6a. Γύρος των Σπετσών από τη στεριά

6ος περίπατος: παραλίες
ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ: ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΡΙΑ

(η δεύτερη, από τη θάλασσα, ξεκινά πιο κάτω)

Τις παραλίες των Σπετσών μπορείς να τις επισκεφθείς με τα πόδια. Υπάρχουν επίσης ενοικιαζόμενα ποδήλατα και μηχανάκια. Προς τα δυτικά, οι κοντινές αμμουδιές είναι στις Σχολές, στο Λιγονέρι και στο Βρέλλο ενώ πιο μακριά βρίσκεται η Ζωγεριά. Προς τα ανατολικά, η πρώτη αμμουδιά είναι ο Γαρύφαλλος κι ακολουθούν η Αγία Μαρίνα, ο Κουζουνός, η Ξυλοκέριζα, οι Άγιοι Ανάργυροι και η Αγία Παρασκευή. Για τους Αγίους Αναργύρους υπάρχει λεωφορείο το καλοκαίρι.

Ο περίπατός μας θα γίνει κυκλικά. Ξεκινάς από τη Ντάπια προς τη νότια πλευρά του νησιού και τη Ζογεριά, και καταλήγεις πάλι στη Ντάπια, μια απόσταση σχεδόν 24 χιλιομέτρων.

Αγία Μαρίνα

Η εκκλησία βρίσκεται αριστερά από το δρόμο, μετά το εστιατόριο και την πλαζ. Εδώ υπήρχε πρωτοελλαδικός οικισμός της 3ης χιλιετίας π.Χ. όπου βρέθηκαν κεραμεικές ραμφόστομες φιάλες, που μοιάζουν με σαλτσιέρες και που μπορείτε να δείτε στο Μουσείο Σπετσών. Όσον αφορά την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, και οι δυο ιστορίες που ακούσαμε, ξεκινούν από μια προσβολή. Λένε για την Αγία Μαρίνα πως δεν χωράτευε. Η Γιαννούλα Παύλου Θυμαρά διηγείται τι έπαθε ο μπακάλης ο Πλέστης όταν την προσέβαλε. «Λέει ο Πλέστης, παραμονές της Αγίας Μαρίνας, ‘έλα που κι οι γυναίκες τώρα θέλουνε γιορτή!’. Το ίδιο βράδυ μόλις έπεσε να κοιμηθεί άρχισε να τρώει ξύλο. Δεν έβλεπε κανέναν αλλά τον έδερναν με γυναικείο χέρι και τον κάναν μαύρο. Πάρτε την από πάνω μου! φώναζε. Η Αγία Μαρίνα δεν είναι ελεήμων Αγία, τη φοβόντουσαν. Ήταν Αγία που τιμωρούσε. Ο βίος της είναι πως εδάμασε τον εξαποδώ. Πήγαινε να δεις την εικόνα της, την έχει να κρατά το διάβολο». Στην άλλη ιστορία, του παλιού αγροφύλακα Άγγελου Θυμαρά, μαθαίνουμε και γιατί ο Άγιος Νεκτάριος δεν εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες αλλά πήγε στην Αίγινα: «Πιο πάνω από την Αγία Μαρίνα, στα 150 μέτρα, ήταν ένα αλώνι και εκεί είχε έρθει ο Άγιος Νεκτάριος, ήταν νέος, ακόμα δεν είχε αγιάσει. Πάει στη Μονή και βρίσκει τη γερόντισσα, που ήταν νέα και ωραία, αλλά αυτή δεν τον δέχτηκε. Έκατσε λοιπόν πιο κάτω και έκλαιγε, εκεί που είναι χτισμένος σήμερα ο Άγιος Νεκτάριος. Είχε μαζί του ένα μάτσο φυστικιές και πήρε τα μάτια του και πήγε στην Αίγινα. Εαν δεν τον έδιωχνε η γερόντισσα, εμείς θα τον είχαμε. Εκεί λοιπόν ήταν ένα αλώνι και ήταν παραμονή της Αγίας Μαρίνας. Κατεβαίνει ο Τριανταφύλλου στου Σταμπόλη το καφενείο και τους λέει, είναι 3.000 οκάδες καρπός, αύριο ναρθείτε. Του απαντάνε, δεν δουλεύουμε της Αγίας Μαρίνας. Σηκωθείτε λέει, τώρα κι οι γυναίκες θέλουνε γιορτή; Κατεβήκαν λοιπόν και τον κόψαν τον καρπό. Κατά τις τρεις το μεσημέρι φάνηκε ένα συνεφάκι. Καθόταν κοντά ένα γεροντάκι και τους λέει, κάντε κουμάντο γιατί θα γίνει μεγάλο κακό. Τι κακό ρε παλιόγερε; Θα ρίξει ο Θεός μεγάλη φωτιά. Σε λίγο ρίχνει κάτι σταγόνες σα γροθιές. Ανοίξαν οι ουρανοί και το πήρε όλο το αλώνι και το πήγε στην Αγιά Μαρίνα. Πώς το πήρε; Το αλώνι έχει το σαμάρι και είναι σαν ταψί για να κρατά τον καρπό. Το χειμώνα κράταγε πολύ νερό, γίνεται σα λίμνη και τα παιδιά πάνε και παίζουν με τα καραβάκια. Δίπλα είναι ένα ποτάμι· η βροχή το σήκωσε λοιπόν το αλώνι όλο μαζί και το’ ριξε μέσα στο ποτάμι».

