5.Κατοχή και πείνα

(Δείτε και τις άλλες 6 αφηγήσεις του Στέφου Αλεξανδρίδη στη σειρά «Ο Στέφος και η εποχή του»)

Ο Μπάχτονας

Κατοχή. Εγώ και ο αδελφός μου ο Δαμιανός έπρεπε κάτι να προσφέρουμε στην πολυμελή οικογένειά μας. Δίπλα στο σπίτι μας ήταν ένα σπίτι παλιό όπου έμενε ο Νιανιούρης – ήταν ο τελευταίος φύλακας στο αποχωρητήριο του Δήμου, εκεί που τώρα είναι τα ψαρομανάβικα – και η γυναίκα του η Νιανούραινα, που από την πείνα πούλαγε τα πάντα. Θυμάμαι μου έφερε να μου πουλήσει ένα μαχαίρι με μπρούντζινη λαβή, όπου η ατσαλένια λάμα από τα πολλά τροχίσματα είχε μείνει ένα κομματάκι, και μου λέει, άχ παιδάκι μου μ’αυτό ο γέρος μου είχε σκοτωμένο πέντε αραπάδες στη Μπαρμπαριά, και το αγόρασα. Μια μέρα μου λέει ότι ήρθαν από τα Ίρια και μου ζήτησαν να πάρουν τα κεραμίδια από τη σκεπή και θα μου δώσουν ένα σακκί μπομποτάλευρο, με την πείνα που έχω θέλω να το δώσω αλλά ποιός θα βγάλει τα κεραμίδια; (Σημ: Για να δώσουν λάδι και τρόφιμα στους Σπετσιώτες που πεινούσαν, οι κτηματίες από απέναντι ζητούσαν έπιπλα, ρούχα, κουφώματα και οικοδομικά υλικά. Έτσι ρήμαξαν πολλά σπίτια, ανάμεσά τους και το αρχοντικό του Θεοδωράκη Μέξη). Τότε τι μ’ έπιασε και της λέω «εγώ με το Δαμιανό, αλλά τι θα μου δώσεις;» και μου λέει, «ό,τι θέλεις». Τότε σκέφτηκα πως κάτω από τα κεραμίδια είχε ξυλεία που μπορούσα να φτιάξω μια βάρκα, να πηγαίνω για ψάρεμα και για καρούμπαλα. Πολλές φορές σκέφτομαι, πώς καταφέραμε, στην ηλικία που ήμασταν, να κατεβάσουμε ολόκληρη σκεπή χωρίς να πάθουμε τίποτε. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται.

Κάπως έτσι ήταν ο μπάχτονας.

Κάπως έτσι ήταν ο μπάχτονας.

Με την ξυλεία που οικονομήσαμε άρχισα να φτιάχνω μιαν αυτοσχέδια βάρκα που τη λέγαμε μπάχτονα (Σημ: μπάχτονας = μικρή τετράγωνη βάρκα με επίπεδο πάτο. Από το «πάκτωνας» δηλαδή πακτώνω, στερεώνω. Δίχως καρίνα, είναι πιο σταθερή και δεν μποτζάρει). Αλλά για το καλαφάτισμα, πώς θα τις κλείσω τις χαραμάδες; Πριν τον πόλεμο το εργοστάσιο του Δασκαλάκη έριχνε τα σκουπίδια του στου Βρέλλου και εκεί βρήκα παλιό βαμβάκι και πίσσα κατράμι. Μάζεψα και ρετσίνι από τα πεύκα. Με αυτό το μίγμα το καλαφάτισα. Έπειτα έβαλα σ’ ένα λεβέτι πίσσα και ρετσίνι να βράσουν και με αυτό το μαύρο υγρό έβαψα όλο το σκάφος. Ήταν τόση η επιτυχία που ποτέ δεν έμπαζε νερά. Το μόνο άσχημο ήταν πως έμοιαζε σαν μαύρο φέρετρο, αλλά πού να βρίσκαμε χρώμα; Επίσης του έβαλα ένα άλμπουρο με πανί από μουσαμά τετράγωνο. Η καθέλκυση έγινε και το ψάρεμα με καθετή είχε μεγάλες επιτυχίες. Στη Ζωγεριά κάναμε πολλά τσουβάλια καρούμπαλα που μαγειρεύαμε μ’αυτά και με τα φλέσουρα που παίρναμε από το ξυλουργείο του Μανώλη του Ζαμμά. (Σημ: Φλέσουρα = ροκανίδια, τα λεπτά φύλλα ξύλου που βγάζει η πλάνη)

Επίθεση της Ακρίδας

Πώς έμοιαζε η "Ακρίδα".

