2. Προς τις Σχολές

2ος περίπατος: προς τις Σχολές

Σημείωση 8.7.2011: αυτή τη ξενάγηση στις Σπέτσες την έγραψε, μετά από λεπτομερή επιτόπια έρευνα, ο Πέτρος Χαριτάτος. Εκδόθηκε ως βιβλίο με τίτλο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες» (2004) και περιέχει 5 διαδρομές στην πόλη των Σπετσών.

Στην συνέχεια ο Π.Χ πρόσθεσε την 6η διαδρομή που αφορά τις παραλίες, με επίσκεψη από την θάλασσα και τον περιφερειακό δρόμο.

Η 7η διαδρομή αφορά το βουνό των Σπετσών.

2ος περίπατος: προς τις Σχολές

Αυτός ο περίπατος οδηγεί σε γειτονιές με παράξενα ονόματα – Κουνουπίτσα, Σουρμπούτι – που έχουν ξαναχτιστεί, στο μεγαλύτερο μέρος τους· άλλωστε τι να κρατήσεις από τα άβολα πλέον σπίτια των ψαράδων και ναυτικών, εκτός από το οικόπεδο; Αλλού ήταν το κέντρο βάρους των Σπετσών, με τη μεγάλη ιστορία – εδώ θα δούμε τη μικρή ιστορία, των καθημερινών ανθρώπων, που αφήνουν λιγότερα ίχνη.

Καπετανόσπιτα πάνω στην παραλία: του ναυάρχου Φωκά (μπροστά στο μόλο), του Καστριώτη (τώρα ‘1800’), του Λαζάρου (αεροφωτογραφία Χρήστος Λαμπράκος)

Οικία βιομηχάνου Δασκαλάκη

Το πρώτο σπίτι που συναντάμε, αμέσως μετά το Ποσειδώνιο, είναι ντυμένο με τη χαρακτηριστική σταχτιά πέτρα Δοκού, δείγμα πλούτου, σε αντίθεση με τις σοβατισμένες προσόψεις άλλων σπιτιών. (2/1) Το έχτισε η ναυτική οικογένεια των Οικονόμου, από τους οποίους το αγόρασε ο βιομήχανος Δημήτρης Δασκαλάκης (1860-1939), ιδρυτής του εργοστασίου που θα δούμε 200 μέτρα πιο πέρα. Μας αφηγήθηκε την ιστορία του σπιτιού η κόρη του, Έλλη Δασκαλάκη: «Ερχόμασταν το καλοκαίρι. Το μισό το περνούσαμε εδώ στη θάλασσα. Έφτιαξε ο πατέρας μια ξύλινη εξέδρα και κάναμε μπάνιο με το παραβάν. Ο ίδιος, για θεραπεία, έκανε μπάνιο με ζεστό νερό θαλάσσης. Εδώ φιλοξενούσαμε το Ναύαρχο Θεοχάρη, το Βενιζέλο. Από το Δεκαπενταύγουστο πηγαίναμε στο βουνό, στην Παναγιά.» Η Παναγία του Δασκαλάκη είναι μια εκκλησία πάνω στα υψώματα των Σπετσών, που έχτισε ο Δασκαλάκης δίπλα στο εξοχικό του, που χρησίμευσε ως παρατηρητήριο των Ιταλών στην Κατοχή. Εδώ στην παραλία, σε τούτο το σπίτι, όταν έφυγαν οι Ιταλοί το 1943, εγκαταστάθηκε το ΕΑΜ Σπετσών με την «Αλληλεγγύη» που ασχολείτο με την κοινωνική πρόνοια και το «λαϊκό δικαστήριο» που έλυνε διαφορές μεταξύ των κατοίκων.

Οικία ναυάρχου Φωκά

Το ΕΑΜ κατέλαβε για τη νεολαία του ΕΠΟΝ και το επόμενο σπίτι, με την πέτρινη σκάλα, που ακόμα το λένε «του ναυάρχου Φωκά». (2/2)Ήταν του Δημητρίου Φωκά, βενιζελικού αξιωματικού του Ναυτικού και κατοπινού μέλους της Επαναστατικής Επιτροπής του 1922, που έριξε την κυβέρνηση της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σ’αυτό το σπίτι, λένε, συναντιόταν ο Βενιζέλος με τον Πάγκαλο και τον Φωκά, κι από εδώ έφυγε ο Βενιζέλος το 1916, όταν ξέσπασε το κίνημα της Εθνικής Αμυνας στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι έχτισε γύρω στο 1870 η σπετσιώτικη οικογένεια Λαζάρου-Ορλώφ και το πούλησε στον πατέρα του Δημητρίου Φωκά το 1911. Αυτό δείχνει ότι ήδη είχαν αρχίσει κάποιοι Αθηναίοι ν’αποκτούν σπίτια στις Σπέτσες, ακόμα πριν χτιστεί το Ποσειδώνιο. Παράλληλα αρκετοί Σπετσιώτες, μεταξύ τους και απόγονοι ναυμάχων και καραβοκύρηδων σαν τους Λαζάρου, πουλούσαν εδώ κι αγόραζαν στον Πειραιά και στην Αθήνα.

Στην παραλία Φωκά, παππούς και εγγόνια: ο Θανάσης Ευσταθίου με το Νίκο και την Παρασκευή Ζουμπουλάκη (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Το καλοκαίρι η γειτονιά κατεβαίνει για μπάνιο στο μικρό γιαλό μπροστά στην «παραλία Φωκά»: γιαγιάδες, μητέρες με το ταπεράκι για να ταϊσουν το μωρό, πατεράδες που μαθαίνουν στα παιδιά κολύμπι, αγόρια που κάνουν τρελές βουτιές από το μόλο. Από δεκαετίες εδώ κολυμπά και ο Θανάσης Ευσταθίου, που ξεκίνησε ψαράς με τον πατέρα του και συνταξιοδοτήθηκε ως ναυτικός. «Στο σχολείο πηγαίναμε μ’ένα χαρούπι για μεσημεριανό. Ξυπόλητα τ’αγόρια, τα κορίτσια με τσόκαρα, ένα κομμάτι ξύλο και το πανί καρφωμένο πάνω. Πάνινα και τα σακίδια, τα ράβαν οι μανάδες. Ο πατέρας του είχε το πρώτο ψαράδικο με μηχανή, μια σουηδική 6 ίππων. Τι το θες αυτό το θεριό, του λέγαν· ήταν δεν ήταν 6 μέτρα σκαρί». Θυμάται τη ζωή του πατέρα του, του Αδριανού, στο καϊκι Άγιος Νικόλαος. «Δούλευε παραγάδια και φουσέκια. Τι είναι τα φουσέκια; Οι δυναμίτες. Στις φουρτούνες δεν μπορούν να ρίξουν παραγάδια. Ρίχναν φουσέκια για να βγει το μεροκάματο. Επίσης, πώς να μαζέψουν τριακόσια-τετρακόσια μικρά, αθερίνες, για να δολώσουν το παραγάδι; Ρίχναν μια μπαλίτσα. Το 1935 πιάσαν τον πατέρα μου με φουσέκια έξω από τη Θεσσαλονίκη και τον κλείσαν μέσα. Ανέβηκε ο Περικλής ο Μπούμπουλης, κοπάναγε τη μαγκούρα του και τους φοβέριζε, κι αυτοί τον αφήσαν. Στην Κατοχή δούλευε καπετάνιος στη ψαροπούλα του Γιάννη Κόβερη που τη λέγαν ‘Γουρούνα’, διότι τραβούσε δυνατά. (Αντίθετα με ό,τι λέει το τραγούδι, η ψαροπούλα δεν είναι κοπέλλα αλλά ένα καίκι με μηχανή, ενώ παλιά οι ψαρόβαρκες ήταν με το πανί. Η δουλειά της ήταν να κουβαλά τον πάγο και τα κασόνια, και να της δίνουν οι ψαράδες ό,τι πιάναν για να τα πουλήσει στην ιχθυόσκαλα).Πήγαινε εμπορεύματα από Πειραιά στη Χίο και στη Μυτιλήνη και από κει ψάρια στον Πειραιά. Μετέφερε κρυφά και κόσμο στην Τουρκία. Για να παραπλανήσει τις περιπολίες, τράβαγε κάτι παλιοκάϊκα με κάτι παλιοδίχτυα πως ήταν δήθεν τράτες με καμιά εικοσαριά δήθεν πλήρωμα και τους κατέβαζε στην Τουρκία. Μια φορά τον πιάσαν αλλά ο Κόβερης τα’χε καλά με τους Γερμανούς και τον έβγαλε από τη φυλακή.»

Κότερα στο μόλο του Ποσειδωνίου (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Στον απέναντι μόλο, γνωστό ως μόλο του Ποσειδωνίου, (2/3) δένουν το καλοκαίρι μεγάλα λευκά κότερα με σημαίες φορολογικών παραδείσων και γεμίζουν τον αέρα με το βόμβο και τις αναθυμιάσεις τους. Τα πιο πολλά έχουν μελαψούς ναύτες και τα πιο ακριβά ξανθούς και ξανθές σερβιτόρες. Το πρωί οι υπηρέτριες βγάζουν τα παιδιά των επιβατών για βόλτα, και οι ναύτες τα σκυλιά τους για να χέσουν. Οι ιδιοκτήτες – ή ενοικιαστές τους – κάθονται στο κατάστρωμα της πρύμνης ή στον κλιματισμό πίσω από τα φυμέ τζάμια, και χαζεύουν τους περιέργους που σεργιανίζουν στην προβλήτα. Αυτοί ξέρουν πόσο τους εστοίχισε ένα τέτοιο καράβι – και όταν δένει πλάι τους ένα ακόμα πιο μεγάλο, τους λυπάται η ψυχή σου, έτσι που κάνουν πως δεν τους νοιάζει.

