Σπετσιώτης σκοτώνει Σπετσιώτη

Από το βιβλίο του Γιάννη Βλαχογιάννη (Αθήνα 1927)

«Ιστορική Ανθολογία
Ανέκδοτα – Γνωμικά – Περίεργα – Αστεία
εκ του βίου διασήμων Ελλήνων

1820-1864»

——————————————————————————-

Σελ. 291

622. – Το τέλος του Ήρωα.

Στους ναυτικούς τα περασμένα μίση, όσο κι’ αν μαλακώσανε, ποτέ δε λησμονιώνται.

Ο Καπετάν Ανάργυρος Λεμπέσης, το πρώτο παληκάρι των Σπετσών, ο ήρωας της περίφημης «Ναβέτας», έλαβε θάνατο άδικο από χέρι Σπετσιώτικο, αφού το Τούρκικο κανόνι τονέ τρόμαξε και δεν τον άγγιξε.

Από το γυιό του πρώτου προύχοντα, του Χατζή – ΓιάννηΜέξη, τον καπετάν Νικόλα, ζήτησε δανεικό ο Ανάργυρος ένα παλιό μπομπρέσσο για μπάλωμα του σπιτιού του.

-Γυρίζοντας απ’ το ταξείδι θα σου φέρω ένα καινούργιο, καπετάν-Νικόλα ! είπε στο Μέξη˙ μ’ αυτή τη συμφωνία.

-Πάει καλά, είπε ο Νικόλας.

Στο γυρισμό, το μπομπρέσσο δεν άρεσε του Μέξη, κι’ άρχισε ο καυγάς.

Αφού δε σ’ αρέσει, είπε ο Ανάργυρος, μετά χαράς να διαλέξης ένα από τα καινούργια κατάρτια που έφερα και να κόψης απ’ αυτό το μπομπέσσο σου, ας είναι και ζημιά για μένα.

-Το κατάρτι σου να το βάλης στο σπίτι σου σαντάρδο! (κονταρόξυλο σημαίας) είπε ο Μέξης.

Τα λόγια ήτανε βαρειά προσβολή για το Λεμπέση, μα τους χωρίσανε. Την άλλη μέρα ο καπετάν Γιάννης Κούτσης, γαμπρός του Χ. Γ. Μέξη, βγήκε αρματωμένος στο παζάρι κ’ έσμιξε το Λεμπέση, και χωρίς κανέναν άλλο λόγο τούπε:

Τί έχεις κι’ αντιφέρνεσαι με τα γυναικαδρέφια μου; Αί, νταβράν – κερατά;

Και λέγοντας αυτά τράβηξε το σπαθί. Από καλή τύχη μια γυναίκα απλή περνώντας μπήκε στη μέση κ’ έκανε να σταματήση το κακό.

Αυτά γενήκανε 12 – 13 Νοέβρη του 1842.

Ο ήρωας, αγαθός, πήγε στο Δημαρχείο κ’ είπε αυτό που στάθηκε, κι’ ο δήμαρχος κάλεσε τα δυό μέρη κ’ έλυσε τη διαφορά. Εκεί μπροστά του οι μαλλωμένοι δείξανε να φιλιώνωνται.

Από τότε ο ήρωας, άφοβος, άφησε και το ραβδί, μα και το μικρό ναυτικό μαχαίρι του στο σπίτι. Και την Κυριακή, 15 του μηνός, αφού βγήκε από την εκκλησιά, τράβηξε ίσα στον καφφενέ κι’ άρχισ’ εκεί κουβέντα μ’ άλλους ναυτικούς, μαζί κι’ ο Νικ. Κούτσης. Άξαφνα όμως έλαβε ένα γράμμα από την Ύδρα, κι’ ορθός όξω από τον καφφενέ άνοιξε το γράμμα και διάβαζε.

Στο μεταξύ αυτό, εκεί λίγο πειο πέρα, πιάστηκε ο καπετάν Γιώργης, αδερφός του Ανάργυρου, με το Γιάννη Κούτση, του Νικόλα Κούτση τον αδερφό.

-Τί το κρατείς το μπαστούνι; είπε ο Γιάννη – Κούτσης.

Καθώς εσύ το κρατείς, το κρατώ κ’ εγώ.

Μια μπαστουνιά ο ένας, άλλη ο άλλος, μα ο λαός τους χώρισε. Ο Γιώργη – Λεμπέσης τράβηξε για το σπίτι του, μα ο Ανάργυρος ακούοντας τον καυγά έτρεξε να μάθη. Τότε ο Νικόλα – Κούτσης, τρέχοντας από κοντά τονέ χτύπησε πέρα και πέρα με το στόκο του. Γύρισε ο χτυπημένος κι’ αρπάζει το φονιά στα χέρια, μα φτάνει τότε ο Γιάννη – Κούτσης από πίσω και του καταφέρνει τέσσερες με το σπαθί.

Μόλις πρόλαβε να μπη στον καφφενέ ο ήρωας και να καθίση. Μα έπεσε νεκρός.

Άφησε ένα γυιό και πέντε κορίτσια ορφανά και χήρα γυναίκα κόρη του ήρωα Γ. Σαχτούρη (Σημ. 1).

Εφημ. «Ανεξάρτητος» 1 Γεν. 1983

Σημ.1. Οι φονιάδες δικαστήκανε της 15 Ιουλ. 1844 στην Πάτρα˙ η δίκη έγινε με πολλά ύποφτα σκάνταλα. Τέλος ο ένας αθωώθηκε κι’ ο άλλος καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλακή. (Εφημ. «Ηχώ των Επαρχιών», Πάτρα, 18 Ιουλ. 1844).

—————————————————————————————

Σελ. 280

595. – Ο καυγάς για της πρέζες.

Ένας περιηγητής ρώτησε το Μιαούλη:

-Τα μπουρλότα σας, Ναύαρχε, πολλές φορές αντί να καίνε τα Τούρκικα καράβια θα μπορούσανε πρέζες (λεία) να τα κάνουνε.

Δε μπορεί να γίνη αυτό! είπε ο Ναύαρχος. Οι μαρινάροι μας (ναυτικοί) δεν αγαπάνε τα ρεσάλτα (εφόδους)˙ ύστερα ο Τούρκος δεν παραδίνεται εύκολα˙ και να θελήση να παραδοθή ο καπετάνιος, κάποιος βρίσκεται απ’ το τσούρμο του (πλήρωμα) που βάνει φωτιά κρυφά… Ύστερα, τι να το κάνης το καράβι, όπως είναι τα πράματα σ’ εμάς… Πιάσανε κάποτε οι Σπετσιώτες ένα Τούρκικο και το πήγανε στο νησί τους˙ τότε άρχισε ο καυγάς ποιος θα κάμη δικό του το καράβι… Το Κουβέρνο παράγγειλε να του βάλουνε φωτιά, για να μη ματοκυλιστούνε.

Emerson, A picture of Greece in 1825, London, 1826, σ. 171 σημ.