Ιστορία νεότερη

Θέματα για ζωγραφική, απο τη νεότερη ιστορία των Σπετσών.

Σημείωση για τις πηγές των σκηνών
– Οι αναφορές “Ανεξ.Σπ” παραπέμπουν στο βιβλίο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες» του Πέτρου Χαριτάτου, έκδοση Road, Αθήνα 2004.
– Οι αναφορές “τρίτομο Σπ” παραπέμπουν στο τρίτομο έργο «Σπέτσες» της Ένωσης Σπετσιωτών, Πειραιάς 2004.
– Οι αναφορές “Ανάργυρος” παραπέμπουν στο βιβλίο «Ο εθνικός ευεργέτης Σωτήριος Ανάργυρος» του Γιώργου Σταματίου, έκδοση ΑΚΣΣ, Αθήνα 2001
– Οι αναφορές “Παρασκευαίδης” παραπέμπουν στο βιβλίο «Ιστορία των Σπετσών» του Παύλου Παρασκευαϊδη, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών 2007
– Οι αναφορές “Κουμπής Αγώνα” παραπέμπουν στο βιβλίο «Οι Σπέτσες στον Αγώνα» του Ανδρέα Κουμπή, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών 2001

Άγγλοι βυθίζουν τον Κέφαλο

(σελ.129, Ανεξ.Σπ.) Το Φεβρουάριο του 1944, αγγλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το πλοίο «Κέφαλος» που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί για να μεταφέρει εφόδια στην Κρήτη, και που ήταν μέσα στο λιμάνι. Το ένα αεροπλάνο χτυπά τον φανό με το φτερό και πέφτει πιο μακρυά, στον όρμο του Γαρύφαλλου, πίσω από τον οικισμό «Πιτυούσα». Μέχρι τότε, οι Σπετσιώτες κατάφερναν να συγκρατήσουν τις έχθρες που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια της Κατοχής. Αρκούσε όμως ένα τυχαίο επεισόδιο, όπως αυτό, για να πυροδοτήσει μια σειρά από τραγικά γεγονότα. Οι Σπετσιώτες κηδεύουν τον Άγγλο πιλότο που σκοτώθηκε και φυγαδεύουν εκείνον που διασώθηκε. Σκοτώνεται στο πλοίο κι ένας γερμανός στρατιώτης 19 ετών, που – παραδόξως – λεγόταν Κάρλ Μάρξ, όπως αναφέρει το Βιβλίο Θανάτων του Δήμου. Ο τότε Δήμαρχος Πολύβιος Λεκός τον κηδεύει με δημόσια δαπάνη, θέλοντας να στείλει ένα μήνυμα ουδετερότητας στους Γερμανούς και να κρατήσει τις Σπέτσες έξω από τον κύκλο της βίας. Αλλά έτσι υπογράφει και τη θανατική του καταδίκη· ήδη κάποιοι του προσάπτουν υπερβολική οικειότητα με τους κατακτητές. Ένα απόσπασμα της ΟΠΛΑ («Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα», δηλαδή οι εκτελεστές του ΚΚΕ) τον απαγάγει τον Μάρτιο και τον σφάζει, μαζί με άλλους προύχοντες, στο απέναντι βουνό, τα Δίδυμα. Τον Ιούνιο οι Γερμανοί ξανάρχονται στις Σπέτσες με λίστα καταζητουμένων· άλλους τους εκτελούν οι ίδιοι, κι άλλους τους εκτελούν κάποιοι Σπετσιώτες – τόσο πολύ είχε βαθύνει η ρήξη μεταξύ των παρατάξεων. Ο κύκλος της βίας συνεχίζει: έρχονται οι Άγγλοι, πιάνουν αιχμαλώτους· μετά φεύγουν στην Αθήνα όταν ξεσπούν τα Δεκεμβριανά· επιστρέφουν οι κομμουνιστές και παίρνουν ομήρους με τη σειρά τους.