Πώς έμοιαζε η "Ακρίδα".

Πολλές είναι οι εμπειρίες και οι περιπέτειες με το μπάχτονα. Εκείνο που μου έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου είναι ένα μεσημέρι, γυρίζοντας από τη Ζωγεριά γεμάτοι καρούμπαλα. Το τετράγωνο πανί που το λέγαμε γάπια μάς έσπρωχνε με το αεράκι για την επιστροφή προς τη θέση Λιγονέρι, αλλά ο αέρας μας πήρε λίγο προς την Κόστα δηλαδή 500 μέτρα ανοιχτά της στεριάς. Αλλά εκείνη τη στιγμή ερχόταν η «Ακρίδα». Ήταν ένα γερμανικό αεροπλάνο μικρό με διπλά φτερά και όποιον έβλεπε να απομακρύνεται από το νησί τον πολυβολούσε. Έτσι άρχισε να μάς πολυβολεί. Πέφτουμε στη θάλασσα εγώ κι ο Δαμιανός και οι σφαίρες να σφυρίζουν, ο μπάχτονας να αρμενίζει μόνος του, εμείς να κολυμπάμε προς το Λιγονέρι και ευτυχώς γλυτώσαμε. Αφού βγήκαμε, τρέχαμε βρεγμένοι να δούμε πού θα μπορέσουμε να βρούμε το μπάχτονα. Τέλος ο Θεός μάς λυπήθηκε και ο μπάχτονας προσάραξε στο μολάκι των Σχολών όπου το καβάλησα και το έφερα μέχρι το μολάκι του Ποσειδωνίου και από κει μεταφέραμε σπίτι τα τσουβάλια με τα καρούμπαλα.

Την άλλη μέρα μάθαμε πόσο φτηνά τη γλυτώσαμε. Αφού μάς πολυβόλησε εμάς, το γερμανικό αεροπλάνο έφυγε και πήγε στην Κόστα. Ήταν εκεί ένας σπετσιώτης ψαράς, ο Θεόφιλος, και έτρεξε να κρυφτεί μέσα στα σκίντα, εκεί όπου είναι τώρα το πάρκιγκ. Αλλά τον είδε ο γερμανός όπως έτρεχε και τον πολυβόλησε. Τον φέραν σκοτωμένο στις Σπέτσες. Ήταν καλός οικογενειάρχης και τον κλάψαμε πολύ.

Κατοχή 1943. Η ιταλική φρουρά στις Σπέτσες.

Κατοχή 1943. Η ιταλική φρουρά στις Σπέτσες.

Un gato un panino

Κατοχή 1943, πείνα και των γονέων. Στην Παναγία του Δασκαλάκη είχαν στρατοπεδεύσει περί τους 30 Ιταλούς κοκκορόφτερους και στο ξενοδοχείο Αθήναι (όπου κατόπιν χτίστηκε του Ρουμάνη) περί τους 20 Καραμπινιέρους, εκεί έπεφτε ξύλο μετά μουσικής. Ήμουν 17 ετών εγώ και 14 ο Δαμιανός, πάντα ντυμένοι με σορτς η τρουακάρ (μακρυά βάλαμε όταν πήγαμε στρατιώτες) και πάντα ξυπόλητοι. Οι γονείς μου πήγαιναν για φωτογραφίες στο Δίδυμο όπου είχαν στρατοπεδεύσει αντάρτες του ΕΛΑΣ ή στη Μονεμβάσια και τα γύρω χωριά τους. Η φωτογραφία τότε είχε πέραση, όχι με χρήμα αλλά είδος με είδος, λ.χ. 2 φωτογραφίες μια οκά καλαμπόκι ή κριθάρι ή στάρι ή 1/4 της οκάς λάδι κλπ, οπότε είχαμε την ελευθερία κάτι να σκεφτούμε, κάτι να κάνουμε.

