7. Το βουνό των Σπετσών

Όταν λέμε «βουνό» στις Σπέτσες, κάποιοι χαμογελούν· δείχνουν πως η πιο ψηλή κορυφή είναι λιγότερο απο 250 μέτρα, πως το νησί δεν καλύπτει παρά 22 τετρ. χιλιόμετρα και πως η καρδιά του είναι βεβαίως η θάλασσα. Δεν έχουν δίκιο. Οι Σπέτσες είναι μια τεράστια μακρόστενη βουνοκορφή που εξέχει από τη θάλασσα σ’ένα μήκος 7,5 χιλιομέτρων, σκαλισμένη από δεκάδες ρέματα που σχημάτισαν βαθειά φαράγγια, δύσβατα τα πιο πολλά. Ήταν πευκόφυτη στην αρχαιότητα, γι’αυτό και λέγαν «Πιτυούσα» τις Σπέτσες, από το πίτυς = κουκουναριά. Η φωτογραφία του 1868 στο Μουσείο Σπετσών δεν δείχνει πευκόφυτες εκτάσεις στα υψώματα, που σημαίνει πως είχε εξαντληθεί το δάσος από τη ναυπηγική και τις ανάγκες των σπιτιών για καύσιμα, τουλάχιστον στη βόρεια πλευρά όπου είναι η πόλη. Όμως υπήρχαν αμπέλια και κτήματα. Παράλληλα, οι κτηνοτρόφοι από την Πελοπόννησο – το Κυπαρίσσι και το Γέρακα – φέρναν τα κοπάδια τους στις Σπέτσες για να ξεχειμωνιάζουν. Αυτά κάναν ζημιές στα κτήματα όπως μαρτυρεί μια απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που αποφασίζει το 1874 να μην έρχονται ξένοι βοσκοί στις Σπέτσες και την Σπετσοπούλα: «Επειδή η περιφέρεια των δύο νήσων είναι μικρά, εν αυτή δε κείνται διάφορα φθαρτά κτήματα παλαιά και νέα ήτοι ελαιώνες, αμπελώνες, αμυγδαλαιώνες, συκαιώνες και τα τοιαύτα, δεν μένουν παρά ελάχιστα ακαλλιέργητα, εις τα οποία δια να μεταβώσι και βοσκήσωσι ζώα πρέπει να διέλθωσι δια των κτημάτων τούτων και να προξενήσωσι ζημίας, επομένως η εν ταις νήσους ταύτας διαμονή και νομή ξένων ποιμνίων είναι επιβλαβής και επιζήμιος.» Ένα άλλο στοιχείο για την αγροτική ζωή στις Σπέτσες είναι οι πεζούλες που βλέπουμε παντού, χτισμένες για να συγκρατούν το χώμα στις απότομες πλαγιές, όπου φυτεύαν δέντρα ή αμπέλια, η καλλιεργούσαν στάρι και κριθάρι. Υπήρχε και κάποιο δάσος όπως μαρτυρεί μια ανταπόκριση από τις Σπέτσες στην «Εφημερίδα» της 17 Αυγούστου 1890, που αναφέρει πως δεν μπορούμε πια να μιλάμε για τις Σπέτσες ως Πιτυούσα «διότι κατεκάη το ποιητικώτερον των δασών μας, το από μέσον βουνού του Αγίου Ηλιού μέχρι της δυτικής παραλίας εκτεινόμενον», υπολογίζοντας πως κάηκαν τουλάχιστον 20.000 πεύκα. Την πυρκαγιά αποδίδει στην «επιβλαβεστάτην αγροικίαν των αγροτών της Ελλάδος, οίτινες και εδώ επέδειξαν την μοχθηράν των ψυχήν και τα κακούργα των ένστικτα», αναφέροντας πως η φωτιά δεν ξεκίνησε από αμέλεια αλλά από τέσσερεις εστίες ταυτόχρονα, μακριά από τα μονοπάτια. Σε ποιόν ανήκε τότε το δάσος; Σε ποιούς συνέφερε να το κάψουν; Είναι μια πλευρά της ιστορίας των Σπετσών που δεν έχει ερευνηθεί. Άλλωστε, περίπου 20 χρόνια αργότερα (~1910), ο Σωτήριος Ανάργυρος ξεκινά την αναδάσωση του νησιού ώστε να βρεί την παλιά – και τη σημερινή – του φυσιογνωμία.