Η Άχνες πείθει τους Γερμανούς

Ζωγραφιές: http://opseistoukosmou.wordpress.com/diakrisi/agnes/

(σελ.193, Ανεξ.Σπ.) Λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω ένας δρόμος μας οδηγεί προς την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Εδώ πέρα έμενε η Άγνες Κατραμάδου, που το 1944 γλύτωσε 70 Σπετσιώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ήταν μια Γερμανίδα που είχε παντρευτεί Σπετσιώτη κι έμεινε χήρα. Οι Γερμανοί είχαν έρθει για να εκδικηθούν το θάνατο δυο στρατιωτών τους, που τους σκοτώσαν οι αντάρτες στο ξενοδοχείο του Καρδάση στη Ντάπια. Στήνουν το πολυβόλο μπροστά στο Ποσειδώνιο και βάζουν τους άντρες στη σειρά. Τότε από το πλήθος βγαίνει μια παχουλή κυρία με λουλούδια και εξηγεί με θάρρος στον αξιωματικό πως κάνει μεγάλη αδικία σε αθώους ανθρώπους, διότι οι ένοχοι είχαν έρθει από απέναντι. Ήταν η Άγνες. Τη θυμούνται οι γείτονές της, η Ευαγγελία Χαλικιουργά κι ο Γιώργος Βρονταμίτης: «Μόλις είδαν τι ετοιμάζαν, τρέχουν να τη βρουν, ‘έβγα κυρά Άγνες, έλα να τους πεις!’ Πάει και τον βρίσκει τον αξιωματικό, ήτανε πατριώτες, από την ίδια πόλη. Άν δεν ήταν η Άγνες θα χτίζαν ένα μεγάλο μνημείο για τους σφαγμένους· αλλά που σταμάτησε τη σφαγή, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε! Πέθανε φτωχιά και ξεχασμένη».

Γεγονότα Ιουνίου 1944

(σελ.47, Ανεξ.Σπ.) Το βοτσαλωτό όπου στεκόμαστε είναι ποτισμένο με αίμα. Εδώ σκότωσαν άγρια δυο Σπετσιώτες τον Ιούνιο του 1944, που τους κατηγόρησαν πως ήταν συνεργάτες των κομμουνιστών. Οι Γερμανοί έκαναν εκκαθαρίσεις στην Ύδρα, τις Σπέτσες και στις απέναντι ακτές της Ερμιονίδας, με 3000 στρατό, 40 περιπολικά σκάφη και εξοπλισμένα καϊκια. Απέκλεισαν τις Σπέτσες και την Ύδρα και αποβίβασαν στρατεύματα. Οι επικεφαλής είχαν λίστες με καταζητούμενους. Εδώ στη Ντάπια άλλους τουφέκισαν, άλλους κρέμασαν κι άλλους δώσαν σε κάποιους συμπολίτες τους να τους σκοτώσουν.

Ήρθαν με τρόφιμα για τράμπα

(σελ.70, Ανεξ.Σπ.) Ίσια πάνω βλέπουμε ένα μεγάλο ρημαγμένο σπίτι. Όπως σε πολλά άλλα, του πήραν τον καιρό της Κατοχής τα δοκάρια, τα κουφώματα, τα κεραμίδια και ό,τι άλλο μπορούσαν, για να τ’ανταλλάξουν με λάδι και στάρι που είχαν οι απέναντι, όπως λέγαν τους τυχερούς κτηματίες της Αργολίδας.