Μισό χιλιόμετρο μετά την Αγία Μαρίνα, στη θέση «Τζιλαλής», ο δρόμος δεξιά ανεβαίνει προς τη Μονή των Αγίων Πάντων. Αριστερά είναι το ελικοδρόμιο και 100 μέτρα πιο πέρα το παλιο ελαιοτριβείο του Αδοσίδη που έχει από πάνω έναν μεγάλο ελαιώνα. Το κτήμα τώρα ανήκει στην οικογένεια Νιάρχου, όπως και η Σπετσοπούλα που βλέπουμε απέναντι. Εδώ στην παραλία παλιότερα πετούσαν τα μπάζα από παλιά σπίτια και μπορούμε να μαζέψουμε ενδιαφέροντα ενθύμια.

Σπετσοπούλα

Η Σπετσοπούλα είναι ιδιοκτησία της οικογένειας Λεωνίδα που την παραχώρησε, με συμβόλαιο 99 ετών, στον εφοπλιστή Σταύρο Νίαρχο. Εδώ είχαν οι Λεωνίδα την έπαυλή τους. Τα κτήματα τους βγάζαν λάδι και χαρούπια, ενώ κάποια εποχή ερχόντουσαν για παραθερισμό οι εργαζόμενοι στην αθηναϊκή βιομηχανία τεχνητής μετάξης ΕΤΜΑ. Ο Νίαρχος μετέτρεψε τη Σπετσοπούλα σε κυνηγετικό καταφύγιο. Σύμφωνα με το βιβλίο «Ο Σταύρος Νίαρχος όπως τον έζησα» του παλιού του συνεργάτη Γιάννη Φραγκούλη, ήταν μανιώδης κυνηγός. Για να είναι τέλειος στη σκοποβολή έβαλε στο κότερό του, την «Κρεολή», ένα μηχάνημα: «Εκτόξευε πήλινους δίσκους και ο Νίαρχος σκόπευε τους κινητούς στόχους, σχεδόν πάντα με απόλυτη επιτυχία, κάτι που κολάκευε τον εγωισμό του και τροφοδοτούσε το πάθος του να είναι παντού πρώτος και ανίκητος». Για να έχει ζωντανούς στόχους, μεταφερθηκαν στη Σπετσοπούλα ελάφια και ζαρκάδια, λαγοί, φασιανοί, πέρδικες και ορτύκια από την Αυστρία και την Ιταλία. Το κυνήγι που οργανώνει το 1966, με δώδεκα καλεσμένους, «είπαν πως ήταν παγκόσμιο ρεκόρ… Με το τέλος του κυνηγιού, 3947 πουλιά μεταφέρθηκαν στην προβλήτα του λιμανιού, όπου όλο το βράδυ το προσωπικό ξεχώριζε τους φασιανούς από τις πέρδικες, τα θηλυκά από τα αρσενικά και τα ταξινόμησαν κατά ομάδες στο πλακόστρωτο», για την αναμνηστική φωτογραφία με τον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνο. Έτσι δέθηκε με τις Σπέτσες και άρχισε να βοηθά το νησί, όπως έκανε παλαιότερα κι ο Λάτσης, κι όπως συνεχίζουν να κάνουν σήμερα οι κληρονόμοι του, διακριτικά κι αποτελεσματικά. Όμως όταν πρωτοήρθε ο Νίαρχος, είχε αναστατώσει το μοναδικό κάτοικο της Σπετσοπούλας, όπως μας διηγείται ο Στέφος Αλεξανδρίδης: «Όταν αγόρασε το νησί ο Νιάρχος, είπε όσοι κάτοικοι είναι εδώ πέρα θέλω να φύγουνε, να μείνει το νησί καθαρό. Τότε ο μοναδικός κάτοικος που ήταν εκεί πέρα ήταν ο Ξυνός. Το όνομά του ήταν Δημήτρης Πετρούτσης, από το περίφημο σόι των ναυπηγών. Όμως τον ονομάσανε Ξυνό διότι του δίνανε κρασί κι έπινε, δεν πα νάτανε ξύδι, ό,τι του δίνανε τα’ πινε, γιατί του άρεσε το κρασί. Είχε και μια κατσίκα για να πίνει γάλα. Ήτανε καλός άνθρωπος, καλός γλεντζές, τραγούδαγε. Ήτανε και καλός ναυπηγός, έφτιαχε ωραίες βάρκες και καϊκια. Λέει τότε ο Ξυνός, μπορώ να δώ τον Νιάρχο; Zήτησε δηλαδή ακρόαση. Τον εδέχτηκε. Τότε του λέει ο Ξυνός, άκου εδώ άνθρωπέ μου,