Οικία Καστριώτη

Μετά το ρέμα, στο πρώτο κτίριο, (2/4) έμενε ο καπετάν Γιάννης Καστριώτης, απόγονος μιας ιστορικής οικογένειας Σπετσιωτών καραβοκυραίων. Το σπίτι το κληρονόμησε απο τον θείο του Ιωάννη Παυλίνα, που προπολεμικά ήταν εκπρόσωπος τού Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, που εισέπραττε τα έσοδα απο τα κρατικά μονοπώλια στο αλάτι, το πετρέλαιο, τα σπίρτα και τις τράπουλες. Το αρχείο του καπεταν-Γιάννη σώθηκε χάρη στο Γιώργο Μπέλεση, κληρονόμο του σπιτιού, και τώρα βρίσκεται στο Τοπικό Αρχείο Σπετσών, όπου μπορείτε να το συμβουλευθείτε. Ένα ημερολόγιο πλοίου δείχνει τις δυσκολίες του εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα στην περίοδο 1879-87. Είναι από το βρίκι (δικάταρτο ιστιοφόρο) Άγιοι Απόστολοι με διαδρομές όπως «Σπέτσες, Χίος, Καράμπουρνα, Τρωάδα, Ίμβρος, Δαρδανέλλια, Μαρμαρά, Σαραϊμπουρνού, Ταϊγάνιο, Γενίκαλε, Γκέρτζι, Δαρδανέλλια, Μεσήνη, Καντάνια, Σπέτσες». Μια δεσμίδα αλληλογραφίας αποκαλύπτει τους οικογενειακούς καυγάδες των απογόνων. Ο Γιάννης Καστριώτης κληρονόμησε περιουσία αλλά τ’αδέλφια τού πατέρα του πήγαν στα δικαστήρια και του την πήραν. Ο νεαρός Γιάννης μπαρκάρει ναύτης στα 16 του και γίνεται πλοίαρχος το 1913, σε ηλικία 27 χρονών. Προσπαθεί να γίνει κι αυτός καραβοκύρης μ’ένα ιστιοφόρο 59 τόννων. Δεν πετυχαίνει η επιχείρηση και συνεχίζει να εργάζεται σε πλοία τρίτων. Μαζί του, ως υποπλοίαρχος, ο ξάδελφος και γείτονας του διπλανού σπιτιού, ο Γιώργος Λαζάρου. Το 1939, ενώ ταξιδεύει από Αργεντινή προς Ευρώπη, ξεσπά ο πόλεμος. Τα γερμανικά υποβρύχια βυθίζουν επιβατικά και φορτηγά στον Ατλαντικό. Ο Καστριώτης οδηγεί το πλοίο στην Αμβέρσα κι οι ναύτες έχουν αγωνία να πάνε σπίτια τους. Ο πλοιοκτήτης εκλιπαρεί τον Καστριώτη να κάνει ακόμα ένα ταξίδι. Εκείνος τηλεγραφεί: «18.11.1939. Adynaton pisthi pliroma akolouthisi Stop Hriazontai pliarchos protos kai defteros axiomatikoi asyrmatistis xylourgos epta naftai protos defteros tritos mihanikoi donkeyman kai thermastai thalamipolos magiros voithos magirou Stop Proxenos edilosen arnoumenoi ektelesoun taxidion palinostithoun dapanais ploiou ean apovi adynatos naftologisis ton entaftha i perix epi allon ploion – Castriottis«.

Γιάννης Καστριώτης 25 και 60 χρονών και η αδελφή του Ματίνα, περίπου στις ίδιες ηλικίες (αρχείο Καστριώτη)

Ο καπετάν Γιάννης δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε και η αδελφή του Ματίνα, της οποίας μπορούμε να δούμε φωτογραφίες, με το άλογό της, στην αίθουσα του εστιατορίου. Στα γεράματα τους φρόντιζε η ψυχοκόρη του Καστριώτη, Ελένη Τσούγκα, και της άφησε το σπίτι. Στη φωτογραφία με τη σακολέβα η Ματίνα με το καπέλο είναι καθιστή και η Ελένη είναι όρθια αριστερά με τα άσπρο φόρεμα.

Δρόμος προς Αγ.Αποστόλους

Λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω ένας δρόμος μας οδηγεί προς την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. (2/5) Εδώ πέρα έμενε η Άγνες Κατραμάδου, που το 1944 γλύτωσε 70 Σπετσιώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ήταν μια Γερμανίδα που είχε παντρευτεί Σπετσιώτη κι έμεινε χήρα. Οι Γερμανοί είχαν έρθει για να εκδικηθούν το θάνατο δυο στρατιωτών τους, που τους σκοτώσαν οι αντάρτες στο ξενοδοχείο του Καρδάση στη Ντάπια. Στήνουν το πολυβόλο μπροστά στο Ποσειδώνιο και βάζουν τους άντρες στη σειρά. Τότε από το πλήθος βγαίνει μια παχουλή κυρία με λουλούδια και εξηγεί με θάρρος στον αξιωματικό πως κάνει μεγάλη αδικία σε αθώους ανθρώπους, διότι οι ένοχοι είχαν έρθει από απέναντι. Ήταν η Άγνες. Τη θυμούνται οι γείτονές της, η Ευαγγελία Χαλικιουργά κι ο Γιώργος Βρονταμίτης: «Μόλις είδαν τι ετοιμάζαν, τρέχουν να τη βρουν, ‘έβγα κυρά Άγνες, έλα να τους πεις!’ Πάει και τον βρίσκει τον αξιωματικό, ήτανε πατριώτες, από την ίδια πόλη. Άν δεν ήταν η Άγνες θα χτίζαν ένα μεγάλο μνημείο για τους σφαγμένους· αλλά που σταμάτησε τη σφαγή, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε! Πέθανε φτωχιά και ξεχασμένη».

Από τα παλιά χαμόσπιτα που υπήρχαν στον ίδιο δρόμο δεν υπάρχει πια ίχνος. Σ’ένα από αυτά, θυμάται ο πλοίαρχος Ηλίας Δραπανιώτης, παιδί τότε, πεθάναν δυο κορίτσια από την πείνα. «Ένα χρόνο είχαμε να δούμε ψωμί. Σ’αυτό το σπίτι πέθαιναν και το κρύβαν για να πάρουν το συσσίτιό τους. Από το παράθυρο άκουγες το κλάμα, ‘πεινάω-πεινάω’. Δεν είχαν τίποτε να το ανταλλάξουν με τους απέναντι, ένα έπιπλο, μια ραπτομηχανή».  Ίσια πάνω βλέπουμε ένα μεγάλο ρημαγμένο σπίτι. (2/6) Όπως σε πολλά άλλα, του πήραν τον καιρό της Κατοχής τα δοκάρια, τα κουφώματα, τα κεραμίδια και ό,τι άλλο μπορούσαν, για να τ’ανταλλάξουν με λάδι και στάρι που είχαν οι απέναντι, όπως λέγαν τους τυχερούς κτηματίες της Αργολίδας.

Γιάννης Τσούγκας, τσαγκάρης και φιλόσοφος (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Ο δρόμος δεξιά, καθώς κυττάμε το ερείπιο, αξίζει μια παράκαμψη. Τα μονώροφα σπίτια στη γωνιά δείχνουν πως ήταν χτισμένες κάποτε οι Σπέτσες: δωμάτια στη σειρά, άλλοτε κατοικίες κι άλλοτε εργαστήρια και μαγαζιά. Ένα από τα μαγαζιά είναι του φιλόσοφου Γιάννη Τσούγκα, επάγγελμα τσαγγάρης, 90 χρονών και βάλε. Μπαίνεις μέσα και ανακαλύπτεις το εργαστήριο όπως ήταν πριν έναν αιώνα. Εδώ μαζεύονται οι συνταξιούχοι και τον ακούνε. Γεννήθηκε το 1912 κι από μικρός είχε μανία με το διάβασμα. Όταν όμως κουτσάθηκε, έμεινε στο νησί κι έγινε τσαγκάρης. Μιλά για την πολιτική. «Οι Σπετσιώτες είχαν αντίθετα φρονήματα από το Βενιζέλο. Οι παλαιοελλαδίτες και οι Σπετσιώτες στηρίζαν τον Κωνσταντίνο: είχαν πολεμήσει μαζί του στους Βαλκανικούς. Ανάβαν καντήλι στα εικονίσματα και ανάβαν στον Κωνσταντίνο. Μετά τον πόλεμο όλους τους παλαιοελλαδίτες τους έστειλε πίσω στα βουνά τους. Ενώ στους Μικρασιάτες τους άνοιξε τα πανεπιστήμια για να μορφωθούν εκείνοι. Ψηφίζαμε τότε με το σφαιρίδιο, το ρίχναμε στο κουτί αλλά φαινόταν πού πάει το χέρι. Ο Πετσάλης (βενιζελικός) είχε 5-10 κομματάρχες. Έλεγαν: έχω 100, 200 ψήφους, δώσε μου τόσα χιλιάρικα. Τα τσεπώνανε και δίναν μερικές δραχμούλες στους πιο φτωχούς. Τον εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι οι δικοί του. Παίρναν τα λεφτά και ψηφίζαν ολοψύχως τον Μπούμπουλη τον Περικλή. Έτσι βγήκε κι η έκφραση ‘το χιλιάρικο και μαύρο και βαπόρι δίχως ναύλο’. Έφερνε τζάμπα τους Σπετσοπειραιώτες να ψηφίσουν, τους έδινε κι ένα χιλιάρικο, όμως αυτοί ψηφίζαν Μπούμπουλη». Παλαιοελλαδίτης λοιπόν· αλλά όταν τον ρωτάς για τον βενιζελικό Ανάργυρο, κάνει μια σημαντική διάκριση: «Ο Ανάργυρος ήταν ψηλός, γερός, άρχοντας μεγάλος. Όχι σαν σήμερα που όποιος έχει δέκα δραχμές δε ζυγώνεται. Ήταν Βενιζελικός λόγω Αμερικής· γι’ αυτό, το φρόνημά του ήταν με τους αγγλογάλλους. Είχαμε μεγάλη φτώχεια πριν έρθει ο Ανάργυρος. Ξεκίνησε το σπίτι, δούλευε ο κόσμος 2-3 χρόνια. Τον περιφερειακό, χρόνια κράτησε, την ύδρευση, το Ποσειδώνιο: έδωσε ψωμί. Στον πόλεμο του ’12 πολλοί είχαν σκοτωθεί και έφτιαξε Σχολή για τα κορίτσια τους να μάθουν να κεντούν. Μ’αυτά τα έργα έζησε ο τόπος. Ήταν και το δάσος. Εκείνος δεν γούσταρε τα κτήματα, τις βερυκολεμονιές, ήθελε άγριο δάσος, πεύκα, με φύλακες να μην τα κόβουν. Του χρωστάμε πολλά, την ύδρευση, το δρόμο, τις Σχολές. Αλλά ό,τι και να έταζε στους Σπετσιώτες, εκείνοι δεν πήγαιναν στο κόμμα του. Άλλο το’να, άλλο τ’άλλο.» Καθώς μπαλώνει μια μπότα, θυμίζει πως ήταν ο κόσμος στις αρχές του 20ου αιώνα: «Μην κυττάς τώρα που ο κόσμος τρώει καλά και όλα είναι εύκολα. Οι νέοι όλοι θέλουν διορισμό, μια καρέκλα να κάτσουν. Κανείς δεν θέλει να μάθει μια δουλειά. Τότε δούλευε κάποιος 15 ώρες και δεν τον πλήρωναν. Εαν έλεγε κάτι ήταν κουμμουνιστής. Ο φτωχός ήταν στο έλεος του ενός και του αλλουνού. Υποτάξου ή άντε να χαθείς. Υπήρχε μίσος. Ο Μεταξάς τα άλλαξε: εργασία ένα οκτάωρο, κάθε Σάββατο έπρεπε να σε πληρώσουν, έβαλε συντάξεις και περίθαλψη.»  Όμως δεν πιστεύει πως η πρόοδος είναι μονόδρομος. Πιστεύει πως η ιστορία παλινδρομεί, ο κόσμος χειροτερεύει και θα ξανάρθουν δύσκολες εποχές. Γιατί; (Αυτά που διαβάζετε παρακάτω τα είπε, πολύ προφητικά, το 2004). Γιατί λοιπόν; «Διότι τα λεφτά συσσωρεύονται σε ορισμένα χέρια. Ένα βαπόρι των 4.000 τόνων είχε 30-40 πλήρωμα. Τώρα των 300.000 τόνων έχει 15. Πάει η δουλειά του ασυρματιστή, του τσαγκάρη, του ράφτη. Εκεί που κουβαλούσαν το μπετόν με τον τενεκέ, είναι τώρα το μαρκούτσι. Όλοι στη μπάντα πάνε. Τις ντομάτες τις αγοράζουν 80 δραχμές από τον αγρότη, τις πουλούν 500. Υπάρχει αισχροκέρδεια μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Όλα μαζεύονται στη μια μεριά, στο κεφάλαιο.»