Παράλληλα ο Ανάργυρος φτιάχνει δρόμους που ανεβαίνουν στο δάσος. Ο πιο γνωστός είναι ο «μικρός γύρος» που κάναν παλιά με τα γαϊδουράκια οι Αθηναίοι επισκέπτες. Ξεκινάμε από τη Ντάπια και ανεβαίνουμε προς το Καστέλλι, ακολουθώντας τη διαδρομή του 4ου περίπατου. Περνάμε από τη ταβέρνα του Λάζαρου και συνεχίζουμε μετά την Αγιασωτήρα μέχρι το σταυροδρόμι που οδηγεί στον Άγιο Βασίλη. Εκεί παίρνουμε την κατεύθυνση προς τα αριστερά, που οδηγεί στο Πορτ Αρθούρ.

Πορτ Αρθούρ

Στα 1.4 χλμ μέτρα από τη Ντάπια συναντάμε ένα περιφραγμένο αγρόκτημα σαν φρούριο, μ’ένα παράξενο όνομα, το Πορτ Αρθούρ. Το όνομα το πήρε από ένα λιμάνι της βόρειας Κίνας, που είχε παραχωρηθεί το 1898 στην Τσαρική Ρωσία. Το Πορτ Αρθούρ βρίσκεται στα θερμά ύδατα της Κίτρινης Θάλασσας, όπου μπορούσε να μπαινοβγαίνει ο ρωσικός στόλος όλο τον χρόνο, όταν το βορειότερο ρωσικό λιμάνι Βλαδιβοστόκ έκλεινε λόγω των πάγων. Εκεί λοιπόν, οι Ιάπωνες ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου. Πρώτα κατέστρεψαν αιφνιδιαστικά τον ρωσικό στόλο το 1904 κι ύστερα, μετά από πολύμηνη πολιορκία, κατέλαβαν το φρούριο το 1905. Το Πορτ Αρθούρ είναι η νοτιότερη απόληξη του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου, που περνούσε πρώτα από το κοσμοπολίτικο Χαρμπίν, όπου γεννήθηκε το 1910 ο θαλασσινός Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής του «Μαραμπού». Λένε λοιπόν πως στο κτήμα ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν δυο καθολικές καλόγριες, πρόσφυγες από το Πορτ Αρθούρ. Φορούσαν μαύρη στολή και είχαν έναν κόκκινο σταυρό στο μέτωπο. Ένα μέρος του σπιτιού ήταν σαν εκκλησία. Κάθε τόσο κατεβαίναν στην πόλη για εφόδια. Άλλοι λένε πως υπήρχε κάποιος Σπετσιώτης ναυτικός που υπηρετούσε στο ρωσικό στόλο του Πορτ Αρθούρ, κι εγκαταστάθηκε εδώ. Μια τρίτη εκδοχή είναι πως το όνομα το έδωσε ο Σωτήριος Ανάργυρος, που πήγαινε στο βουνό και κυνηγούσε. Εκείνη την εποχή ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος είχε παθιάσει πολλούς Έλληνες, μεταξύ τους κι έναν αρθρογράφο που κάθε πρωϊ, έκανε υποδείξεις στο Ρώσο αρχιστράτηγο με άρθρα όπως «Δεξιώτερα, Κουροπάτκιν!». Οι εφημερίδες δημοσιεύαν εικόνες του Πορτ Αρθούρ, κι ίσως αυτό το ύψωμα να θύμιζε το φρούριο που προστάτευε το λιμάνι.

Στα 100 μέτρα μετά το Πορτ Αρθούρ συναντάμε δεξιά την Αγία Μαρκέλλα. Κάποιος από τη Χίο το είχε τάμα, κι έτσι εξηγείται η παρουσία της εδώ.

