Στέλιος Βατικιώτης

(δημοσίευση τού Πέτρου Χαριτάτου στον «Σπετσιώτικο Αντίλαλο», Ιαν-Φεβρ 2014, φύλλο 231)

Με τον αγαπημένο ανηψιό του Δημήτρη το 2002

Με τον αγαπημένο ανηψιό του Δημήτρη το 2002

Για τον Στέλιο Βατικιώτη που πέθανε τον Ιανουάριο 2014, είχα γράψει δέκα χρόνια νωρίτερα στο βιβλίο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες»:
«Το 1942, αρρώστησαν οκτώ παιδιά στις Σπέτσες με πολυομυελίτιδα, ο Στέλιος Βατικιώτης πιο σοβαρά απ’ όλους. Ήταν έξη χρονών. Εξηγεί: «Καθόμουν σ’ ένα καροτσάκι που ήταν σαν ψιλικατζίδικο. Όταν ξεκίνησα την δουλειά, δεν ήξερα γράμματα. Για να μη με κοροϊδεύουν όταν αγόραζα, έφτιαξα μόνος μου έναν τρόπο για να κάνω τους λογαριασμούς, με δικά μου σημάδια. Το κάθε σημάδι ήταν κι ένα νούμερο. Έτσι μπορούσα να ξέρω πόσο αγόραζα και πόσο πουλούσα. Μετά, ζήτησα από μια δασκάλα να μου μάθει να διαβάζω. Τότε ήμουν δέκα χρονών. Δεν είχα πολλά λεφτά. Της είπα, θέλω 4 μαθήματα από την πρώτη τάξη, 4 από την δεύτερη και 4 από την τρίτη. Ένα μάθημα κάθε βδομάδα. Ό,τι δεν καταλάβαινα, την έβαζα να το ξαναπεί. Κάθε μήνα έκανα και μια τάξη. Έμαθα να διαβάζω, να γράφω, πολλαπλασιασμό, διαίρεση.»»

02 stelios vatikiotisΟ Στέλιος Βατικιώτης γεννήθηκε το 1936. Η μητέρα του λεγόταν Παναγιώτα και ο πατέρας Γεώργιος, με μανάβικο στο Παλιό Λιμάνι που ήταν και ταβέρνα. Έφερνε το εμπόρευμα με τη βάρκα του. Τα πούλησε όταν αρρώστησε ο Στέλιος και δούλευε σε διχτιάρικα και παραγαδιάρικα.

Στα εννιάμερα του Στέλιου κουβέντιασα με τους δικούς του. Τον αδελφό του Γιάννη με τον οποίο ζούσε μια λιτή ζωή εργένηδων. Την αδελφή του Βασιλική και τον μεγαλύτερο αδελφό Νίκο με τη σύζυγό του Ευγενία και το γιο τους Δημήτρη. Διαβάστε εδώ τι μου είπαν για τον Στέλιο.

Άρρωστος

Ο Στέλιος το 1953

Ο Στέλιος το 1953

Μιλούν οι συγγενείς του Στέλιου για την επιδημία πολυομυελίτιδας το 1942: έπαθαν εφτά παιδιά, άλλο στο πόδι, άλλο στο χέρι, τον Στέλιο πιο βαριά τον εχτύπησε στη μέση. Είχαμε Κατοχή και τα εφρόντιζε ο γαμπρός του Καριτσιώτη, ο γιατρός ο Κόχειλας που τον σφάξαν οι αντάρτες το 1944. Ήθελε να τα πάμε απέναντι για εμβόλιο αλλά οι Ιταλοί δεν άφηναν. Με την Απελευθέρωση βοήθησε ο Μπουκουβάλας που ήταν στο Υπουργείο Υγείας. Η μάνα τον έπαιρνε στον Ευαγγελισμό το 1945-46, σε μια Αθήνα διαλυμένη απο τον πόλεμο. Του κάναν 10 εγχειρίσεις για να ισιώσουν τα κόκκαλα. Μέση, γοφούς, γόνατα, πόδια. Είχε σίδερα ορθοπεδικά από το μέση ως κάτω. Τα πόδια δεν λυγίζανε, πήγαινε σαν ρομπότ.