Κώστας Μπης, παντοπώλης και καλός γείτονας (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Λίγο πιο πέρα είναι ένα από τα λίγα συνοικιακά παντοπωλεία που επιβιώνουν. (2/7) Το ίδρυσε ο Κώστας Μπης και το συνεχίζουν τα παιδιά του. Ο κυρ-Κώστας μού ξεφύλλισε ένα παλιό μπακαλοτέφτερο με τα είδη που αγοράζαν στη γειτονιά, γύρω στο 1960 και εξηγούσε τις εγγραφές: «Ντομάτα, δηλαδή χύμα πελτές. Πολλοί την αλείβαν στο ψωμί, άλλοι τη μαγειρεύαν, κάναν σάλτσα ή σούπες. Από το Ναύπλιο, θεωρείται η καλύτερη ντομάτα. Θρεψίνη. Δεν φέρνουμε πιά, ούτε ζητάει κανένας. Ήταν φτηνό, σχεδόν όλα τα σπίτια το παίρναν διότι το τρώγαν τα μικρά. Ένα πράμα γλυκό, σταφιδοπολτός, το αλείβεις στο ψωμί. Είχε χρώμα κοκκινωπό, σε πακέτα ή χύμα· κόβαμε και δίναμε.» Παρεμβαίνει μια πελάτισσα: «Επίσης αλείβαμε πελτέ τομάτα. Ή βάζαμε λάδι κι αλάτι. Ή νερό και ζάχαρη. Αυτά ήταν τα ‘σνάκ’ πριν το τσιπς και τη σοκοφρέτα.» Μια άλλη καταχώρηση γράφει «τενεκές 5 δραχμές». Γιατί αγοράζαν τενεκέδες στο παντοπωλείο; «Ήταν για το λάδι χύμα, όταν δεν είχαν δοχείο. Το περισσότερο ερχόταν από το Κρανίδι που σαν ποιότητα ήταν καλύτερο. Επίσης από απέναντι, Λεωνίδιο, Άστρος, Τυρό. Είχαμε εκεί τα σόγια, ζούσε και ο παππούς μου. Στην Κατοχή πηγαίναμε για τρόφιμα εκεί, στο Κρανίδι.» Κυττάμε άλλες εγγραφές: «στάρι με καλαμπόκι 1,3 δραχμές. Πίτουρο, 1 δραχμή. Είναι για τις κότες· σχεδόν όλα τα σπίτια είχανε. Βαμβακόπιτα 3,5 δραχμές, για κατσίκες και πρόβατα. Ακόμα δεν είχε φουντώσει η βιομηχανία της ομορφιάς: «Βερνίκι Κάμελ 2 δραχμές, κορδόνια 1 δραχμή, για τα παπούτσια. Κολυνός 8 δραχμές, τσιμπιδάκια 2, φουρκέτες 1, τσατσάρα 1,5 δραχμή, για τις κυρίες». Το παντοπωλείο εκάλυπτε κι άλλες ανάγκες. Διαβάζουμε: «παπούτσια 35, ταχυδρομ. 5, ηλεκτρικό 16,5, ντομινό 2, μετρητά 100». Δεν ήταν παπουτσάδικο ή ταχυδρομείο, ούτε περίπτερο ή τράπεζα – η εξυπηρέτηση ήταν απλώς πράξη καλής γειτονίας.

Απέναντι από το παντοπωλείο του Μπη είναι το παλιό σπίτι της μεγάλης ναυτικής οικογένειας Γκίνη, που τώρα ανήκει στους κληρονόμους τους, της οικογένειας Τσαλδάρη. Οι Γκίνηδες, όπως κι οι πιο πολλοί καραβοκύρηδες μέχρι την Επανάσταση, χτίζαν τα σπίτια τους μακριά από την παραλία. Στον 5ο περίπατο (προς την Ανάληψη), θα δούμε γιατί άλλαξαν κι άρχισαν να χτίζουν πάνω στο κύμα.

Το παλιό νηματουργείο Δασκαλάκη, σήμερα ξενοδοχείο «Τα Νησιά» (φωτο Λίζη Καλλιγά)

Εργοστάσιο Δασκαλάκη, τώρα ξενοδοχείο ‘Τα Νησιά»

Ο βιομήχανος Δημήτριος Δασκαλάκης με τη σύζυγό του (συλλογή Δημήτρη Κ. Δασκαλάκη)

Επιστρέφουμε στην παραλία και στο εργοστάσιο Δασκαλάκη, πάνω στη γωνιά, που είναι σήμερα το ξενοδοχείο «Νησιά». (2/8) Από τους δυο πύργους του χτυπούσαν οι σειρήνες την αλλαγή βάρδιας και τις άκουγε όλο το νησί. Ο Δημήτρης Δασκαλάκης καταγόταν από την κρητική οικογένεια Πετρολέκα. Τον πατέρα του, τον είχε υιοθετήσει ένας Σπετσιώτης σταρέμπορος, ο Δασκαλάκης, κι έτσι πήρε το όνομά του. Αφού πέτυχε ως βιομήχανος κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά κατά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13), ιδρύει νηματουργία στις Σπέτσες το 1920 κατά παράκληση, όπως λένε, των προσωπικών του φίλων Βενιζέλου και Αναργύρου. Το 1923 εκλέγεται βουλευτής Σπετσών. Εντοπίζει νέες ευκαιρίες και τις κυνηγά: το 1921 ξεκινά την επιχείρηση ηλεκτροφωτισμού Σπετσών με 1000 πελάτες και υποχρέωση να φωτίζει τη Ντάπια και τους κεντρικούς δρόμους. Κατόπιν φτιάχνει μια μονάδα παραγωγής πάγου που τροφοδοτεί τους ψαράδες και τα σπίτια. Το εργοστάσιο προκόβει· στις παραμονές του πολέμου του ’40 βάζει και τρίτη βάρδια. Τις παραγγελίες κουβαλούσαν τα καϊκια του Καρβεντούζη, του Μαθιού και του Πάνου Πάτραλη. Λέει ο γιος του Πάνου, ο Βασίλης: «Ήταν τα πιο σύγχρονα, με μηχανή ενώ τα πιό πολλά τότε ήταν με πανιά. Φέρναν μπάλες μπαμπάκι από τον Πειραιά, τις βάζαν στα σιδερένια καρότσια κι από κει στην αποθήκη, δεξιά από την κεντρική σκάλα, όπου είναι τώρα η κουζίνα. Μετά φορτώναν τα νήματα, σε μπάλες μακριές και χαμηλές, δεμένες με λινάτσες.» Ένας συνταξιούχος εργάτης, ο Γιώργος Βελιώτης, θυμάται τις παλιές γκαζομηχανές που κινούσαν το εργοστάσιο. «Από πάνω είχαν καζάνια όπως στα βαπόρια, όπου οι θερμαστές ρίχναν πυρήνα ελιάς, που τον φέρναν μέχρι κι απ’ την Κρήτη. Έμενε μια πίσσα, το μπλακ, που τη ρίχναν στη χαβούζα εδώ – δείχνει τη μαιζονέτα «Ανδρος» στο συγκρότημα του ξενοδοχείου – και μετά το παίρναν και το πετούσαν στο Βρέλλο» (όταν δεν υπάρχει πετρέλαιο για τη μηχανή εσωτερικής καύσεως, χρησιμοποιούνται εξαερωτήρες, δηλαδή «γκαζοζέν», που καίνε πυρήνα ή κούτσουρα και παράγουν εύφλεκτο αέριο ως καύσιμο της μηχανής). Θυμάται και τα πολιτικά όπου η κάθε εξουσία εκβίαζε τους εργάτες να την στηρίξουν. «Τον καιρό του Μεταξά μας γράψαν όλους στην ΕΟΝ (οργάνωση νεολαίας), μας δώσαν και στολές για τις παρελάσεις. Μερικά χρόνια μετά, ήρθε ο κομμουνιστής με το πιστόλι και μας είπε «θα γραφτείτε». Τι να κάνουμε; Έτρωγαν, έπιναν αυτοί κι εμείς τους φυλάγαμε».

