χρήμα, πληρωνόταν καλά για να κάνει αυτή τη δουλειά.

ΜΙΣΟΛ = Μισόλας, στρατιώτης.

ΝΚ – Ο Νικόλαος Βώκος. Είχε επιστρατευτεί στους Βαλκανικούς Πολέμους και του σάλεψε, από το φόβο με το θόρυβο που κάναν οι οβίδες. Ήταν αδελφός του Βώκου, του χασάπη. Το επείραζαν όλοι στην αγορά. Κάθε μέρα ο Μιχάλης Τσαπάρας, ο Κοσμάς Τριανταφύλλου και ο Σπύρος Μπέης του κάναν πλάκες. Του έλεγαν, όταν θα γεννήσει, να τους φυλάξει από ένα κουτάβι. Αυτός απαντούσε με αισχρές κουβέντες: «Εγώ βρε! Τις γυναίκες σας τις γαμάνε στα ποτάμια!» (τα κρυφά μέρη ήταν τα ποτάμια). Του λέγαν, θα σου ρίξω (ένα τρίγωνο). Απαντούσε: «Θα το ρίξεις στης μάνας σου το …».
ΣΑ – Μόλις του έλεγες Μισόολα, έπιανε κι έριχνε πέτρες σε όποιον εύρισκε.

ΠΥ = Μπύρος (όχι Πύρρος) ή Κάνουλας.

ΝΚ – Ο Σπύρος Βελιώτης ή Κάνουλας. Λίγο ελαφρύς, αχθοφόρος, βωμολόχος αλλά επήγαινε φιρί-φιρί για να τον πειράξουνε. Μια μέρα στου Μπέη το χασάπικο ήρθε μέσα ο Σπύρος και ξεροτριβότανε στον τοίχο. Του λέει ο Μπέης, «ακόμα δεν πήγες σχολείο;» κι απαντάει εκείνος, «πηγαίνω στης μάνας σου το …». Τη μάνα του τη λέγαν Ελένη ή Μπελενιώ. Ήταν κι αυτή μπεκρού και ήθελε κάθε μέρα δυο οκάδες κρασί. Της έμοιασαν τα παιδιά της και τους μνημόνευαν στις ταβέρνες:

Αγγλίς Γαλλίς και Κανουλίνα τρεις
της Μπελενιώς η κόρη
του Μπύρου η αδελφή
και του Μπαμκουράδα η γυναίκα

ΣΑ – Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος αλλά κάτι του λέγανε, και μόλις το λέγανε, γινόταν άλλος άνθρωπος.

Παρατηρήσεις για το θέμα των «τρελών»

— παρένθεση με σχόλιο —
Ακολουθούν κάποιες άλλες παρατηρήσεις για το θέμα των «τρελών».
— κλείνει η παρένθεση —

ΠΜ – Ήταν κι ο Κωνσταντής ο Ανδριώτης. Καθόταν στο σκαλοπάτι του Αγίου Αντώνη και έλεγε ποιήματα. Περνάει ο μαριδάς ο Κοφινιώτης με το (μ)πιζόβολο (ένα δίχτυ στρογγυλό που το πετάν στην παραλία και ζώνουν τους κεφάλους) και λασκάρει το μπιζόβολο και το ρίχνει και τον πιάνει. Λέει λοιπόν ο Κωνσταντής:

«Είχα δει πολλούς ζουρλούς
Μα σαν τις Σπέτσες όχι
να πιάσουνε τον Κωνσταντή
σα γλάρο μεσ’ τη ‘πόχη»