Ιταλοί αρπάζουν τα καίκια

Ζωγραφιές: http://opseistoukosmou.wordpress.com/kyriarxia/kaikia/

(σελ.77, Ανεξ.Σπ.) Φτάσαμε στον όρμο της Κουνουπίτσας, που ήταν ψαραδογειτονιά. Η προπολεμική φωτογραφία δείχνει μια πλατιά παραλία με τις τράτες. Την Μεγάλη Πέμπτη του 1943 οι Ιταλοί διατάζουν να παραδοθούν οι βάρκες και τα καϊκια. Τότε, όπως θυμούνται στη γειτονιά, «σα να φύτρωσαν πόδια στις βάρκες, όλοι βοηθούσαμε να τ’ανεβάσουμε στα σοκάκια να τις κρύψουμε». Όσες μείναν στην παραλία και στη θάλασσα τις καταστρέφουν. Οι ψαράδες μένουν δίχως δουλειά, το νησί δίχως συγκοινωνία και οι τιμές των τροφίμων τριπλασιάζονται.

Βγάλαν πόδια για να σωθούν ανάμεσα στα σπίτια της Κουνουπίτσας. Κάτω στην παραλία τα ιταλικά θηρία σπάζουν, κόβουν, παλουκώνουν – κι αυτές σφαδάζουν (στόμα = μπροστινό κοστάκι;)

Κηδεία της Καλομοιρίτσας

(σελ.164, 165, Ανεξ.Σπ) Το αρχοντικό δώρησε στο κράτος η δισέγγονη του Χατζηγιάννη, η Καλομοιρίτσα Μέξη, που κηδεύτηκε το 1943 σ’αυτή την οικογενειακή εκκλησία. Αναγνωρίζοντας την προσφορά της, ο Δήμαρχος Πολύβιος Λεκός της οργανώνει μια πάνδημη κηδεία. Οι κάτοικοι σκεπάζουν το φέρετρο με την σπετσιώτικη σημαία αλλά την αφαιρεί ο ιταλός λοχίας διότι περιέχει πολύ κόκκινο, το χρώμα των κομμουνιστών. Κανείς δεν θέλει να θυμηθεί πως η Καλομοιρίτσα πέθανε από πείνα, όπως γράφει το Βιβλίο Θανάτων του Δήμου: «1943 (9) Μέξη Καλομοίρα  Ιωάννου, 15-2-43, Δευτέρα 9 π.μ. εκ πείνης, γιατρός  Ευάγγ. Κόχυλας. Εδήλωσε Δημ Κούτσης, ετών 46, την 16/2». Εάν, ενώ ζούσε, της είχαν δώσει τα έξοδα της κηδείας – που έγινε με τιμές και με δημόσια δαπάνη – ίσως να μην πέθαινε τότε και μ’αυτόν τον τρόπο.

Μαρτύριο του Άγγελου και του Γιώργου

(αφήγηση)

Μαρτύριο των προυχόντων: Λεκός, Κόχειλας, Διαμαντόπουλος

(αφήγηση)

Οραματιστής, ελεήμων, σκληρός

(σελ. 14, Ανάργυρος) Κάθε Σάββατο περνούσαν απο το αρχοντικό του όλοι οι φτωχοί του νησιού για να πάρουν ψωμί και χρήματα.

Σελ.60: «Χτες την εσπέραν την εξέβαλον της οικίας μου διατάξας εις αυτήν τα εξής “κυρία, δεν δύνασαι πλέον να μείνεις εις το σπίτι αυτό”. (…) Η Ευγενία δεν θέλησε να εγκαταλείψει το σπίτι, τουναντίον προσπάθησε να μπει στην κουζίνα απο το παράθυρο, ενώ παρακαλούσε τον άντρα της να μεταβάλει γνώμη.»