Το «βολάν» που μεταδίδει την κίνηση (συλλογή Δημήτρη Κ. Δασκαλάκη)

Το εργοστάσιο έκλεισε στην Κατοχή και ξανάνοιξε μετά την απελευθέρωση. Θυμάται ένας παλιός υπάλληλος, ο Νίκος Κατσιμάνης: «Ανοιξε πάλι το 1945 από τα παιδιά του Δασκαλάκη. Το 1946 βγάζαν 300 πακέτα, δηλαδή 300 χρυσές λίρες την ημέρα, σε δυο βάρδιες. Οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλοί. Όποιος μιλούσε, χαρακτηριζόταν αριστερός. Δεν μπορούσαν να συνδικαλιστούν». Λειτουργεί ακόμα μερικά χρόνια. Οι σημερινοί εξηντάρηδες θυμούνται πως κολυμπούσαν μπροστά στην παραλία, εκεί που έβγαινε το ζεστό θαλάσσιο νερό από τη ψύξη των μηχανημάτων. Το εργοστάσιο κλείνει το 1959 και αρχίζει να ερειπώνεται στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας που το κατέσχεσε.

Οι αναμνήσεις για το εργοστάσιο είναι διχασμένες. Μια γειτόνισσα θυμάται τα θετικά, πως έδινε δουλειά σε εκατοντάδες ανθρώπους: «Οι θέσεις στο εργοστάσιο ήταν περιζήτητες. Πολλοί σήμερα έχουν σύνταξη ΙΚΑ χάρη σ’αυτό. Για να προσλάβουν μια γειτονοπούλα, οι γονείς τη δήλωσαν ως μεγαλύτερη. Ήταν τόσο μικρή, που ανέβαινε σ’ένα σκαμνί για να φτάνει.»  Άλλοι περιγράφουν την αυστηρότητα της διεύθυνσης, που ερευνούσε το προσωπικό όταν έβγαινε (υπήρχε το επάγγελμα της «ψάχτρας»), ή τις συνθήκες υγιεινής, που είχαν ως αποτέλεσμα πολλά κορίτσια να βγαίνουν φθισικά. Όμως διέφερε άραγε αυτό το εργοστάσιο από ό,τι γινόταν παντού αλλού στην κλωστοϋφαντουργία;

Απο δεξιά: οικία Ελευθερουδάκη και το Δημαρχείο με τις καμάρες, παλιό καπετανόσπιτο Κυριακού (λάδι του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Μαντά)

Δημαρχείο

Το κτίριο του Δημαρχείου (2/9)ήταν μια ιδιωτική κατοικία όπου φιλοξενήθηκε πολλά καλοκαίρια ο Οδυσσέας Ελύτης. Στα διατηρητέα αναφέρεται ως «οικία Νικολάου Κυριακού». Το γνωστότερο πλοίο της οικογένειας Κυριακού ήταν ένα σιτοκάραβο, το βρίκι «Διομήδης» και από αυτό οι απόγονοι απέκτησαν το όνομα Διομήδης. Το 1910 ο Αλέξανδρος Διομήδης εκλέγεται βουλευτής Σπετσών στη Β’ Αναθεωρητική Βουλή, με την υποστήριξη του θείου του Σωτήρου Ανάργυρου. Εδώ έζησε ο Ανδρέας Κυριακός, Δήμαρχος Σπετσών. Το κληροδοτεί στην κόρη του Μίνα, σύζυγο του Κώστα Ιζαϊλώφ, και εκείνη το δωρίζει στο Δήμο, για να χρησιμεύσει ως Δημαρχείο.

Κουνουπίτσα και Σουρμπούτι την άνοιξη (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Οικίες Ελευθερουδάκη, Μπουμπουλίνας και Τσάλλη

Αμέσως μετά το Δημαρχείο, ένα αυστηρό σπίτι με πέτρα Δοκού, δηλώνει, στη σιδεριά του μπαλκονιού του, πως χτίστηκε το 1846 από τον «ΚΧΑ», δηλαδή τον Χρήστο Α. Καστριώτη, της ναυτικής οικογένειας που είδαμε πιο πριν. Η Μάρθα Καστριώτη, που γεννιέται το 1890, πηγαίνει στη Γενεύη για σπουδές μουσικής, ενώ οι γονείς της ήταν ακόμα εφοπλιστές. Αλλά η πατρική περιουσία χάνεται κι η Μάρθα αρχίζει να κάνει μαθήματα πιάνου και να δίνει συναυλίες στην Αθήνα, όπου και παντρεύεται τον εκδότη και βιβλιοπώλη Κωνσταντίνο Ελευθερουδάκη. Έτσι, οι απόγονοί της παραμένουν στην παράδοση του εμπορίου – αλλά πλέον ως καινοτόμοι βιβλιοπώλες.

Αριστερά από το δρομάκι, στο βάθος απέναντι, βλέπουμε ακόμα ένα διατηρητέο. (2/10)Εδώ σκοτώθηκε η Μπουμπουλίνα σ’έναν οικογενειακό καυγά. Ο γιός της από τον πρώτο γάμο, ο Γιώργος Γιάννουζας, είχε απαγάγει την Ευγενία Κούτση κι οι συγγενείς της ήρθαν να την πάρουν. Ανάβουν τα αίματα, η Μπουμπουλίνα τους βρίζει στ’αρβανίτικα, κάποιος πυροβολεί και τη σκοτώνει. Κατηγορήθηκε ο θείος της κοπέλλας, Ιωάννης Κούτσης, που φυλακίστηκε και κατόπιν αθωώθηκε.

Στο βάθος αριστερά η οικία της Μπουμπουλίνας. Φαίνεται το παράθυρο όπου στεκόταν όταν την πυροβόλησαν. Στο κέντρο μπροστά η οικία Τσάλλη (φωτο Λίζη Καλλιγά)

Το κλασικό σπετσιώτικο καπετανόσπιτο στη γωνία, με τη χαρακτηριστική αποθήκη του στο ισόγειο, (2/11) ανήκε στον τολμηρό θαλασσοπόρο και αξιωματικό του Ναυτικού, Κώστα Τσάλλη, που κατόπιν έγινε πλοίαρχος στο περίφημο ιστιοφόρο «Κρεολή» του Νιάρχου. Το δικό του ιστιοφόρο λεγόταν «Παλαίμων» και ήταν δίχως μηχανή, μόνο με τα πανιά (ο «Παλαίμων» ή Μελικέρτης, γιός της Ινώς ή Λευκοθέας, ήταν ένας θεός της θάλασσας που βοηθούσε τους ναυτικούς όταν κινδυνεύαν. Οι αρχαίοι Έλληνες τον απεικονίζαν συχνά σαν ένα παιδί καβάλα στο δελφίνι. Τον ίδιο ρόλο παίζουν τώρα ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Σπυρίδωνας). Το 1931, στο παρθενικό του ταξίδι από την Αγγλία προς την Ελλάδα είχε και μια επιβάτιδα, τη μητέρα του. Του είχε πει, «θα έλθω μαζί σου για να μην έχω τον καιρό να σε κλάψω αν χαθείς», και την πήρε για να την ηρεμήσει. Το σπίτι αναφέρεται στην κατάσταση των διατηρητέων ως «οικία Γεωργίου Λεμπέση» διότι το έχτισε ο καραβοκύρης Νικόλαος Κυριακός γύρω στο 1830 για την κόρη του, που πήρε έναν Λεμπέση. Το σπίτι παραμένει στα χέρια θαλασσινών, μιας και την παράδοση συνεχίζει ο ιστιοπλόος γιός του Κώστα Τσάλλη, Δημήτρης. Εδώ έμενε και η Μίνα Τσάλλη, αδελφή του Κώστα, που υπηρέτησε το 1940-41 ως προϊσταμένη σε νοσοκομείο του Αλβανικού μετώπου. Σ’αυτή χρωστάμε το λυρικό βιβλίο «Σπέτσες», γεμάτο αγάπη και αναμνήσεις για το νησί.

Η μεγάλη παραλία της Κουνουπίτσας πριν φτιαχτεί ο δρόμος, όπως την είδε το 1924 ο Αλέξανδρος Αλεξανδρίδης (συλλογή Γιώργου Αργεντίνη)

Όρμος της Κουνουπίτσας

Φτάσαμε στον όρμο της Κουνουπίτσας, που ήταν ψαραδογειτονιά. Η προπολεμική φωτογραφία δείχνει μια πλατιά παραλία με τις τράτες. Την Μεγάλη Πέμπτη του 1943 οι Ιταλοί διατάζουν να παραδοθούν οι βάρκες και τα καϊκια. Τότε, όπως θυμούνται στη γειτονιά, «σα να φύτρωσαν πόδια στις βάρκες, όλοι βοηθούσαμε να τ’ανεβάσουμε στα σοκάκια να τις κρύψουμε». Όσες μείναν στην παραλία και στη θάλασσα τις καταστρέφουν. Οι ψαράδες μένουν δίχως δουλειά, το νησί δίχως συγκοινωνία και οι τιμές των τροφίμων τριπλασιάζονται.

Εδώ στην αμμουδιά ξεχυνόταν το ξεροπόταμο της Κουνουπίτσας. Δίπλα στο περίπτερο ήταν ένα πηγάδι που έδινε νερό στη γειτονιά. Αλλοι λένε πως το όνομα «Κουνουπίτσα» είναι από την αρβανίτικη λέξη για τους θάμνους (λυγαριές) που φυτρώναν στην κοίτη του, κι άλλοι επειδή η παραλία, μέχρι τις Σχολές, ανήκε σ’έναν Κουνουπιώτη, πλούσιο κτηματία. Το ρέμα έχει τώρα καλυφθεί κι όταν βρέχει τα νερά πλημμυρίζουν το δρόμο.