ΝΚ – Ο πρώτος και ο 4ος (Ανδρέας και Τσουρίνας) δεν ήταν τρελοί, απλώς αλαφροίσκιωτοι. Αυτούς που είχαν σύφιλη (Αντώνης, Τάκης, Μπύρος κι ένας άλλος) τους έπαιρνε το φθινόπωρο ο καπτα-Βαγγέλης Δαβιώτης (νυν οικία καθηγητού Μπέη) και τους έριχνε τις ενέσεις της χρονιάς για να μη μεταδόσουν την ασθένεια. Είχαμε και επιληπτικούς, το λέγανε σεληνιασμό. Για τους τρελούς, η οικογένεια μπορούσε να τους στείλει στο Δαφνί, και κάποιοι συνήρχοντο. Τους δίναν κι αφιόνι: ζητούσες αφιόνι για την αϋπνία – ήτανε παπαρούνα.
ΧΠ – Ήταν πιο πολλοί στα σπίτια ή κυκλοφορούσαν στην αγορά; 6-7 στην αγορά, όλοι ακίνδυνοι, άλλοι 15 περίπου στα σπίτια και 3-4 στο Δαφνί. Εαν υπήρξε επόμενη γενιά; Όχι, ίσως διότι δεν ήταν ντόπιοι, ίσως εκείνοι να είχαν ξεπέσει στις Σπέτσες.
ΣΑ – Που κοιμόντουσαν; Τότε στις Σπέτσες είχε πολλά χαλάσματα, μισογκρεμισμένα σπίτια, και βρίσκαν εκεί πέρα. Ή είχαν αδέλφια και τους είχανε μια αποθηκούλα και κοιμόντουσαν κι όποτε του δίναν κάποιο φαί, αλλιώς πηγαίναν και ζητιανεύανε, τους αγαπούσε ο κόσμος πολύ. Από τι πάσχανε; Τα χρόνια εκείνα πίνανε πολύ κρασί, κι αυτοί τότε με το κρασί το πολύ πιάναν τη γυναίκα και το παιδί έβγαινε έτσι. Επίσης για να κοιμηθούν τα μικρά τους δίναν αφιόνι και πολλοί πάθαν από το αφιόνι. Αυτοί οι τρελοί κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι. Μόνο ο Τσουρίνας επειδή έκανε μεταφορές είχε κάτι παλιοαρβύλες. Όποιος είχε παλιοπάπουτσα τους έδινε· μια φορά του δώσανε του Αντώνη του Καλά ένα άσπρο παπούτσι κι ένα μαύρο και πήγαινε έτσι στα θελήματα, δεν τον ένοιαζε. Είχαμε και γυναίκες, αλλά ήταν στα σπίτια, δεν βγαίναν εύκολα. Όλοι αυτοί πέθαναν στη Κατοχή, όλοι μέσα σ’ ένα χρόνο, τους έφαγε η πείνα. Όλους τους κηδέψαμε μ’αυτό το φέρετρο του Άη Γιάννη και τους ρίχναμε στον τάφο μέσα, κι επειδή ήταν άνθρωποι καλοί και δεν είχανε συγγενείς οι περισσότεροι, πηγαίναμε όλη η μαρίδα, οι μικροί τότε. Μ’ένα παπά μόνο κι εμείς από πίσω, πηγαίναμε στο νεκροταφείο, τους βάζαμε μέσα και εμείς τους ρίχναμε το χώμα και κάναμε εμείς το νεκροθάφτη, η μαρίδα. Οι περισσότεροι στον Άγιο Αδριανό, είχαν τότε ο καθένας τον τάφο του.

Ο Στέφος απαντά στην τελευταία μου ερώτηση: Άν είναι καλύτερα να τους έχουμε «μέσα» ή «έξω»; Η γνώμη μου; Να κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Διότι όταν πάνε στα τρελοκομεία γίνονται χειρότερα. Τον καιρό που υπηρετούσα είχαμε από δω πέρα ένανε και ο αδελφός του μου είχε δώσει λεφτά και πήγαινα και τον έβλεπα. Λένε πως είχε τρελαθεί απ’τη πολλή μαλακία. Αυτός τόσκασε μια μέρα και μπήκε σ’ένα καράβι για νάρθει στις Σπέτσες. Τον πιάσαν, του φορέσαν το ζουρλομανδύα και τον βάλανε μέσα. Και για να μην το σκάσει πάλι του κάναν μια ένεση και του παραλύσαν τα πόδια για ένα, για δυο μήνες, να μη μπορεί να περπατήσει.

——————-