ο ουρανός κι η θάλασσα
έχουν το ίδιο χρώμα,
ο Νίαρχος και ο Ξυνός
θα μπούν στο ίδιο χώμα.

Μόλις άκουσε την σοφή κουβέντα, λέει ο Νίαρχος: θα τον αφήσετε να μείνει εδώ και θα του βγάλετε κι ένα μισθό. Κι έτσι του κάναν ένα ωραίο σπίτι και του πηγαίνανε φαϊ γιατί είχε χάσει πια το φως του». Από όλες τις ιστορίες που αφηγούνται στις Σπέτσες, γιατί άραγε αυτή να είναι η πιο δημοφιλής; Ίσως γιατί εκφράζει τον ντόπιο απέναντι στην εξουσία του επισκέπτη: ναι μεν έχεις το πάνω χέρι, αλλά μη με ζορίζεις, διότι την ίδια μοίρα έχουμε κι οι δυό. Την ίδια αρχή της ισότητας δείχνει και μια άλλη ιστορία για τον Ξυνό, όπως τη διηγείται η Γιαννούλα Παν. Θυμαρά: «Φύλακας εκεί ήταν ο μπάρμπα-Μήτσος ο Ξυνός όταν πήγε ο Βασιλίας. Έρχεται ο Παύλος με την οικογένεια και του ζητά ν’ανοίξει το σπίτι. Ο Ξυνός δεν τον γνώριζε:

– Ποιός είσαι συ;
– Ένας άνθρωπος που ήρθα να δω τη βίλα.
– Άμα δε μου πεις ποιός είσαι δεν σου ανοίγω.
– Θυμάσαι το Γιώργο το Βασιλιά;
– Εγώ να μη θυμάμαι, που πολέμησα για το Γιώργο!
– Εγώ είμαι ο Παύλος ο γιος του.
Και τότε ο Ξυνός τον φίλησε και τον καλωσόρισε.»

Κουζουνός

Η όμορφη παραλία του Κουζουνού είναι 1400 μέτρα από την Αγία Μαρίνα αλλά δεν φαίνεται από τον δρόμο. Την εξήγηση δίνει ο Απόστολος Λακασάς στην «Καθημερινή» (τεύχος 3.9.00): «Ουσιαστικά, λίγες πια είναι οι προσβάσιμες παραλίες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παρουσιάζεται στην περιοχή του Κουζουνού, απέναντι από τη Σπετσοπούλα». Εξηγεί πώς καταπατείται ένα δημόσιο αγαθό από τους ολίγους: «Κάποιοι ιδιοκτήτες παραθαλάσσιων εκτάσεων και σπιτιών, επώνυμοι της αθηναϊκής ζωής, είτε έχουν υψώσει πανύψηλους παράνομους μαντρότοιχους είτε έχουν περιφράξει με συρματοπλέγματα τις ιδιοκτησίες τους, με αποτέλεσμα να κλείνουν τη δίοδο προς τη θάλασσα. Το φαινόμενο είναι τόσο έντονο και γενικευμένο, ώστε οι αλεπάλληλες γειτονικές περιφραγμένες ιδιοκτησίες να αποκλείουν σε μεγάλη απόσταση τις διόδους προς τη θάλασσα με αποτέλεσμα ντόπιοι και επισκέπτες να κάνουν ‘αμάν’ για να βγουν στην παραλία».