Το επόμενο εκκλησάκι, 200 μέτρα πιο πέρα, είναι της Παναγίας Βλαχερνιώτισσας, που άλλοι τη λένε Παναγία του Τζίλα, από το όνομα του κτήτορα, αλλά οι πιο πολλοί Καψοδεματούσα. Γιατί καψοδεματούσα; Λένε πως στο αλώνι πιο πάνω, ξεχάστηκαν ένα Δεκαπενταύγουστο και αλωνίζαν. Κάποια στιγμή, αρπάζουν φωτιά τα δεμάτια, κι έτσι θυμήθηκαν οι αγρότες τι μέρα ήταν και πήγαν να τη γιορτάσουν. Άλλοι λένε πως κοιμόντουσαν πάνω στα δεμάτια και κάποιος από έχθρα έβαλε φωτιά. Η ίδια Παναγιά έχει τη φήμη ότι βοηθά τις εγκυμονούσες, και συχνά φέρναν την εικόνα της να βοηθήσει σε μια δύσκολη γέννα.

Συνάντηση κυνηγών

Συνεχίζουμε την ανηφόρα μέχρι τη συνάντηση των κυνηγών· όχι το παλιό καταφύγιο στα δεξιά, αλλά το νέο στα αριστερά λίγο πιο πέρα. Είμαστε στο 1.1 χλμ από το Πορτ Αρθούρ και 2500 μέτρα από τη Ντάπια. Από εδώ, στη ράχη του βουνού, βλέπουμε και στις δυο πλευρές του νησιού. Περίπου 300 μέτρα πιο δυτικά είναι η θέση Βίγλα, με ένα πύργο παρακολούθησης, για περίπτωση πυρκαγιάς. «Εδώ, το πρώτο παρατηρητήριο το έφτιαξαν οι Ιταλοί», μας λέγει ο παλιός αγροφύλακας Άγγελος Θυμαράς. «Μια μέρα περνούσα κι ήμουν καβάλα σ’ένα γαϊδουράκι. Εκεί είχαν παραταχθεί 10 στρατιώτες και σηκώναν τη σημαία. Προχωρώ στη διακλάδωση για Αγίους Αναργύρους να πάρω ξύλα. Προτού φτάσω με προλαβαίνει ένας Ιταλός, μου λέει στοπ πόρκα μαντόνα και με χτυπά με τον υποκόπανο. Πήρα τούμπες στο πρανές κι αυτός από πάνω με σημάδευε με το τουφέκι· φοβήθηκα πολύ, θα με σκοτώσει. Όταν ήρθαν οι αντάρτες, βλέπω όλα τα ζώα του νησιού, είχαν έρθει όλοι οι ιδιοκτήτες του νησιού και φορτώνανε κασάκια με πυρομαχικά από τη φρουρά των Ιταλών. Κατεβαίναμε φάλαγγες προς την Ξυλοκέριζα, από το δημόσιο δρόμο. Μια στιγμή βλέπω τον Ιταλό, του τραβάω μια. Άσ’ τον μου λένε, είναι αιχμάλωτος. Τα φορτώσαν σ’ένα μεγάλο καϊκι και από κει στο Λενίδι, μαζί και τους Ιταλούς».

Ο Σύλλογος των Κυνηγών φροντίζει το δάσος με έργα πυρασφάλειας και ανανεώνει κάθε χρόνο τα κουτιά πρώτων βοηθειών που συναντάμε παντού. Γιορτάζει κάθε 1η Σεπτεμβρίου στην Παναγιά του Δασκαλάκη, που βρίσκεται λίγο πιο πέρα.

Αμέσως μετά υπάρχει μια διασταύρωση. Από αυτήν ίσια μπροστά πάμε στη Παναγία Δασκαλάκη και τον Προφήτη Ηλία. Προς τα αριστερά υπάρχουν δυο δρόμοι. Ο πρώτος οδηγεί στη Χαρά και στην Έλωνα, ενώ ο δεύτερος κατεβαίνει στην παραλία των Αγίων Αναργύρων, σε 3100 μέτρα απόσταση.