Το Σεπτέμβριο, πάνω στην παραλία – πριν απαγορευτεί από το Λιμεναρχείο – πλέναν τα κρασοβάρελα κι η θάλασσα γινόταν κόκκινη. Τα αγόρια σκαλίζαν στους πάτους και φτιάχναν πυροτεχνήματα. Ένας συνταξιούχος δίνει τη συνταγή: «Μαζεύουμε τα ρετσίνια με το μαύρο κατακάθι και τα ξεραίνουμε. Μετά τα κοπανάμε να γίνουν σκόνη. Βάζουμε τη σκόνη στην παλάμη και κρατάμε, μέσα από τα δάχτυλα, ένα αναμμένο κερί. Ύστερα ξαφνικά, τινάζουμε το χέρι κάτω, πετιέται πάνω η σκόνη και παίρνει φωτιά.»

Οικία Τσουλουχόπουλου στην Κουνουπίτσα (φωτο Λίζη Καλλιγά)
(λάδι του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Μαντά)

Οικία εμπόρου Τσουλουχόπουλου

Σαράντος Τσουλουχόπουλος, γραμματέας του ΕΑΜ στα 26 του (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Το σπίτι με τα κόκκινα παράθυρα είναι δείγμα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στις Σπέτσες. (2/12) Σε σύγκριση με το προηγούμενο του Τσάλλη, ανθρώπου της θάλασσας, ανήκει σ’έναν άλλο κόσμο, εκείνο της στεριάς. Η οικογένεια Τσουλουχόπουλου ξεκίνησε στο Αργος με το εμπόριο, μετά την Επανάσταση, και είχε μαγαζιά και αποθήκες. Ήρθε στις Σπέτσες και ρίζωσε, χτίζοντας αυτό το σύγχρονο – για εκείνη την εποχή – σπίτι. Από την αυλόπορτα βλέπουμε το περιβόλι. Το βοτσαλωτό στην αυλή γράφει ΝΣΤ (Νίκος Σαράντου Τσουλουχόπουλος) και από κάτω 908 915, δηλαδή χτίστηκε μεταξύ 1908 και 1915. Με το Διχασμό, οι αντιβενιζελικοί επίστρατοι πολιορκούν το σπίτι το 1917 και σπάνε τα παράθυρα. Αλλού είχαν ρίξει δυναμίτες. Ο φούρνος στη γωνιά λειτουργούσε με δεμάτια κλαριά από το δάσος και για να ζυμώσει έπαιρνε νερό από το διπλανό δημόσιο πηγάδι. Συνέφερε να έχεις φούρνο διότι εκτός από το ενοίκιο, σου ζέσταινε δωρεάν και το σπίτι το χειμώνα. Ο Σαράντος Τσουλουχόπουλος, συνταξιούχος καθηγητής, θυμάται την πείνα στην Κατοχή. «Ήμασταν τυχεροί διότι σπέρναμε στον κήπο του σπιτιού. Για το λάδι δίναμε στους απέναντι κουρτίνες, κιούπια, καζάνια, έπιπλα. Όταν εξασφαλίζαμε το λάδι της χρονιάς νιώθαμε ασφαλείς». Κάποιο πρωϊ βλέπει πως είχαν κλέψει ραδίκια και σπανάκι από το περιβόλι. Στήνεται το επόμενο βράδυ και πιάνει τον κλέφτη: ένα παιδάκι που έβαλε τα κλάματα. Κάθε φορά που κατεβαίνει στην αγορά ζητώντας κάτι ν’αγοράσει – είναι από τους τυχερούς – βλέπει πως χάθηκε κάθε μέτρο τιμιότητας, ο μόνος νόμος είναι η πλεονεξία και η εκμετάλλευση. Το 1943 μπαίνει στο ΕΑΜ, το ’44 τον πιάνουν οι Γερμανοί. Ξύλο, φυλακή, η λοταρία των ομήρων για εκτέλεση, τα κάτεργα στη Γερμανία, η δυσκολία για δουλειά όταν γυρίζει στην Ελλάδα ως «αριστερός»: είναι ένα έπος που λίγοι το γνωρίζουν και που υποσχέθηκε να το γράψει. (Σημείωση 16.7.2011 για μεταγενέστερες δημοσιεύσεις: Σαράντος Τσουλουχόπουλος (1) – Ως μέλος και γραμματεάς τού ΕΑΜ στις Σπέτσες, είχε ζήσει πολλά γεγονότα στο πετσί του και τα κατέγραψε στο ημερολόγιό του.
Σαράντος Τσουλουχόπουλος (2) – Εκδόθηκε το βιβλίο του Η περιπέτεια» (έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών) με φωτογραφίες και ανέκδοτα ντοκουμέντα της Κατοχής στις Σπέτσες.)

Ο Αη-Γιάννης της Κουνουπίτσας γιορτάζει (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Προς Αη Γιάννη και Αγία Άννα

Από την επόμενη γωνία, (2/13) όπου βγαίνουν άλλα δυο ρέματα, ο αριστερός δρόμος ανεβαίνει στο «ποτάμι της γουρούνας με τα 12 κεριά» που περνά μπρος από το σπίτι του Παναγιώτη Μαθιού, που ήδη συναντήσαμε στην αγορά. Λέγει ο Παναγιώτης: «Οι Σπέτσες είναι γεμάτες παράξενα ονόματα – πού να δεις τα παρατσούκλια! Έχουν και σπουδαίες ιστορίες, που τις ήξερε ο πατέρας μου, σωστή εγκυκλοπαίδεια. Τις γράφω όλες σ’ένα τετράδιο για να τις εκδόσω.»

Ο δεξιός δρόμος οδηγεί στον Αη Γιάννη(2/14)που ήταν εκκλησία Μπουμπουλέικη. Εκεί τάφηκε αρχικά η Μπουμπουλίνα. Κατόπιν πήραν τα οστά της στον Αγ.Νικόλαο και τώρα είναι στο Μουσείο Σπετσών. Δίπλα στον Αη Γιάννη ήταν το καλοκαιρινό κτήμα της Μπουμπουλίνας, γεμάτο οπωροφόρα δέντρα και κληματαριές. Η οικογένεια το έδωσε για προίκα σε μια ψυχοκόρη και από εκεί περιήλθε στην οικογένεια Λυγκιάρη, που έχτισε το σημερινό σπίτι στα ερείπια του παλιού σπιτιού της Μπουμπουλίνας. Το πηγάδι του, ίσως το πιο ωραίο πηγάδι των Σπετσών, με άφθονο νερό, τροφοδοτούσε για πολλά χρόνια την Αναργύρειο Σχολή.

Η Αντωνία Μοσχοβίτη χτυπά την καμπάνα της Αγίας Άννας (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Ο δρόμος που ανηφορίζει προς την Αγία Άννα(2/15) έτσι που χάραξε την πλαγιά του λόφου, είναι κι ένα μάθημα γεωλογίας, όπου βλέπουμε παγιδευμένα τα βότσαλα ενός γιγάντειου ποταμού της Πλειόκαινης περιόδου, κάπου 40.000.000 χρόνια πριν. Τα πιο πολλά πετρώματα στις Σπέτσες είναι «κροκαλοπαγή», δηλαδή χοντρό ποταμίσιο βότσαλο (κροκάλες) σφηνωμένο σε λιωμένο ασβεστόλιθο. Η Αγία Άννα είναι συνάμα εκκλησία, ξενώνας, στέρνα και κοιμητήριο, με σπουδαία πανοραμική θέα. Παλιά ήταν ξωκλήσι της ναυτικής οικογένειας Πετρούτση. Τον τωρινό ναό έχτισε ο γλύπτης Βύρωνας Κεσσές, που διέπρεψε και ως καθηγητής στην Αναργύρειο Σχολή. Με το ναό υλοποιούσε, όπως είπε, τα βυζαντινά του οράματα, μέσα από την αρχιτεκτονική και τον διάκοσμο του τέμπλου, σύμφωνα με τον ερευνητή Γεώργιο Σταματίου. Δίπλα στο ιερό είναι οι τάφοι του ναυμάχου Νικολάου Αναστ. Κυριακού (1797-1870) και του γιού του Διομήδη Ν. Κυριακού, συγγραφέα και πολιτικού (1842-1903). Στο κοιμητήριο είναι θαμμένοι παλιοί ιερείς και κάτοικοι της ενορίας του Αη Γιάννη. Υπάρχουν και μνήματα μωρών. Ένας παππούς εξηγεί: «Τότε πέθαιναν πολλά μωρά, ήταν αρρώστιες πολλές, οι γιατροί δεν ήταν έμπειροι. Τα θυμάμαι, έναν χρόνο πέθανε το ένα, ήταν δύο, δυόμιση χρονών, το είχαν στο τραπέζι και το χάϊδευαν. Είχε σκάσει από τον πυρετό.»

Το αρχοντικό Οικονόμου, όπου ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ έφτασε περπατώντας σε περσικά χαλιά (φωτο Λίζη Καλλιγά)

Αρχοντικό Δημάρχου Μιχάλη Οικονόμου

Ο Δήμαρχος Σπετσών Μιχαήλ Οικονόμου γύρω στο 1865 … (συλλογή Χρήστου Λαμπράκου)