Από τον Κουζουνό, στα 1600 μέτρα είναι ένα απότομο πέταλο με το εικονοστάσι του Αγίου Χριστόφορου, όπου αρχίζουμε και βλέπουμε τους γλάρους πάνω από τον σκουπιδότοπο. Υπάρχει πρόγραμμα που προβλέπει να μεταφέρονται τα σκουπίδια στη Πελοπόννησο και να εξυγιανθεί αυτός ο τόπος. Τον προσπερνάμε γρήγορα και, 1900 μέτρα από τη στροφή τους Αγίου Χριστόφορου, φτάνουμε στο κτήμα «Κοσμαδάκης» όπου ανεβαίνει δεξιά ένας δρόμος για την Ανω Έλωνα. Από εδώ έχουμε ακόμα 1400 μέτρα μέχρι τη κάθοδο για τη Ξυλοκέριζα. Πάνω στο δρόμο βλέπουμε πύλες που οδηγούν σε βίλες κάτω στη παραλία. Μια μεγαλοπρεπής σιδερένια πύλη φέρει ένα θυρεό με τρία σφυριά και μια υπόσχεση στα γαλλικά, «Lumiere Merite Foi» (Φως, Αξία, Πίστη), κάτω από το όνομα του ιδιοκτήτη.

Ξυλοκέριζα

Εδώ στην παραλία υπάρχει εστιατόριο και η κάθοδος είναι είτε από αριστερά στον τσιμεντένιο δρόμο (500 μέτρα) η από δεξιά στον χωματόδρομο (700 μέτρα). Από το βουνό κατεβαίνει ένα ρέμα, το «ποτάμι του Καρατζά».Παντού στη διαδρομή, τα υψώματα έχουν διαμορφωθεί με πεζούλες: μια τεράστια επένδυση σε κόπο, για να «ισιώσει» η βουνοπλαγιά και ν’αυξηθεί η γη που καλλιεργείται. Εδώ είχε αμπέλια και πατητήρια, από τα οποία περνούσαν μονοπάτια για να κατεβάζουν το μούστο μέχρι τα καϊκια στην ακρογιαλιά. Όταν ο Ανάργυρος αγόρασε την περιοχή και από αμπέλια την έκανε πευκόδασος, οι ρετσινάδες πήραν τη θέση των γεωργών και τα πατητήρια έγιναν ρετσινόγουβες. Ο Ανάργυρος βρήκε καλλιέργειες· αλλά πριν τις καλλιέργειες υπήρχε πάλι δάσος, μιας και λένε πως εδώ στη Ξυλοκέριζα φύτρωνε η καλύτερη ναυπηγική ξυλεία.

Η επόμενη παραλία είναι στον όρμο της Ελένης, αλλά η πρόσβαση είναι πιο εύκολη από τη θάλασσα. Ο δυτικός κάβος του όρμου λέγεται Βάσιζα ή Βάιζα, ένα όνομα που συναντάμε κι αλλού. Μας εξηγεί ο Άγγελος Θυμαράς πώς πήρε αυτό το όνομα. «Εδώ έχει κτήματα και φέρναν Μωραϊτες και το καθαρίζανε. Ήρθαν λοιπόν απ’ έξω και το καταπάτησαν, ένα κτήμα. Τότε ήταν εκεί μια οικογένεια με καμιά δεκαπενταριά πρόβατα κι ένα κορίτσι που τα έβοσκε. Απέναντι στου Τραμπούκου το κτήμα ήταν ένα αγόρι. Εκεί που τα’ βοσκε, γνωριστήκαν και ταχτήκανε. Μια μέρα η μάνα της κοπέλας είδε το κορίτσι που κύτταγε εκεί. Το λέει στον άντρα της κι εκείνος την πήρε πιο πέρα και την έσφαξε, κι από τότε έμεινε το όνομά της, Βάσιζα ή Βάιζα».

Από εδώ μέχρι τους Αγίους Αναργύρους περνάμε δυο διασταυρώσεις. Η πρώτη διασταύρωση είναι στα 2000 μέτρα και οδηγεί δεξιά στη συνάντηση των κυνηγών (1800 μέτρα) μέσα από τη ζώνη αντιπυρικής προστασίας. Για την δεύτερη διασταύρωση θέλουμε ακόμα 2000 μέτρα. Από εκεί ο δρόμος ανεβαίνει στην Παναγία Δασκαλάκη, αλλά μόνο με πεζοπορία, μέσα από την παλιά αντιπυρική ζώνη. Ακόμα 300 μέτρα και φτάσαμε στους Αγίους Αναργύρους. Η αμμουδιά είναι 200 μέτρα από τον περιφερειακό δρόμο.