Χαρά

Από εδώ έως τη Βίλλα Χαρά η απόσταση είναι 900 μέτρα. Τη βλέπουμε από μακριά, δίπλα σ’ενα γιγάντιο πεύκο που γεμίζει το μάτι σαν θεϊκό σημάδι. Το κτήμα ανήκει στην οικογένεια Μπόταση και οι τελευταίοι κάτοικοι του – ερειπωμένου πια – σπιτιού ήταν οι αδελφές Μαρία και Ειρήνη Μπόταση με τον ελβετό σύζυγο της τελευταίας, τον Έρμαν Βάϊσενμπεργκερ, που αποσύρθηκαν εδώ αφού έζησαν μια κοσμοπολίτικη ζωή στην Ελβετία. Μέσα στο κτήμα είναι κι ένα εκκλησάκι αναπάνταχα παράξενο, της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, που είναι επίσης αφιερωμένο στους Τρεις Σπετσιώτες Νεομάρτυρες. Το έχτισε το 1901 ο Ιωάννης Μπότασης, ο πατέρας των δυο αδελφών. Τι γυρεύει μια εκκλησία ρομανικού ρυθμού, που ανήκει στη λατινογενή παράδοση, σε μια ράχη των Σπετσών; Όπως ανακάλυψε τυχαία η Μπερναντέτ Ντελαέ, είναι αντίγραφο ενός ναού που βρίσκεται στις Γαλλικές Άλπεις, κοντά σ’ένα χωριό όπου παραθέριζαν οι Μποτασαίοι. Η κλειδωμένη πόρτα του κτήματος δεν σταματά τους επισκέπτες. Κάποιοι έχουν λεηλατήσει το σπίτι και το ναό, όμως κάποιοι άλλοι αντί να αφαιρούν, προσφέρουν· στο ναό έβαλαν την εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας και της ανάβουν το καντήλι διότι, όπως εξηγούν, δεν μπορείς να παρατάς έτσι μια εκκλησιά.

Καθώς κυττάμε την είσοδο της Χαράς, υπάρχει ένα μονοπάτι στα αριστερά που κατεβαίνει στην πόλη. Επειδή η κατηφόρα είναι απότομη, χτίσαν παλιά ένα καλντερίμι, ένα πέτρινο λιθόστρωτο με σκαλιά, για να κατεβαίνουν με τα φορτωμένα μουλάρια. Ακόμα βλέπουμε τα υπολείμματά του. Το μονοπάτι καταλήγει σε μια πηγή, την Βρύση Συκιά, κι ακολουθεί το ρέμα μέχρι τα πρώτα σπίτια.

Έλωνα

Απέναντι από τη Χαρά βλέπουμε το λόφο της Έλωνας, που απέχει 600 μέτρα, με ακόμα μια Παναγία στην κορυφή του, την Έλωνα. Από εδώ μπορούμε να κατέβουμε στον περιφερειακό, στην περιοχή Κοσμαδάκη, που απέχει 1300 μέτρα. Εδώ είναι θαμμένος ο μοναχός Ακάκιος Κούτσης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας με τον πειρατή Σπαχή, που συναντήσαμε στον 5ο περίπατο προς την Ανάληψη. Ο Ακάκιος προσπαθούσε να είναι αυτάρκης· καλλιεργούσε ρεβίθια, φακές, σύκα, αμύγδαλα, ελιές, είχε και μελίσσια. Πέθανε το 1905 και το κτήμα κληρονόμησαν οι κόρες του αδελφού του. Από αυτές περιήλθε στην οικογένεια Μιμηκοπούλου, που έχει αφήσει το σπίτι να ρημάξει. Την εκκλησία φροντίζει ο Ανάργυρος Κόκκορης κι ο τόπος ξαναζωντανεύει κάθε χρόνο που γιορτάζει η Έλωνα. «Η Έλωνα ήταν το δεύτερο μεγάλο πανηγύρι, μετά της Αγίας Παρασκευής», μας λέει ο Άγγελος Θυμαράς. «Αλλά εδώ συνέβαινε κάτι περίεργο, κάθε χρόνο γινόταν μεγάλος καυγάς· λόγο το λόγο ερχόντουσαν στα χέρια: κλοτσιές, ρόπαλα, σπασμένα μούτρα, κεφάλια απάνω στον καυγά. Γιατί; Οι παρέες φέρναν τις νταμιζάνες τους, καλούσαν κι ένα ζευγάρι όργανα, πίνανε. Όχι, δεν τραβούσαν μαχαίρια. Είχε γίνει συνήθεια και η αστυνομία έστελνε δυο χωροφύλακες. Όλα αυτά περίπου μέχρι το ’65».