Εργατικός

04 stelios vatikiotisΑπο μικρός ήθελε να δουλέψει. Η πρώτη του πιάτσα ήταν απέναντι απο το εκκλησάκι του Αγίου Μάμα. Το κέντρο εκεί λεγόταν αρχικά η Παράγκα του Ζαραφωνίτη και ύστερα ο Μπάτης του Ζαμμά. Τότε τα τουριστικά μαγαζιά ήταν ο Μπάτης, το Μιμόζα στις Σχολές και ο Παράδεισος στην Αγιά Μαρίνα.

Όταν έμπαινε το φθινόπωρο ο Στέλιος μετακόμιζε στα 12 Μαγαζιά. Εκεί που είναι τώρα το περίπτερο ήταν μια πασχαλιά γύρω στα τρία μέτρα και ο Στέλιος καθόταν στον ίσκιο της, ανάλογα με τον ήλιο. Το μεσημέρι μετακόμιζε μπροστά στο φούρνο του Στάθη του Ράππου, που είναι τώρα γκρεμισμένος, στα δεξιά της καφετέριας Ραντεβού.

Προσέξτε το φοίνικο πίσω απο το περίπτερο, πόσο έχει μεγαλώσει!

Προσέξτε το φοίνικα πίσω απο το περίπτερο, πόσο έχει μεγαλώσει!

Ο Στέλιος ξεκίνησε μ’ένα φορητό μαγαζί με τσιγάρα και καραμέλες. Το μαγαζί ήταν η «μόστρα», ένα τελάρο ξύλινο με τζάμι, πάνω σ΄ένα τραπεζάκι. Όταν τέλειωνε η μέρα, την κουβάλαγε η μάνα στο σπίτι και τ’αδέλφια τον Στέλιο στο καρότσι του. Η επιχείριση μεγάλωσε. Μαζί και η μόστρα που έφτασε το ένα μέτρο σε πλάτος και σε φάρδος. Πλάι είχε το μπεζαχτά, ένα ξύλινο κουτί με συρόμενο καπάκι για να δίνει ρέστα.

Για τα θελήματα πήρε ένα σκυλάκι, το είχε μαζί του στη μόστρα. Έλεγε, Ίρμα πήγαινε στον Τσαπάρα. Έβαζε στο καλαθάκι ένα σημείωμα, «βάλε μου δυο κούτες Άσσο».

Για να ελέγχει όταν αγόραζε, στην αρχή βρήκε μια προσωπική μέθοδο. Έβαζε τελείες και γραμμές με το μολύβι και κοιτούσε αν συμφωνούν με το άθροισμα στο τιμολόγιο. Μια φορά διόρθωσε τον έμπορο που είχε κάνει λάθος και ζητούσε λιγότερα λεφτά. Την αριθμητική και τα γράμματα τα έμαθε με 12 μαθήματα από τη δασκάλα Δημοτικού την Ιάνθη Διαμαντή.

Από τη μικρή μόστρα στη μεγάλη, από το αρχικό περίπτερο στο τελικό, ο Στέλιος επι 51 χρόνια επλήρωνε το ΤΕΒΕ και πήρε σύνταξη επαγγελματική. Ήταν επίμονος. Έφερε το πρώτο Ι.Χ. στις Σπέτσες. «Θα οδηγήσω και με τα δόντια.» Σήματα, θεωρία, πήρε δίπλωμα με την πρώτη.

Παρέα στον Μπάτη το 1958. Στο καροτσάκι ο Στέλιος Βατικιώτης, 22 χρονών. Τριγύρω: 01 Παναγιώτης Κόκορης, 02 άγνωστος, 03 Νίκος Τσούπας, 04 Παντελής Μαθιός, 05 Δαμιανός Αλεξανδρίδης, 06 Παναγιώτης Καρδάσης, 07 Σπύρος Μπουζουμπάρδης (Εόκας), 08 Γιώργος Μπάμπαλης, 09 Φάνης Φουρναράκος του Αγησίλαου, 10 Παντελής Θεοδοσίου, 11 Δημήτρης Θεοδοσίου (Γουβίτσας).