Ο Στέφος με εγγλέζους τον Αύγουστο 1945.

Ο Στέφος με εγγλέζους τον Αύγουστο 1945.

Μας άρεσε πολύ η ιταλική γλώσσα, θέλαμε να μάθουμε τα Ιταλικά και σχεδόν κάθε μέρα ξυπόλητοι πηγαίναμε στην Παναγία του Δασκαλάκη να τους κάνουμε καμιά δουλειά μήπως οικονομήσουμε τίποτα για φαί. Θυμάμαι τα νεράντζια τα τρώγανε σαν πορτοκάλια, τρέχαμε στο Παληό Λιμάνι στο σπίτι του αείμνηστου μπάρμπα-Σωτήρη Λίτσα (πατέρα της Ματίνας Λίτσα-Σταματίου) όπου είχαν νεραντζιές. Τα πηγαίναμε στους Ιταλούς με χαρά και μας δίνανε μακαρόνια ή κάνα ψωμάκι που τότε ζυμώνανε ατομικά, ολοστρόγγυλα ψωμάκια σχεδόν 1/6 της οκάς, τα λέγανε πανίνο. Είχαμε πιάσει φίλους, μας αγάπαγαν, μέχρι που μας ζήτησαν – τι νομίζετε – να τους φέρουμε γάτες, και μεις φανταστήκαμε πως τις θέλουν εδώ πάνω για παρέα. Τότε σκέφτηκα να τους πάω το γάτο του σπιτιού μας που τον είχα μοσχοθρέψει με ψάρια γιατί υπήρχαν πολλά: σκαραμέντι, σουγλί, γέννα, παπαλίνα – τότε ο Θεός μας τα έδινε άφθονα. Το γάτο μου, που τον λέγαμε Μπεγλέρι και τότε ζύγιζε 4 οκάδες, τους τον πήγα για να τους ευχαριστήσω. Και μας λέγανε una gato una panino δηλαδή μια γάτα ένα ψωμάκι. Τότε εγώ με το Δαμιανό αρχίσαμε να μαζεύουμε τις γάτες της γειτονιάς. Λέγαμε, ρε τι τις κάνουν τόσες γάτες, όπου παραφυλάξαμε μια μέρα και τι να δούμε… της κόβανε το κεφάλι και μετά με μαεστρία τη γδέρνανε και την τρώγανε με μακαρόνια. Τότε ποτέ δεν τους ξαναπήγαμε γάτα. Ευτυχώς τον Μπεγλέρη μου δεν τον φάγανε, τον είχαν σαν μασκώτ.

Να μας καλοπιάνουν πότε με το καλό πότε με το κακό, γιατί δεν μας φέρνετε άλλες γάτες; Ευτυχώς τότε στου Βρέλλου η φουρτούνα είχε βγάλει μια μεγάλη θαλάσσια χελώνα. Είχε πιαστεί ανάμεσα σε δυο βράχους και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Τότε σκέφτηκα να το πω στους Ιταλούς, τους λέω una grande tartatuga a mare Vrellou. Τότε παίρνουν ένα γαϊδούρι και πάμε με καμιά δεκαριά Ιταλούς όπου την ξεκόλλησαν, τη φόρτωσαν στο γαϊδούρι και την πήγαν στο βουνό. Αφού της έβγαλαν όλο το κρέας το τρώγανε επί 10 μέρες, το δε τεράστιο καβούκι αφού το λιάσαν στον ήλιο το κάνανε σκάφη και πλένανε τα ρούχα τους. Εμάς μας δώσανε 2 οκάδες μακαρόνια, ζάχαρι και 8 ψωμάκια, η χαρά μας απερίγραπτη. Σε μια άλλη επίσκεψη μάς κάναν το τραπέζι και χωρίς να το ξέρω, έφαγα γάτα με μακαρόνια.

————————