Εναλλακτική διαδρομή από τα μοναστήρια

Υπάρχει μια εναλλακτική διαδρομή προς το βουνό και τη συνάντηση των κυνηγών, αντί για τον κύριο δρόμο από το Καστέλι. Ξεκινάμε από τον Άγιο Ελευθέριο (βλ. 5ο περίπατο) και ανηφορίζουμε προς τη μονή των Αγίων Πάντων. Προσπερνάμε την Αγία Βαρβάρα, στα αριστερά της κυπαρισσογραμμής και φτάνουμε στην πύλη της Μονής. Αριστερά είναι το νεκροταφείο με το μνήμα του Ανάργυρου, την πυραμίδα του Γουδή και τους τάφους άλλων επιφανών.

Στο προσκυνητάρι πριν τη μονή έχει μια διασταύρωση. Εκεί, ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος προς τα αριστερά οδηγεί στην αποθήκη του Δήμου και συνεχίζει προς την Παναγία Γοργοεπήκοο, το μοναστήρι που ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο και που χτίστηκε μετά το σχίσμα που έγινε το 1984 στις Σπέτσες. Αυτός ο δρόμος συνεχίζει και πέρα από το μοναστήρι προς τα ανατολικά. Σε κάποιο σημείο γίνεται μονοπάτι που ακολουθεί τη βουνοπλαγιά. Προχωρά παράλληλα με τον περιφερειακό δρόμο, έχοντας απέναντι τη Σπετσοπούλα, ώσπου φτάνει στην Ανω Έλωνα. Από εκεί μπορούμε να πάμε στη Χαρά και να συνεχίσουμε προς τη συνάντηση των κυνηγών και τον Προφήτη Ηλία. Σε αντίθεση με τη διαδρομή από το Καστέλι, το πιο μεγάλο μέρος αυτής της διαδρομής περνάει έξω από το δάσος, στη γυμνή βουνοπλαγιά, γι’αυτό είναι καλύτερη όταν δεν κάνει ζέστη.

Οι διαδρομές προς τους Αγίους Πάντες αυξήθηκαν τον καιρό της Κατοχής, διότι πολλοί πεθαίναν πριν την ώρα τους από ασιτία. Όμως, όπως θυμάται ο Νίκος Κατσιμάνης, «οι ζωντανοί δεν είχαν πια δυνάμεις να συνοδεύσουν τους νεκρούς. Μια φορά στην ανηφόρα, ο παπάς σταματά και μου λέει, δεν μπορώ, συνέχισε εσύ». Το ίδιο θυμάται και η Γιαννούλα Ιωάννου Θυμαρά. Το σπίτι της ήταν τότε το τελευταίο στο δρόμο από το Παλιό Λιμάνι προς τους Αγίους Πάντες. «Όλους από δω τους ανεβάζανε. Η Ανάληψη είχε ένα φέρετρο, το παίρναν και το γυρνάγαν. Όταν όμως πέθαιναν δυο και τρεις, πώς κάναν; Ερχόντουσαν και λέγαν, ‘κυρά Γιαννούλα, να πάρουμε την πόρτα, πέθανε ο κυρ Μανώλης’. Βγάζαν την πόρτα από τα μάσκουλα για να κουβαλήσουν τους νεκρούς μέχρι το κοιμητήριο. Πολλά βράδια έμενα δίχως πόρτα, είχε κρύο. Που να βρίσκαν κάσες; Παίρναν την πόρτα και τους βάζαν πάνω. Εμείς οι γυναίκες κάναμε τους νεκροθάφτες. Τους βάζανε στη γης – το κανονικό αυτό είναι διότι και ο Χριστός στη γης πήγε. Οι άντρες ήταν στον πόλεμο, μόνο γυναίκες και παιδόπουλα έμειναν. Από την πείνα και την κούραση ο παπάς δεν είχε κουράγιο να ψάλει και έκανε ου-ου-ου. Οι άλλοι δεν είχαν τη δύναμη να κουβαλήσουν μέχρι το κοιμητήριο και τους θάβαν πλάϊ στο δρόμο. Τα σκυλιά τους ξεθάβαν, παίρναν χέρια, πόδια».

