Ένα παντοπωλείο του 1960

Ο κ. Κώστας Μπής είχε την καλοσύνη να μου δανείσει ένα παλιό βιβλίο λογαριασμών από το παντοπωλείο του, στην περιοχή Αγίων Αποστόλων στις Σπέτσες. Είναι ένα πρόχειρο βιβλίο που κανονικά θα είχε πεταχτεί, όπως τόσα άλλα. Ευτυχώς, η σύζυγός του Κα Σοφία Μπή, απεφάσισε να το κρατήσει. Έτσι, χάρη σ’εκείνην, αυτό το απλό «μπακαλοτέφτερο» μάς μιλάει σήμερα για την ζωή μιάς γειτονίας στη δεκαετία του ’60.

Για το φαί: μανέστρα μοσχάρι. Οι τιμές σε δραχμές του 1960. (σελ. 88)

Για το φαί: μανέστρα μοσχάρι. Οι τιμές σε δραχμές του 1960. (σελ. 88)

Σ’αυτή τη γειτονιά κατοικούσαν ψαράδες, οικοδόμοι, συνταξιούχοι – μια φτωχή περιφέρεια. Βρίσκεται έξω από το κέντρο και την «αγορά», κι έτσι το παντοπωλείο εξυπηρετεί τις πρώτες ανάγκες των γειτόνων. Την ίδια δουλειά κάναν στις Σπέτσες κι αρκετά άλλα συνοικιακά παντοπωλεία. Κάποια από αυτά κλείσαν όταν ήρθε το σουπερμάρκετ Κρητικού από την Αίγινα και έριξε τις τιμές.

Οι τακτικές πελάτισσες αγοράζαν επί πιστώσει. Ο κ.Μπής σημείωνε τα προϊόντα στο βιβλίο, με χωριστή σελίδα για κάθε νοικοκυρά. Το βιβλίο είναι μακρόστενο, διαστάσεων 31 x 16 εκατοστών και έχει 185 φύλλα. Η κάθε σελίδα χωρούσε περίπου 100 εγγραφές, σε δύο στήλες. Πρώτα η ημερομηνία, μετά το εμπόρευμα και η τιμή. Να ένα παράδειγμα από την πρώτη σελίδα:

20-12   Υπόλοιπο        54,1
λάδι                 44
ντομάτα           2,5

21
χαλβά              3
ταχίνι               3
ρύζι                 2,5
ελιές                4
ταϊτ                  2,5

22
ελιές                2
μυγοπαγίδα     2

Οι περίπου 370 σελίδες καλύπτουν λογαριασμούς 7 χρόνων (1960 έως 1967) για περίπου 15 νοικοκυριά. Μερικές εγγραφές δείχνουν πως το παντοπωλείο εξυπηρετούσε κι άλλες ανάγκες, λ.χ. «παπούτσια 35» (φύλλο 77), «ταχυδρομ. 5» (φύλλο 80), «ηλεκτρικό 16,5» (φύλλο 80), «ντομινό 2» (φύλλο 81), «μετρητά 100» (φύλλο 83). Δεν ήταν παπουτσάδικο ή ταχυδρομείο, ούτε περίπτερο ή τράπεζα – όμως η εξυπηρέτηση ήταν πράξη καλής γειτονίας.

Για το γλύκισμα: βούτυρο ζάχαρη αυγά γάλα σιμιγδάλι μπέκιν παουντερ κανέλλα. Οι τιμές σε δραχμές του 1960. (σελ.97ε)

Για το γλύκισμα: βούτυρο ζάχαρη αυγά γάλα σιμιγδάλι μπέκιν παουντερ κανέλλα. Οι τιμές σε δραχμές του 1960. (σελ.97ε)

Καθώς διάβαζα το βιβλίο, ρωτούσα τον Κο Μπη για τα διάφορα προϊόντα και κράταγα σημειώσεις. Να’τες:

Λάδι. Μπουκάλια 1/2 και 1 κιλού, και χύμα από βαρέλι. Το περισσότερο από το Κρανίδι διότι σαν ποιότητα ήταν καλύτερο. Επίσης από απέναντι, Λεωνίδιο, Άστρος, Διρό. Από το Διρό ήταν η μάνα μου. Είχαμε εκεί τα σόγια, ζούσε και ο παπούς μου. Στην Κατοχή πηγαίναμε για τρόφιμα εκεί, στο Κρανίδι. Ο πατέρας είχε το λιοτρίβι της Σχολής. Από παλιά το γύριζε ένα άλογο, γύριζε την πέτρα και λιώναν οι ελιές. Σκατζάραν τα άλογα, ήταν κουραστική δουλειά. Ο πατέρας ήταν ο «καπετάνιος», έκανε κουμάντο σε 7-8 ανθρώπους, είχαν βαρειά δουλειά. Το κτήμα της Σχολής λεγόταν Κουνουπιώτη, υπήρχε από τότε το λιοτρίβι. Λέει ο πατέρας στον Μπουκουβάλα (της Σχολής): υπάρχει το λιοτρίβι. Τον ρωτάει: ποιός θα το φτιάξει, Παναγιώτη; Εγώ. Του λέει να βάλει μπρος. Εκείνη τη χρονιά, γύρω στο 1945, δεν υπήρχε εργατιά. Ο κόσμος είχε πάει στον Πειραιά, εκεί είχε δουλειά. Κι εγώ, 22-23 χρονών, μόλις είχα απολυθεί.