Συνεχίζοντας στην παραλία, μετά το δρόμο προς τον Αη Γιάννη, συναντάμε το αρχοντικό που έχτισε ο Μιχάλης Οικονόμου το 1851, όπως δείχνει η επιγραφή στο σιδερένιο μπαλκόνι. (2/16) Ο πατέρας του ήταν παπάς με περιουσία: αγρούς, οικόπεδα και καταστήματα. Την αξιοποιεί ο Μιχάλης, ο μικρότερος γιός του· εργατικός και φιλόδοξος, μπαίνει στις θαλάσσιες μεταφορές και συμμετέχει στην Επανάσταση με το πλοίο του «Νέμεσις». Στη διαθήκη του (όπου ορίζει να μειωθεί το μερίδιο της γυναίκας του κατά 90% εάν πάει και γίνει καλόγρια) καταγράφεται ως «εμποροπλοίαρχος και θαλασσέμπορος». Μετά την Επανάσταση, επεκτείνει το εμπορικό του δίκτυο με τη βοήθεια των γιών του στη ρουμανική Κωστάντζα, την Κωνσταντινούπολη, τη Γένοβα και τη Μασσαλία. Γράφει ο μελετητής της οικογένειας Ανδρέας Κουμπής: «Στην Κωστάντζα είχαν 6 μαγαζιά χωρητικότητος 180.000 κοιλών σίτου και σπίτι αξίας 3.000 λιρών (τουρκικών) δηλ. 78.000 δρχ. περίπου». Στις Σπέτσες, «4 μεγάλα σπίτια και διάφορα οικόπεδα. Στην Κόστα διάφορα οικόπεδα 100 περίπου στρεμμάτων. Οκάδες ασημιού και μαργαριταριών». Ο Οικονόμου έρχεται σε ανταγωνισμό με τις παλιές ναυτικές οικογένειες που κάνουν κουμάντο στις Σπέτσες. Είναι οι κυρίαρχοι του τόπου, με τις πλάτες των υπουργών του Όθωνα, και χρησιμοποιούν τη δύναμη του κράτους κατά των αντιπάλων τους. Η διαμάχη τους από εμπορική γίνεται και πολιτική. Έτσι, όταν ξεκινά ο αγώνας κατά του Όθωνα, με αιτία τις βασιλικές παρεμβάσεις στις εκλογές, ο Οικονόμου είναι ηγέτης της αντιπολίτευσης στις Σπέτσες, σε συνεργασία με το γειτονικό Ναύπλιο, όπου ξεσπά ένοπλη εξέγερση στις αρχές του 1862. Τον Οκτώβριο η επανάσταση εκθρονίζει τον Όθωνα. Η επαναστατική επιτροπή στις Σπέτσες διώχνει τα παλιά τζάκια από τη δημοτική αρχή και διορίζει τον Οικονόμου ως Δήμαρχο· κάτι που θα του στοιχίσει τη ζωή δέκα χρόνια αργότερα, από χέρι Μπουμπουλαίικο.

… και η σύζυγός του Μαρία, που θα έχανε το 90% της κληρονομιάς της εάν γινόταν καλόγρια (συλλογή Χρήστου Λαμπράκου)

Προηγήθηκαν όμως ημέρες δόξας και αναγνώρισης. Ένας παλιός Σπετσιώτης, ο πρώην αγροφύλακας Άγγελος Θυμαράς, θυμάται τις αφηγήσεις των ακόμα πιο παλιών: «Αυτός έφερε στις Σπέτσες τον Γεώργιο τον Πρώτο και του έκανε σπουδαία υποδοχή. Από τη Ντάπια μέχρι το σπίτι, στρώσανε περσικά χαλιά. Βγήκε ο Γεώργιος στο μπαλκόνι και όλος ο πορθμός ήταν γεμάτος στόλο, και τον ρωτάει, καπετάνιε ποιανού είναι αυτά τα καράβια; Δικά μας, του απαντά ο Μιχάλης Οικονόμου. Δηλαδή; Κύττα του λέει το σινιάλο· κυττάει ο Βασιλιάς με το γυαλί και όλα είχαν το σήμα του Οικονόμου».

Μετα τη δολοφονία, τις επιχειρήσεις συνεχίζουν οι γιοί του, αλλά οι συνθήκες ευνοούν τα ιστιοφόρα όλο και λιγότερο. Ένα από τα πλοία της οικογένειας ήταν το δικάταρτο βρίκι «Άγ.Νικόλαος», 27 μέτρα μήκος με χωρητικότητα 200 τόνους. Σύμφωνα με το ημερολόγιό του που διασώζεται, έκανε 26 ταξίδια στην εξαετία 1876-1882 οπότε και εγκαταλείπεται τραυματισμένο στη Μονεμβασιά. Κάλυπτε τη κλασική σπετσιώτικη διαδρομή από την Αζοφική θάλασσα (Ταϊγάνιο ή Τάγανροκ) μέχρι την κεντρική Μεσόγειο (Μάλτα, Μεσσήνη, Γένοβα), περνώντας από τα ρουμανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, την Κωνσταντινούπολη και φυσικά τις Σπέτσες. Το κυριότερο φορτίο του ήταν ο σκληρός σίτος, «ο βασιλιάς των ζυμαρικών» όπως λέγαν οι Ιταλοί. Το 1876, με πλοίαρχο το γιό τού Μιχάλη Οικονόμου, τον Εμμανουήλ, φτάνει στη Μάλτα μετά από 34 ημέρες ταξίδι. Είναι μια από τις δεκάδες αφίξεις που καταγράφει για τούτη την ημέρα η ναυτεμπορική εφημερίδα Lloyd Maltese. Με τον Οικονόμου ταξιδεύουν κι άλλοι οκτώ. Το δελτίο αρ.349 της 26 Νοεμβρίου στα κρατικά αρχεία της Μάλτας διασώζει τα ονόματα και τις ηλικίες τους – ίσως το μόνο που έμεινε από αυτούς. Τα διπλανά δελτία δείχνουν πως εκείνες τις μέρες ήρθαν κι άλλα ιστιοφόρα με Έλληνες: το υδρέϊκο «Ιωάννης» με οχτώ, το συριανό «Ελευθερία» με δώδεκα, το ρώσικο «Άγ.Δημήτριος» με δέκα πλήρωμα. Είχε συννεφιά, κρύο και τρικυμία – το ξέρουμε από το δελτίο καιρού στο Lloyd Maltese. Η ίδια πηγή λέει τι αντίκρυζαν οι Έλληνες ναυτικοί: ένα λιμάνι γεμάτο σιδερένια ατμόπλοια τελευταίας τεχνολογίας – και μάλιστα screw steamers, με έλικα αντί με φτερωτή – όπου τα δικά τους μοιάζαν δίτροχοι αραμπάδες δίπλα σ’ευρύχωρες νταλίκες. Όχι μόνο δεν τους ευνοούσαν οι συνθήκες – δηλαδή το γύρισμα της τύχης – αλλά ούτε και η δική τους παιδεία, μαθημένοι καθώς ήταν σε μιά μόνο διαδρομή με το ίδιο πάντα εργαλείο.

Παραλία ταρσανάδων

Απο μεταφορέας σε εστιάτορα ο Βασίλης Πάτραλης … (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Από εδώ και πέρα ήταν παλιά μια περιοχή φτωχών ψαράδων και καραβομαραγκών. Πάνω από την παραλία υπήρχαν ταρσανάδες όπου χτίζαν βάρκες και καϊκια. Απέναντι από την ταβέρνα Πάτραλη, (2/17) το κτίριο που είναι τώρα αποθήκη, ήταν το καραβομαραγκούδικο του μπάρμπα Μήτσου Καναβού. Οι γείτονες θυμούνται ακόμα ένα ναυπηγείο λίγο πιο κάτω εκεί που βγαίνει το ρέμα, του διάσημου Αντώνη Μαργέτη, που έφτιαχνε σκάφη μέχρι 20-22 μέτρα: τρεχαντήρια, παπαδιές (βάρκες με ίσια πρύμνη) και κούντουλες (βάρκες με μυτερή πλώρη και πρύμνη).

Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής, όπως οι Πατραλαίοι, είχαν περισσότερο κεφάλαιο και συνάμα περισσότερο κίνδυνο από τους άλλους. Ο εστιάτορας Βασίλης Πάτραλης διηγείται πώς ξεκίνησαν: «Ο παππούς μου ο Βασίλης, είχε μπρατσέρα (δηλαδή δικάταρτο ιστιοφόρο). Έπαιρνε 35 τόνους. Από το Άστρος φορτώναν ελιές και από τα Ίρια τομάτες για τον Πειραιά.» Οι Σπετσιώτες θυμούνται το όμορφο άρωμα της φυσικής ντομάτας· λένε πως όταν περνούσαν τα καϊκια το βράδυ για Πειραιά, το μύριζες στον ύπνο σου. Το 1916 με τον εθνικό διχασμό η Ελλάδα κόβεται στα δύο. Από τη μια μεριά το βενιζελικό κράτος της Θεσσαλονίκης με τη Μακεδονία και την Κρήτη. Από την άλλη, η κυβέρνηση των Αθηνών με ομάδες κρούσης που οργάνωσε ο Ιωάννης Μεταξάς, τους «επίστρατους». Αφηγείται ο Ανάργυρος Καρδάσης: «Μετά την τελετή κατάδυσης του Σταυρού, στην Ντάπια, ολόκληρη η δύναμη των επιστράτων παρέλασε κατά τριάδες, με επικεφαλής έφιππον τον Ανάργυρο Βάμβα και δυο αστυνομικούς». Σε ολόκληρη τη νότιο Ελλάδα οι σύλλογοι των επιστράτων ουσιαστικά διοικούσαν τις επαρχιακές πόλεις, παραμερίζοντας τους κρατικούς υπαλλήλους. Στις Σπέτσες ήσαν περίπου 250. Τα όπλα τους, γκράδες, φυλάγονταν πίσω από το Ποσειδώνιο, στο σημερινό ξυλουργείο του Γιάννη Καναβού με τις καμάρες και το πάτωμα από κόκκινο γρανίτη. Αυτοί είχαν στις Σπέτσες αρχηγό το μεγαλέμπορο Άγγελο Πασαμήτρο, που έμελλε – τραγική αντιστροφή της μοίρας – να εκτελεστεί ως κομμουνιστής τον καιρό της Κατοχής. Τα αγγλογαλλικά πολεμικά αποκλείουν τη νότια Ελλάδα για σχεδόν 7 μήνες, από τον Νοέμβριο 1916 μέχρι τον Μάιο 1917. Διακόπτουν τον ανεφοδιασμό και οι Σπέτσες πεινούν. Ο Ερυθρός Σταυρός στέλνει τρόφιμα.