Παναγία Δασκαλάκη και Προφήτης Ηλίας

Επιστρέφουμε στη συνάντηση των κυνηγών και ακολουθούμε τον δρόμο που οδηγεί ίσια μπροστά. Αριστερά βλέπουμε ένα ερειπωμένο αγρόκτημα. Ήταν του παλιού δημάρχου Σπετσών Δημητρίου Λεωνίδα και μετά βίας διακρίνουμε πώς ήταν το σπίτι, τα παράσπιτα και τα πεζούλια για τα μελίσσια, που κυττούν ανατολικά. Άλλοι λένε πως το έκαψαν οι Γερμανοί το 1944. Σύμφωνα με τον Άγγελο Θυμαρά, το ρήμαξαν οι Ιταλοί και το απορήμαξαν οι δικοί μας: βγάζαν παράθυρα, πόρτες, ακόμα και τη βαρειά σιδερένια εξώπορτα την πήρανε. Τη μάντρα την πρωτοχάλασαν οι Ιταλοί, όταν κόψαν το σαμάρι και κάναν πολεμίστρες.

Στα δεξιά μας φεύγει ένας δρόμος προς την Παναγία Δασκαλάκη, σε απόσταση 400 μέτρων. Συνεχίζουμε ίσια μέχρι τη δεύτερη διασταύρωση, 200 μέτρα πιο πέρα. Προς τα αριστερά η κάθοδος οδηγεί στη παραλία των Αγίων Αναργύρων ( 2600 χλμ). Ο δρόμος είναι δύσβατος και με πολλές στροφές. Προς τα δεξιά στα 200 μέτρα είναι η Παναγία Δασκαλάκη, με το κτήμα του βιομήχανου ιδιοκτήτη της, όπου οι Ιταλοί είχαν παρατηρητήριο τον καιρό της Κατοχής.

Εδώ πάνω, εαν εξερευνήσεις τις βουνοπλαγιές, βλέπεις γιατί υπάρχουν φανατικοί του βουνού, όπως υπάρχουν και λάτρεις της θάλασσας. Υπάρχουν πρώτα τα αρώματα της βουνοπλαγιάς, όπως τονίζει ο Γιώργος Καλφαγιάννης, οι ευωδιές από πεύκο και ρύκι, ξαλάφι, θυμάρι και κούμαρο. Υπάρχουν τα αγριολούλουδα και γι’αυτούς που τα γνωρίζουν, τα βότανα και τα μανιτάρια. Υπάρχει κι η εγκατάλειψη: τώρα που δεν μαζεύουν πια το ρετσίνι, ούτε τα κλαριά για τους φούρνους, το δάσος πύκνωσε και άλλα μονοπάτια έκλεισαν και άλλα σβύνουν.

Εαν συνεχίσουμε ίσια, ακόμα 1000 μέτρα, φτάνουμε στον Προφήτη Ηλία. Από αυτό το υψηλότερο σημείο του βουνού βλέπου νοτιοδυτικά τον Πάρνωνα πάνω από το Λεωνίδιο, βορειοδυτικά το Τολό και βόρεια το Κρανίδι, με το όρος Δίδυμο πίσω του. Όπως εξηγεί ο Γιώργος Καλφαγιάννης, εδώ ξεκινά «το μεγαλύτερο, ιστορικότερο και ωραιότερο τμήμα του Μικρού Γύρου» που έχει μήκος σχεδόν έξη χιλιόμετρα και βγαίνει στη παραλία του Βρέλλου, 2.5 χλμ από την Αναργύρειο Σχολή. Πάνω σ’αυτό το δρόμο και σε απόσταση περίπου 2500 μέτρων από τον Προφήτη Ηλία, υπάρχει ακόμα μια κάθοδος προς τους Αγίους Αναργύρους. Ο Καλφαγιάννης επισημαίνει πως το πιο μεγάλο μέρος του δρόμου το έφτιαξαν Βούλγαροι αιχμάλωτοι από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13). Λέγει ότι ο Βενιζέλος έδωσε στον Ανάργυρο την άδεια να τους χρησιμοποιεί, «προσφέροντάς τους στέγη και τροφή καθώς και το μισό του ημερομισθίου εργάτη της εποχής, κι απαλλάσσοντας έτσι το κράτος από τη φροντίδα και τα έξοδα των αιχμαλώτων πολέμου.» Τον δρόμο παντού διακόπτουν ξεροπόταμα και γι’αυτό χτίστηκαν 13 γεφύρια από πέτρα Δοκού με κράσπεδα από τη καφεκόκκινη πέτρα της Αίγινας. Τα τελευταία γεφύρια, όπως παρατηρεί ο Καλφαγιάννης, κοσμούνται από ένα ορθογώνιο κράσπεδο από τη μεριά εισόδου των νερών και από ένα τοξοειδές από την πλευρά εξόδου. Δυστυχώς τα γεφύρια δεν συντηρούνται κι ορισμένων τα υλικά έχουν κλαπεί.

———– ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ (αρχή κειμένου) ——————

Τι σαγήνευσε τον Τζων Φώουλς (John Fowles)

Εάν ανεβείτε στις ράχες στων Σπετσών την άνοιξη, κι ατενίσετε τα μακρινά νησιά ή τη σκληρή ακτή της Τσακωνιάς, ενώ γύρω ανθίζει η γη, ίσως νιώσετε αυτό που ο Φώουλς ονομάζει «πνεύμα του τόπου». Πρωτοήρθε στις Σπέτσες 25 χρονών, ως καθηγητής στην Αναργύρειο, έχοντας σπουδάσει φιλολογία στην Οξφόρδη και διδάξει Αγγλικά μια χρονιά σ’ένα γαλλικό πανεπιστήμιο. Ακόμα δεν ήξερε πως έμελλε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους άγγλους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Το 1976, 24 χρόνια μετά τη ζωή του στη σχολή, αναγνωρίζει το χρέος του στο τοπίο των Σπετσών· στο βουνό, όχι στη θάλασσα. Στην εισαγωγή του «Μάγου» (έκδοση Εστίας, 2002) εξηγεί: «Μακριά από την κατοικημένη γωνιά τους, οι Σπέτσες ήταν πραγματικά στοιχειωμένες, από πιο διακριτικά – και πιο όμορφα – φαντάσματα από αυτά που δημιούργησα. Οι σιωπές του πευκοδάσους ήταν απονήρευτες, διαφορετικές από όλες όσες συνάντησα αλλού. Σαν λευκή σελίδα που περιμένει ένα σημείωμα του κόσμου. Έδιναν την πιο περίεργη αίσθηση διαχρονικότητας και αδιανόητου μύθου. Δεν υπήρχε τόπος όπου να είναι είναι πιο απίθανο να συμβεί οτιδήποτε. Ωστόσο κάτι συνέβαινε διαρκώς». Συνεχίζει μιλώντας για την εμπειρία του με το genus loci όπως το λέει, το πνεύμα του τόπου, κάτι που είναι αδύνατο να εκφραστεί με λέξεις και που «με ενέπνευσε και με στιγμάτισε πολύ πιο βαθιά από όλες τις κοινωνικές και σωματικές αναμνήσεις του τόπου». Το 1997, 45 χρόνια μετά τη διαμονή του στις Σπέτσες, προσθέτει μια υποσημείωση στην εισαγωγή του, όπου εξηγεί την αγάπη του για την Ελλάδα: «Αυτή παραμένει η γη και το τοπίο όπου γέροι και νέοι, άντρες και γυναίκες, μπορούν ακόμη να βρουν την ευκαιρία να ακολουθήσουν την θεία επιταγή του Σωκράτη: γνώθι σαυτόν.»

————-ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ (τέλος κειμένου) ————–