Ντομάτα. Χύμα πελτές. Πολλοί την αλείβαν στο ψωμί, άλλοι την μαγειρεύαν, κάναν σάλτσα ή σούπες. Από τον Κύκνο στο Ναύπλιο, θεωρείται η καλύτερη ντομάτα. Έτυχε ο υποδιευθυντής να είναι ξάδελφός μου. Είχα πάει να δώσω γνωριμία· τον βλέπω και λέω, «τούτος εδώ σαν γνωστός μου φαίνεται». Με κυττά κι αυτός. Επιάσαμε την γνωριμία. Έτσι έπιασα να δίνω τις παραγγελίας από το τηλέφωνο, στον ξάδελφό μου κατ’ευθείαν. Σε 2 μέρες ήταν εδώ, με καϊκια και με αυτοκίνητα· είχαμε εξελιχθεί.

Θρεψίνη. Δεν φέρνουμε πιά, ούτε ζητάει κανένας. Ήταν φθηνό. Σχεδόν όλα τα σπίτια το παίρναν διότι το τρώγαν τα μικρά. Ένα πράμα γλυκό, το αλείβεις στο ψωμί. Χρώμα κοκκινωπό. Σε σιδερένιο κουτί ορθογώνιο. Σε πακέτα ή χύμα· κόβαμε και δίναμε. Επεμβαίνει μια πελάτισσα: επίσης αλείβαμε πελτέ τομάτα. Ή βάζαμε λάδι κι αλάτι. Ή νερό και ζάχαρη (αυτά ήταν τα «σνάκ» πριν τα φουντούνια, τις σοκοφρέτες κλπ).

Καντίλι. Ήταν 2-3 πράγματα. Το γυάλινο δοχείο με το καπάκι. Η καντηλίθρα, ο φελλός με την τρυπίτσα για το φυτίλι.

Λιβάνι. Βάζουν 2-3 κομματάκια μέσα στα καρβουνάκια. Είχανε στο σπίτι θυμιατό και λιβανίζανε. Δεν χρειαζόταν να’ρθει παπάς. Λ.χ. σήμερα είναι Κυριακή. Άναβε και λιβάνιζε το σπίτι. Πάντα ήταν έτοιμη να λιβανίσει. Ήμουνα κηπουρός στου γιατρού ΩΡΛ Δημητριάδη σχεδόν 10 χρόνια, και παραπάνω. Ο Δημητριάδης πάντα, όταν ερχότανε, σχεδόν κάθε Σάββατο, αμέσως πήγαινε πάνω, είχε καντήλια και λιβάνια. Λέει: «Κώστα, θα τ’ανάβω μόνος μου».

Ο πατέρας μου θυμάμαι, όταν πήγαινε στην Αγία Άννα, κάθε μέρα ήταν εκεί από το κτήμα, έτρεμαν τα χέρια του. Το’φερνε από το σπίτι ή πολλές φορές το είχε έτοιμο στο κουτάκι, στο μνήμα του πατέρα του και του γιού του. Τότε πέθαιναν πολλά μωρά, ήταν αρρώστιες πολλές, οι γιατροί δεν ήταν έμπειροι. Τα θυμάμαι, έναν χρόνο πέθανε το ένα, ήταν δύο, δυόμιση χρονών, το είχαν στο τραπέζι και το χάϊδευαν. Είχε σκάσει από τον πυρετό. Εγώ ήμουν καμιά δεκαριά χρονών, και πιο μικρός.

Μανέστρα. Γινότανε σούπα, σαν πιλαφάκι. Ο πρώτος που είχα πάρει· είχα πάει στο εργοστάσιο στον Πειραιά. Μου λένε από πού είσαι; Του λέγω, και δεν με ξέρεις; Ήταν ο Μήγιας ο νονός μου. Ο πατέρας μου έμενε στην Μπουμπουλού, όπου είναι τώρα η Σχολή. Εκείνος έμενε δίπλα. Με είχε δει μωρό και ρώτησε, θέλεις να σου το βαφτίσω;

Κλιν. Πέρασαν αεροπλάνα και σκόρπισαν διαφημίσεις. Δεν βάστηξε, δεν το έπαιρνε ο κόσμος. Δεν τραβήχτηκε.

Σκούπα. Κάποτε φτιάχναν και εδώ. Επίσης, υπήρχαν βιοτέχνες που περιοδεύαν. Παίρναν παραγγελίες για 50-100 σκούπες. Ήταν από Ναύπλιο, Πειραιά.

Πετρέλαιο. Ο Καρδιασμένος είχε το μονοπώλιο. Ήταν αυστηρά, δεν μπορούσε να φέρνει ο καθένας. Αλάτι χοντρό (για τις ελιές, το πάστωμα), τράπουλες, πετρέλαιο, σπίρτα. Συνέχισε και ο Βασίλης μέχρι που έληξε το μονοπώλιο. Το πετρέλαιο ήταν καθαρό για γκαζιέρες ή ακάθαρτο. Ερχόταν σε βαρέλια. Το φέρναν εργάτες από τον μόλο σε καρότσια. Ήταν ένας κοντός, πρόσφυγας, το τουμπάριζε και το ανέβαζε. Κρούζμαν. Υπάρχουν εδώ τα παιδιά του. Ο μόνος που μπορούσε να το φέρει με τα χέρια του.

«Όσπρια«: αρχικά όλα χύμα, μετά απλοποιηθήκανε και ήταν όλα πακεταρισμένα. Δίναμε την ίδια ποσότητα, μισό κιλό, αλλά είχε άλλη τιμή. Όμως το θεωρούσε πιο καλό· νόμιζε ότι έπαιρνε πιο καθαρό, αλλά ήταν το ίδιο πράγμα.

Ταραμά. Χύμα, σε κουτιά σιδερένια στρογγύλα 1/2 ή 1 κιλό. Για να το φτιάξεις πρέπει να βάλεις λάδι κλπ. Τραβιόταν περισσότερο το Πάσχα και στις νηστείες για ταραμοσαλάτα.