Παρέα στον Μπάτη το 1958. Στο καροτσάκι ο Στέλιος Βατικιώτης, 22 χρονών. Τριγύρω: 01 Παναγιώτης Κόκορης, 02 άγνωστος, 03 Νίκος Τσούπας, 04 Παντελής Μαθιός, 05 Δαμιανός Αλεξανδρίδης, 06 Παναγιώτης Καρδάσης, 07 Σπύρος Μπουζουμπάρδης (Εόκας), 08 Γιώργος Μπάμπαλης, 09 Φάνης Φουρναράκος του Αγησίλαου, 10 Παντελής Θεοδοσίου, 11 Δημήτρης Θεοδοσίου (Γουβίτσας).

Γλεντζές

Είχε καλούς φίλους. Νέος ταξίδευε μαζί τους, να πάνε θέατρο και επιθεώρηση στην Αθήνα. Στις Σπέτσες, φεύγαν παρέα για ψάρεμα με το σκάφος του Παντελή Θεοδοσίου. Στα πανηγύρια πήγαιναν όλοι μαζί με τα γαϊδουράκια: Αγία Παρασκευή, Αγίους Αναργύρους, Άνω Έλωνα. Γλεντάγαν στις ταβέρνες, στη Κληματαριά, στου Πάτραλη και ανησυχούσε η μάνα όταν αργούσε. Ο Στέλιος είχε φωνή, του άρεσε να λέει το «Δυό πόρτες έχει η ζωή» του Καζαντζίδη και οι παλιές καντάδες. Στην αλάνα όπου παίζαμε ποδόσφαιρο στεναχωριώταν να μένει στην άκρη. Τον βάζαμε τερματοφύλακα κι απέκρουε τη μπάλα με τις πατερίτσες.

Στη φωτογραφία βλέπεις την παρέα του αλλά ήταν επίσης και άλλα παιδιά: ο Ιορδάνης Κυπριανός, ο Φανούριος Μπης, ο Ιωάννης Αργείτης που κανόνιζε τα γαϊδουράκια στις εκδρομές, ο Διονύσης Κωστάλας, ο Χριστόφορος και ο Κυριάκος Ζαραφωνίτης.

Σοφός

Είχε καλή μνήμη και δεν κουραζόταν να ρωτάει. Όταν πήγαινε για τσιγάρα ο Πέτρος ο Μαρματσούρης που ήταν καλός μάστορας, ο Στέλιος του έκανε ανάκριση για να μαθαίνει. Δεν κουραζότανε, ρουφούσε τις γνώσεις. Και όλοι ζητούσαν τις σοφές του συμβουλές.

Αυτός έκανε κουμάντο για να φτιάξουν τ’αδέλφια του ξενοδοχεία, το «Στέλιος» του Νίκου και το «Αργώ» του Γιάννη. Εκείνοι ταξίδευαν ως ναυτικοί και στέλναν τα εμβάσματα. Ο Στέλιος κανόνιζε με τον μηχανικό, επέβλεπε τους εργολάβους, κυνηγούσε τους μαστόρους και έκανε τις πληρωμές.

Ήξερε απο αρρώστιες. «Αφού έχεις ζάχαρο, να κάνεις αυτά» είπε σε έναν που τον ρώτησε. Τον πήγε η γυναίκα του στον γιατρό κι αυτός του είπε τα ίδια. «Τζάμπα λεφτά, της λέει, αφού μου τα’πε ο Στέλιος.»

Γνώριζε τους πάντες και τους εξυπηρετούσε. Η Τουριστική Αστυνομία που ήταν τότε στο ξενοδοχείο Ρουμάνη, πλάι στο κουρείο του Γιάννη Μπούφη, έστελνε τους επισκέπτες στον Στέλιο για να τους βρει δωμάτιο. Και οι Σπετσιώτες που φεύγαν το φθινόπωρο στον Πειραιά, του άφηναν λεφτά για να πληρώνει τους λογαριασμούς. Ο ταχυδρόμος έφερνε το λογαριασμό κι ο Στέλιος έλεγε στον αδελφό του, Νίκο, αυτός είναι για τη ΔΕΗ.

Το περίπτερο που άφησε στον Άγιο Μάμα δεν είναι απλώς ένα μαγαζί. Είναι ένα σημείο συνάντησης: «Να βρεθούμε στου Στέλιου». Είναι και η απόδειξη πως όποιος θέλει να μάθει, μαθαίνει. Όποιος θέλει να προκόψει, προκόβει. Και όποιος δεν θέλει, δικαιολογίες θα βρίσκει μπόλικες.