Ουν γκάτο, ουν πανίνο

(σελ.51, Ανεξ.Σπ.) Εδώ ήταν ένα παραδοσιακό διώροφο με το ξενοδοχείο «Αθήναι» κι ένα καφενείο στο ισόγειο. Σ’αυτό μέναν στην Κατοχή οι Ιταλοί της ‘Φινάντσα’, μια στρατιωτική αστυνομία. Οι άλλοι Ιταλοί, του Ναυτικού, είχαν παρατηρητήριο επάνω στο βουνό, στην Παναγία του Δασκαλάκη, που τη λέγαν Σάντα Μαρία. Αφηγείται ο Στέφος Αλεξανδρίδης που ήταν τότε παιδί: «Οι γάτες είχαν χαθεί, τις τρώγανε για λιχουδιά. Μας λέγανε ‘ουν γκάτο ουν πανίνο’. Τους φέρναμε γάτες στο τσουβάλι και μας δίνανε ψωμί.»

Παρέλαση 4ης Αυγούστου

(φωτογραφία προπολεμική μπροστά στο Ποσειδώνιο)

Πώς έθαβαν στην Κατοχή

(σελ.223, Ανεξ.Σπ.) Οι διαδρομές προς τους Αγίους Πάντες αυξήθηκαν τον καιρό της Κατοχής, διότι πολλοί πεθαίναν πριν την ώρα τους από ασιτία. Όμως, όπως θυμάται ο Νίκος Κατσιμάνης, «οι ζωντανοί δεν είχαν πια δυνάμεις να συνοδεύσουν τους νεκρούς. Μια φορά στην ανηφόρα, ο παπάς σταματά και μου λέει, δεν μπορώ, συνέχισε εσύ». Το ίδιο θυμάται και η Γιαννούλα Ιωάννου Θυμαρά. Το σπίτι της ήταν τότε το τελευταίο στο δρόμο από το Παλιό Λιμάνι προς τους Αγίους Πάντες. «Όλους από δω τους ανεβάζανε. Η Ανάληψη είχε ένα φέρετρο, το παίρναν και το γυρνάγαν. Όταν όμως πέθαιναν δυο και τρεις, πώς κάναν; Ερχόντουσαν και λέγαν, ‘κυρά Γιαννούλα, να πάρουμε την πόρτα, πέθανε ο κυρ Μανώλης’. Βγάζαν την πόρτα από τα μάσκουλα για να κουβαλήσουν τους νεκρούς μέχρι το κοιμητήριο. Πολλά βράδια έμενα δίχως πόρτα, είχε κρύο. Που να βρίσκαν κάσες; Παίρναν την πόρτα και τους βάζαν πάνω. Εμείς οι γυναίκες κάναμε τους νεκροθάφτες. Τους βάζανε στη γης – το κανονικό αυτό είναι διότι και ο Χριστός στη γης πήγε. Οι άντρες ήταν στον πόλεμο, μόνο γυναίκες και παιδόπουλα έμειναν. Από την πείνα και την κούραση ο παπάς δεν είχε κουράγιο να ψάλει και έκανε ου-ου-ου. Οι άλλοι δεν είχαν τη δύναμη να κουβαλήσουν μέχρι το κοιμητήριο και τους θάβαν πλάϊ στο δρόμο. Τα σκυλιά τους ξεθάβαν, παίρναν χέρια, πόδια».

Ρίχνουν δυναμίτια στο Βενιζέλο

Ζωγραφιές: http://opseistoukosmou.wordpress.com/kyriarxia/dynamitia/

(σελ.41, Ανεξ.Σπ.) Δυναμίτες ρίξαν και στου Μπρατόπουλου το σπίτι, δεξιά από το περίπτερο. «Ο Λάμπρος Μπρατόπουλος είχε το Βενιζέλο για τραπέζι κι ήρθαν οι αντιβενιζελικοί και ρίχναν φουσέκια που τα είχαν για το ψάρεμα. Απο το φόβο μη γίνει κανένα κακό, φυγάδευσαν το Βενιζέλο από το παράθυρο», θυμούνται στην οικογένεια.

Ταγκό στο Ποσειδώνιο

Σκηνή ρομαντική και ρετρό.

Χορεύουν τα καμάκια

Τα παληκάρια κάνουν φιγούρες και γοητεύουν τις ξένες τουρίστριες.