… και ο «Ταξιάρχης» του πατέρα του, Πάνου (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Την πρώτη αποστολή φέρνει η μπρατσέρα του Βασίλη Πάτραλη και την υποδέχονται με κωδωνοκρουσίες. Ο εγγονός του, Βασίλης κι αυτός, εξηγεί πως συνέχισε η οικογένεια: «Μετά τον παππού μου, τις μεταφορές συνεχίζει ο γιός του ο Πάνος με το καϊκι «Ταξιάρχης», εδώ είναι στον πίνακα του εστιατορίου. Ήταν γύρω στα 15 μέτρα και έπαιρνε 35 τόννους. Ακόμα υπήρχε το ’35-’39. Έκανε εμπόριο, έφερνε τα πάντα από τον Πειραιά, τυριά, αλεύρια, ζάχαρη, μπαμπάκι για το Δασκαλάκη». Όμως, μετά τον πόλεμο, αρχίζουν να χτίζουν δρόμους στην Πελοπόννησο και τα φορτηγά αυτοκίνητα παίρνουν τις δουλειές από τα φορτηγά καϊκια. Κάποιοι καϊκτζήδες γίνονται φορτηγατζήδες. Ο μπάρμπα-Πάνος είχε ένα κουτούκι, ίσα-ίσα εκεί που είναι σήμερα η κουζίνα του εστιατορίου. Άρχισε να το μεγαλώνει με τη βοήθεια του γιού του, που από ναυτικός γίνεται εστιάτορας, και που το αναπτύσσει μαζί με τους δικούς του γιούς, φτιάχνοντας το μαγαζί που βλέπουμε σήμερα. Οι Πατραλαίοι είναι ένα καλό παράδειγμα της πετυχημένης μετάβασης από τα θαλασσινά επαγγέλματα σε κείνα του τουρισμού.

Αρχοντικό Αλταμούρα, κόρης Μπούκουρη

Τα βενετσιάνικα φανάρια στην οικία Αλταμούρα (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Υπάρχει πιο μεγάλη αντίθεση, από εκείνη που χωρίζει τη Μπουμπουλίνα από την άλλη πασίγνωστη κυρία των Σπετσών, την πρώτη ελληνίδα ζωγράφο, Ελένη Αλταμούρα; Το σπίτι δεξιά με τα κανόνια και τα βενετσιάνικα φανάρια (2/18) είναι η οικία Μπούκουρη, αλλά όλοι το ξέρουν με το ιταλικό όνομα της τραγικής του κόρης. Η Ελένη Μπούκουρη (1823-1903, σύμφωνα με την επιγραφή) γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια εμπόρων. Από μικρή, της μπήκε στο νου να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία. Στις Σπέτσες, από παλιά ερχόντουσαν ιταλοί ζωγράφοι που διακοσμούσαν ταβάνια και τοίχους στα πλούσια σπίτια· ίσως, λένε, από κει να της ήρθε η ιδέα. Επειδή στην καλλιτεχνική ακαδημία της Ρώμης, όπου σπουδάζαν το γυμνό, απαγορεύαν τις μαθήτριες, η Ελένη πήγε ντυμένη ως άνδρας. Κάποια στιγμή το αντιλαμβάνεται ο καθηγητής της Ξαβέριος Αλταμούρας. Ακολουθεί ειδύλλιο, παντρειά  και τρία παιδιά, το ένα ο θαλασσογράφος Ιωάννης Αλταμούρας (1854-1878). Κατόπιν την εγκαταλείπει· εκείνη επιστρέφει εδώ στο πατρικό της, όπου πεθαίνουν πρόωρα η κόρη της και ο Ιωάννης, 26 χρονών. Τότε η Ελένη απομονώνεται και αφήνεται στις νευρώσεις της. Την περιγράφει στο βιβλίο της η Μίνα Τσάλλη: πάντα εκρύωνε, χειμώνα-καλοκαίρι, τυλιγμένη σε πολλαπλούς μποξάδες· την ακούγαν να μιλάει μόνη της, να ρωτά και ν’αποκρίνεται. Αναφέρει την αφήγηση μιας ανηψιάς, που έμπαινε σε «μια μεγάλη σάλα τελείως αδειανή με μόνον ένα μακρύ ξύλινο πάγκο όπου η θεία είχε τοποθετήσει στη σειρά λεκάνες πήλινες με νερό, μέσα στις οποίες εβουτούσε κι έπλενε υποχονδριακά κάθε τόσο τα χέρια της». Το σπίτι και το νοικοκυριό της εφρόντιζε – πάντα κατά τη Μίνα Τσάλλη – η υπηρέτρια της Λασκαρίνα, διότι η Ελένη «λογαριασμό δεν ήθελε ποτέ να κάνη, ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να μάθη, ούτε ποτέ ν’ακούση για χρήματα και για έξοδα.»Να λοιπόν δύο γυναίκες φιλόδοξες, γεννημένες με 50 χρόνια διαφορά. Και οι δυό ξεκινούν με φιλοδοξία, συναντούν αναποδιές, χάνουν παιδιά· η μιά προχωρεί με πείσμα, ώσπου σκοτώνεται καυγαδίζοντας, η άλλη παραιτείται και σιγοξεψυχά επί χρόνια πριν πεθάνει. Υπάρχει η διαφορά των χαρακτήρων: ο ένας σκληραίνει, ο άλλος διαλύεται και αυτοτιμωρείται. Αλλά υπάρχει και η διαφορά των εποχών: στη μιά όλα διακυβεύονται· έχεις λίγα να χάσεις και πολλά να κερδίσεις, ενώ στην άλλη πατάς σε κεκτημένα και ζητάς περισσότερα. Δεν ξέρουμε εάν η Ελένη ήταν καλή ζωγράφος διότι έκαψε τα έργα της. Τη βιογραφία της έγραψε η Αθηνά Ταρσούλη, ενώ η Ρέα Γαλανάκη στήριξε ένα μυθιστόρημα, το «Ελένη ή ο κανένας», στη ζωή της. Το σπίτι είναι διατηρητέο ως οικία Μπούκουρη-Αλταμούρα. Από αυτούς περιήλθε στον καθηγητή ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρο Δημητριάδη, δωρητή του Μουσείου Σπετσών και συγγραφέα του μοναδικού βιβλίου που περιγράφει το παλιό Καστέλι των Σπετσών.

Ο Πολύβιος Λεκός αριστερά, με το λευκό κουστούμι, ενώ δεν έχει ακόμα αναδειχθεί (συλλογή Στέφου Αλεξανδρίδη)

Σουρμπούτι και Δήμαρχος Πολύβιος Λεκός

Μπροστά στη μικρή πλατεία του Σουρμπουτιού (που στα αρβανίτικα σημαίνει ψιλή άμμος), στη θέση του ξενοδοχείου «Σπέτσες», υπήρχε παλιά ένας ανεμόμυλος, όπως δείχνει η φωτογραφία στην ταβέρνα του Πάτραλη. Στην πλατεία γίνονται τα γλέντια της γειτονιάς, ακόμα και σήμερα. Από κάτω ήταν μαγαζιά και καμίνια που φτιάχναν κανάτες. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται πως ο τόπος ήταν γεμάτος τριψίματα από πηλό και από σπασμένα κανάτια.

Αμέσως μετά το ξενοδοχείο «Σπέτσες». στα δεξιά όπου έχει τώρα μεζονέτες, ήταν η περίφημη «Έπαυλις Νεράϊδα» του Πολύβιου Λεκού, (2/19) ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε στη δεκαετία του ’30. Από παλιά σπετσιώτικη εμπορική οικογένεια, ξύπνιος και γλωσσομαθής, ο Λεκός ασχολήθηκε με εκδόσεις, δημόσιες σχέσεις και εμπόριο, ταξιδεύοντας παντού στον κόσμο. Το 1933 μετακομίζει στις Σπέτσες με φιλόδοξα σχέδια και το 1941 πείθει την κατοχική κυβέρνηση να τον διορίσει Δήμαρχο. Αμέσως ξεκινά ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα: αγροτικό, κτηνοτροφικό, εμπορικό, ναυτιλιακό, ακόμα και τουριστικό. Καταπιάνεται με όλα και προσπαθεί να τα έχει καλά με τους πάντες. Βάζει τους ιταλογερμανούς να επιτάξουν μια μηχανή του εργοστασίου Δασκαλάκη για να ξαναλειτουργήσει ο ηλεκτροφωτισμός που είχε διακοπεί. Θυμούνται με θαυμασμό ότι μάζευε λεφτά από τους πλουσίους κι έτρεχε στις επαρχίες να κουβαλήσει τρόφιμα «για το ένδοξο νησί που πεινάει». Ήταν επίμων και πειστικός. Ο συνταξιούχος έμπορος Γιάννης Μπρατόπουλος θυμάται πως «έκανε ό,τι ήθελε τους Ιταλούς» αλλά θυμάται πως ήταν και θαρραλέος: τους έπιασε μια τρομερή φουρτούνα καθώς επιστρέφαν από το Άστρος φορτωμένοι τρόφιμα, κι ο Λεκός στο κατάστρωμα βοηθούσε να σώσουν το καϊκι. Τον περιγράφει ο συνταξιούχος καθηγητής Σαράντος Τσουλουχόπουλος: «Φορούσε λευκό κουστούμι το καλοκαίρι, όπως όλοι οι πλούσιοι Αθηναίοι. Ευπροσήγορος, ενθουσιώδης, κοσμοπολίτης, στον τύπο του γαλαντόμου αριστοκράτη. Καλός πατριώτης, κύτταξε πολύ τις Σπέτσες με την Κατοχή, έφερνε καλαμπόκια, όσπρια και στάρια. Όμως είχε άσχημο τέλος ο φουκαράς.» Το τέλος του θα το δούμε στον περίπατο προς το Παλιό Λιμάνι. Τον θυμάται επίσης ο Στέφανος Αλεξανδρίδης: «Στις αρχές του 1944 ήμουν βαρκάρης του. Τον πήγαινα από την βίλλα «Νεράϊδα» στη Ντάπια. Είχε κανονίσει να έχει το Δημαρχείο στο μέγαρο του Αναργύρου. Ένα βράδυ ακούω κατά τύχη να μιλούν για το Δήμαρχο πως θα πάνε το πρωί να τον πιάσουν. Τρέχω στο σπίτι του να τον ειδοποιήσω. Με βλέπει στην πόρτα και μου λέει περίμενε να σου φέρω κάτι. Ήταν η πρώτη φορά που φόρεσα σαγιονάρες, είπε να τις βάλω μη λερώσω τα χαλιά, διότι ήμουν ξυπόλητος. Τον ικέτευσα, έπεσα στα πόδια του να φύγει από το νησί. Μου λέει, ‘αφού δεν έχω κάνει τίποτε’. Ήταν αμετάπειστος. Πώς με πλήρωνε; Κάθε φορά που ήρχετο καϊκι στις Σπέτσες (στο Παλιό Λιμάνι) πηγαίνοντας προς την Κρήτη, μου έγραφε ένα σημείωμα στα γερμανικά. Δώστε φασόλια, αλεύρι, ό,τι ήταν. Έτσι δεν πεινάσαμε».