Αγρότες, βοσκοί, κτηματίες

Σ’ένα άρθρο του στον Σπετσιώτικο Αντίλαλο, ο Γιώργος Καλφαγιάννης καταγράφει 31 αλώνια σε διάφορα σημεία του νησιού, πράγμα που δείχνει πως υπήρχε άφθονη αγροτική παραγωγή. Η κυρία Γιαννούλα Ιωάννου Θυμαρά, που έζησε την αγροτική ζωή εδώ πάνω στο βουνό των Σπετσών, θυμάται: » Γεννήθηκα το 1916, παντρεύτηκα το 1935. Τα τέσσερα χρόνια πριν τον πόλεμο ο άντρας μου έκανε αγώγια. Είχε τρια άλογα και είχε καλές οικογένειες, τους πήγαινε Αγία Παρασκευή, Ζωγεριά. Κάναμε αγώϊ, είχαμε γάλα, κάνα σφαχτό. Από το σπίτι ανεβαίναμε στο κτήμα το καλοκαίρι. Φεύγαμε τέλος Μαϊου, αρχές Ιουνίου και γυρίζαμε του Σταυρού που πιάναν οι βροχές (14 Σεπτεμβρίου). Μαζεύαμε χαρούπια, μύγδαλα, σύκα, ελιές, σταφύλια. Λένε, ‘η Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και η Αγία Παρασκευή με τα σταφύλια’ αλλά είναι με το παλιό ημερολόγιο – δεν βγαίνουν σύκα στις 17 Ιουλίου, αλλά στις 30 θα κόψεις. Σέρναμε τα ξαλάφια με σχοινί πίσω από τ’άλογα και φτιάχναμε μαντριά για τα ζωντανά· με τ’αγκάθια ούτε να βγεί ούτε να μπει μπορούσε κάποιο ζώο. Κάναμε τσαντίρια. Στο μεγάλο πεύκο από κάτω κάναμε τη κατσουλιέρα με κλαριά και χάμω ρίχναμε χαλίκι ψιλό από τη θάλασσα, ήταν σα σπίτι. Τα παιδιά χαζεύανε τις τράτες που τραβάγανε και βοηθάγανε, η γιαγιά τους έδινε σύκα και γάλα κι αυτοί μας δίναν ψαράκια. Εθερίζαμε, αλωνάγαμε, μαζεύαμε τους καρπούς. Το γάλα το πήγαινε στου Θεόδωρου του Πολίτη κάθε πρωϊ. Κάναμε τους θέρους μας, τ’αλώνια μας και του Σταυρού φορτώναμε τα τσαντίρια στο κάρο και φεύγαμε». Όλα αυτά τα διέκοψε ο πόλεμος: «Εκηρύχθηκε ο πόλεμος, οι καμπάνες χτυπούσαν νεκρώσιμες. Δεν το ξέραμε, νάχουμε στο σπίτι κάποιο φαϊ. Ακούμε τα μεγάφωνα, καλάμε την τάδε κληρουχία. Η πρώτη που καλάνε είναι του 6 και του 7, καλάνε τον άντρα μου. Βγαίνω στη ράχη στο βουνό, Νότη! κηρύχθηκε ο πόλεμος! Παρατάει το αλέτρι εκεί. Λέει στον κουνιάδο, πάρε τα πρόβατα και πήγαινε να βοηθήσεις τη Γιαννούλα. Φύγαν όπως ήταν ντυμένοι, τους πήραν με τη βενζίνα στο Ναύπλιο, κι έμεινε ο πεθερός και οι κουνιάδες και βοηθήσαν. Τι ήμουν εγώ τότε, 24 χρονών; Με το Νικολό (τον γιο της) βοσκάγαμε τα πρόβατα. Ευτυχώς είχα τα μαλλιά να γνέθω, να πλέκω. Κουκούλες, κάλτσες, τζουτζουλούκια (φοριούνται πάνω από τις κάλτσες). Να τα κάνουμε δέμα και να τα πηγαίνουμε στην Αστυνομία πρώτα – έτσι έπρεπε, κάναν έλεγχο, λογοκρισία – και μετά στο Ταχυδρομείο». Ο εγγονός της κυρίας Γιαννούλας, Παναγιώτης Ν. Θυμαράς, εξηγεί πώς ήταν το δάσος όσο ασχολούντο οι δασοφύλακες. «Τότε τα κλαρίζανε τα πεύκα, δηλαδή παίρναν τα χαμηλά, κι έτσι υπήρχαν ξύλα για τα σπίτια και για τα ασβεστοκάμινα, που ακόμα βλέπουμε τα ερείπια τους κάτω στις ακτές. Οι ρετσινάδες μαζεύαν το ρετσίνι για το κρασί και για το νέφτι. Τα μονοπάτια τους πηγαίναν παντού. Βοηθούσαν και τα ζώα που φέρναν για βοσκή, που χτυπούσαν τα χαμόκλαδα, κι έτσι το δάσος ήταν καθαρό. Τώρα που το εγκατέλειψαν και ξανάγινε πυκνό, πιάνει φωτιά πιο εύκολα.»

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή (πίνακας περιεχομένων):
<<Τι θα δεις στις διαδρομές Σπετσών>>
β) Προχωράς στο επόμενο:

<<ΤΑΜΑ ΣΤΗ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΜΟΥ>>