Εκκλησία Ανάστασης και λιοτρίβι Αναργυρείου Σχολής

Το εκκλησάκι της Ανάστασης (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Ακολουθεί, στην παραλία, το κόκκινο εκκλησάκι της Ανάστασης(2/20) που υπάγεται στη Μονή Αγ.Πάντων. Από πάνω στην πλατεία ήταν το πηγάδι της γειτονιάς, όπου κατέβαζαν και οι βοσκοί τα πρόβατά τους. Μετά το γεφύρι, το παλιό κτίριο αριστερά είναι το παλιό λιοτρίβι. Το θυμάται ο Κώστας Μπης, που συναντήσαμε πιο πριν στο παντοπωλείο του: «Ο πατέρας είχε το λιοτρίβι της σχολής. Από παλιά το γύριζε ένα άλογο, γύριζε την πέτρα και λιώναν οι ελιές. Σκατζάραν τα άλογα, ήταν κουραστική δουλειά. Ο πατέρας ήταν ο ‘καπετάνιος’, έκανε κουμάντο σε 7-8 ανθρώπους, είχαν βαρειά δουλειά. Το κτήμα της σχολής λεγόταν Κουνουπιώτη, υπήρχε από τότε το λιοτρίβι.» Το λιοτρίβι ενσωματώθηκε στη σχολή όταν ο Ανάργυρος απαλλοτρίωσε την περιοχή.

Αναργύρειος Σχολή

Προτομή του ιδρυτή Σωτηρίου Ανάργυρου στο προαύλιο της Σχολής (φωτο Λίζη Καλλιγά)

Προχωρώντας προς την πύλη της σχολής, διακρίνουμε τα κτίρια της μέσα στα πεύκα. Πρόκειται για πέντα μεγάλα κτίρια σε μια έκταση 1000 στρεμμάτων. Το κεντρικό ήταν το διδακτήριο και τα άλλα ήταν κοιτώνες μαθητών και διαμερίσματα καθηγητών. Κάποιος επισκέπτης νόμιζε πως με τέτοια σχολή, όλοι οι Σπετσιώτες θα ήταν επιστήμονες· όμως δεν ήξερε πως ενώ χτίστηκε στις Σπέτσες, δεν χτίστηκε για τις Σπέτσες. Η σχολή θα είχε χτιστεί στην Αθήνα, όπως τα Ανάβρυτα και το Κολλέγιο Αθηνών, που χτίστηκε με δωρεές του Μπενάκη και του Δέλτα. Όμως ο Ανάργυρος πάτησε πόδι: «Εγώ πληρώνω, εδώ θα γίνει.»  Από εδώ πηγάζει η παρεξήγηση που κάθε τόσο έφερνε σε σύγκρουση τη σχολή με την κοινωνία των Σπετσών. Η «Αναργύρειος και Κοργιαλένειος Σχολή Σπετσών» είχε σκοπό, όπως και τα άλλα ελληνικά κολλέγια, να λειτουργεί ως μια «σχολή ηγητόρων» εθνικής εμβέλειας, όχι τοπικής. Τότε δέσποζε η «Μεγάλη Ιδέα» να γίνουν ελληνικά όλα τα εδάφη όπου ζούσαν Έλληνες· όμως μια ισχυρή μερίδα στις ξένες δυνάμεις αντέτεινε πως το ελληνικό κράτος δεν είχε κατάλληλα στελέχη για να διοικεί τόσο διάσπαρτους πληθυσμούς. Η απάντηση, τόσο του Βενιζέλου όσο και του Βασιλέως, ήταν να ιδρυθούν σχολές ηγητόρων όπως της Μεγάλης Βρετανίας που, χάρη σ’αυτές, μπορούσε να κυβερνά ολόκληρη αυτοκρατορία. Γι’αυτό και το καταστατικό της Αναργυρείου Σχολής ορίζει πως θα λειτουργεί «κατά το σύστημα των εν Αγγλία Σχολών Ήτον και Χάρροου» ενώ το πρώτο της διαφημιστικό περιγράφει τον σκοπό της σαν ένα μπόλιασμα: «να χαράξη κάτι τι από την ισχύν και σταθερότητα του Αγγλικού χαρακτήρος επί της ευφυεστάτης ελληνικής φυλής.» Παρά τη Μικρασιατική Συμφορά το 1922, επιβιώνει η ιδέα της σχολής. Το χτίσιμό της ξεκινά το 1923 στους αμμόλοφους ανάμεσα στα δυο ρέματα που κατεβαίνουν από τον Προφήτη Ηλία, το ένα στο ελαιοτριβείο και το άλλο 500 μέτρα πιο πέρα, μετά το ξενοδοχείο, που ήταν κι αυτό οικόπεδο της σχολής. Η Αναργύρειος λειτούργησε περίπου 50 χρόνια μέχρι το 1983. Οι Σπετσιώτες μαθητές δεν θυμούνται όλοι τα ίδια πράγματα. Θυμάται ένας: «Μας είχαν του κλώτσου και του μπάτσου: ‘τι θέλετε εδώ, πάτε να μάθετε μια τέχνη’ λέγαν κάποιοι καθηγητές». Αλλοι διαφωνούν: «μάθαμε πειθαρχία, ομαδική εργασία, γίναμε άνθρωποι». Την λεπτομερή ιστορία της Σχολής καταγράφει ο βιογράφος του Αναργύρου Γεώργιος Σταματίου, στο «Αναργύρειος και Κοργιαλένειος Σχολή Σπετσών: ένα υποδειγματικό κολλέγιο», έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών.

Από τους Άγγλους καθηγητές στην Αναργύρειο, ο πιο γνωστός έγινε ο Τζων Φώουλς (John Fowles) που δίδαξε εδώ το 1952-53, οπότε κι άρχισε τα πρώτα σχέδια που θα κατέληγαν στο διάσημο ψυχολογικό και ερωτικό θρίλερ «Ο Μάγος». Ο Φώουλς το τοποθετεί στην Φράξο, ένα μυθικό νησί που θυμίζει τις Σπέτσες, με πρωταγωνιστές τον Νίκολας, δάσκαλο σε μια σχολή σαν την Αναργύρειο, και τον παράξενο εκατομμυριούχο Μωρίς Κόγχι που παίζει με την πραγματικότητα, και με σκηνές από τους ελληνικούς μύθους να εκτυλίσσονται στο πευκόφυτο τοπίο του νησιού.

Συναυλία παραδοσιακής μουσικής με χορούς του Λαογραφικού στο αμφιθέατρο … (φωτο Άρης Βρονταμίτης)
… που το έχτισαν οι μαθητές της Σχολής (συλλογή Γιώργου Μυτιληναίου)
Ο φανοστάτης του Χάρου και το προσκυνητάρι του Δημήτρη  (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Η σχολή είχε βιβλιοθήκη, εργαστήρια, κινηματογράφο, νοσοκομείο, τυπογραφείο όπου οι μαθητές τυπώναν το περιοδικό «Σπετσιώτης» και αστεροσκοπείο με το ίδιο τηλεσκόπιο που είχε και το εθνικό αστεροσκοπείο της Πεντέλης, με το οποίο κάναν μαζί παρατηρήσεις. Είχε επίσης γήπεδο που σήμερα χρησιμεύει στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα «Μπουμπουλίνα» και ένα υπαίθριο αμφιθέατρο ψηλά στο λόφο πάνω από τη σχολή. Κάθε Ιούνιο αυτό το αμφιθέατρο ζωντανεύει με παραστάσεις αρχαίων ελληνικών έργων από ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, ενώ το Λαογραφικό Εργαστήρι Σπετσών έδωσε εκεί μια συναυλία που θα μείνει αξέχαστη, με παραδοσιακή μουσική και χορούς από όλη την Ελλάδα. Από την κεντρική πύλη της σχολής μπορούμε να επισκεφτούμε τα κτίρια· κάποια έχουν συντηρηθεί και χρησιμεύουν για συνέδρια – τη μόνη πηγή εσόδων της τα τελευταία χρόνια. Άλλα ρημάζουν, όπως και το αρχοντικό του Αναργύρου. Όμως το ίδρυμα στο οποίο ανήκουν συμφώνησε με το ΤΕΙ Πειραιά να φτιάξει εδώ ένα Τμήμα Τουριστικών Σπουδών, που θα τους ξαναδώσει ένα λόγο ύπαρξης. Το τελευταίο κτίριο, εκεί που ο δρόμος αρχίζει να ανηφορίζει, ήταν το μηχανοστάσιο της σχολής με τα πλυντήρια, το ξυλουργείο, τα συνεργεία των συντηρητών και πάνω τα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού. Εκεί λειτούργησε κι ένα μικτό ημιγυμνάσιο για τα Σπετσιωτόπουλα, δηλαδή 1η, 2η και 3η γυμνασίου. Τα αγόρια μπορούσαν να συνεχίσουν στη Σχολή, όχι όμως τα κορίτσια. Όσα θέλαν να τελειώσουν το γυμνάσιο έπρεπε να πάνε στο Κρανίδι ή στο Ναύπλιο ή στον Πειραιά.

Ο δρόμος μπροστά στη σχολή, από το λιοτρίβι μέχρι το μηχανοστάσιο, είναι το πρώτο μεγάλο ίσιωμα μετά την πόλη, μια όμορφη ευθεία ανάμεσα στα δέντρα, δίπλα στη θάλασσα. Για όποιον έρχεται με δίκυκλο, ο πειρασμός ν’ανοίξει ταχύτητα είναι μεγάλος – αλλά και μοιραίος, όπως δείχνει το προσκυνητάρι του Δημήτρη που σκοτώθηκε στα 18 του.

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή (πίνακας περιεχομένων):
<<Τι θα δεις στις διαδρομές Σπετσών>>
β) Προχωράς στο επόμενο:

<<3. Προς το παλιό λιμάνι>>