Άγιοι Ανάργυροι

Οι Άγιοι Ανάργυροι, όπως και η Αγία Παρασκευή, είναι οι δυο μεγαλύτερες παραλίες στη νότια πλευρά των Σπετσών, κι έχουν τα ονόματα αγίων-θεραπευτών. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί τόσοι παλιοί Σπετσιώτες πήραν το όνομα Ανάργυρος, έστω κι αν ο παππούς τους λεγόταν αλλιώς. Εαν αρρώσταινε ένα βρέφος και κινδύνευε, το έταζαν στον Άγιο, κι έπαιρνε το όνομα στα βαφτίσια. Εδώ παλιά – όπως και στην Αγία Παρασκευή – γινόντουσαν μεγάλα πανηγύρια, όπου ερχόταν όλο το νησί και κατασκήνωνε για τρεις μέρες. Για να φτιάξουν τα τσαντίρια, μπήγαν χάμω τα κουπιά σε Χ και στη διχάλα βάζαν την αντένα κι από πάνω ρίχναν το πανί. Αλλοι τεντώναν σχοινιά από δέντρο σε δέντρο και πάνω τους απλώναν σεντόνια για να κλείσουν το χώρο. Οι ταβερνιάρηδες φέρναν τραπέζια και καρέκλες και φτιάχναν εφήμερα μαγαζιά με κλαριά, ερχόντουσαν και οι πλανόδιοι με τη πραμάτεια τους, και γινόταν γλέντι με βιολία. Κάποιο ίχνος του πανηγυριού ακόμα επιβιώνει και σήμερα, όταν ξεκινούν τα καϊκια από τη Ντάπια και φέρνουν τον κόσμο για τον εσπερινό. Παρ’όλο που ο οικισμός είναι μικρός, υπάρχουν δυο εκκλησίες των Αγίων Αναργύρων, διότι – όπως λένε – στην πάνω προτιμούσαν να πηγαίνουν οι γεωργοί και στην κάτω οι ψαράδες. Το αξιοθέατο εδώ είναι η σπηλιά του Μπεκύρη, με είσοδο που άλλοτε ήταν κρυφή, όπου μπαίνουμε είτε κολυμπώντας ή από τα βράχια. Λένε πως εδώ είχαν έρθει γυναικόπαιδα για να κρυφτούν, όταν κατέφτασαν οι Τουρκαλβανοί να εκδικηθούν για τα Ορλωφικά. Τους πρόδωσε όμως ο Μπεκύρης, και η θάλασσα έγινε κόκκινη από τη σφαγή. Η Μίνα Τσάλλη περιγράφει πως ήταν ο τόπος μέχρι το 1956: «Σπιτάκια πάλλευκα, σκόρπια κάτω από τις ελιές, συκιές πλατύφυλλες και βαρυοϊσκιωτες, πρόβατα και γιδούλες. Αμπέλια απλώνονται λιγοστά, μα εδώ είναι χειμαδιό μεσημβρία, τα σταφύλια γίνονται νόστιμα και οι εκκλησούλες, και οι δυο στους Αγίους Αναργύρους αφιερωμένες, έχουν τις πόρτες τους ξεμαντάλωτες. Η μποτίλια με το λάδι στο παράθυρο ποτέ δεν αδειάζει, μ’όλον που τα κανδήλια σιγοκαίνε νύχτα-μέρα, στο χαρτάκι πάντα βρίσκεται λιβάνι, και οι Αγιοι Ανάργυροι, οι γιατροί, φαίνονται πρόθυμοι να δώσουν την δωρεά που έλαβαν από τον Θεό. Ένα γαϊδουράκι ξεσαμάρωτο βόσκει μακάρια το γαϊδουράγκαθο που φυτρώνει κοντά στην άμμο, ανάμεσα στα βότσαλα. Η φύσις ολόκληρη με τα διάφορα πετούμενα τα τζιτζίκια, τις χρυσόμυϊες, καμμιά μέλισσα, με το βουϊτό των πεύκων, με τους γρύλλους το βράδυ, τραγουδά νυχτοήμερα. Και οι λιγοστοί άνθρωποι που ζουν εκεί, τόσο συνυφασμένοι είναι με το παραδεισένιο τους περιβάλλον που δεν νοιώθουν κάν την ευτυχία τους.» Επιβιώνει ακόμα κάτι από όσα περιγράφει η Τσάλλη; Όποιος πάει θα το βρει· υπάρχουν κι αρκετά ενοικιαζόμενα όπου μπορεί να διανυκτερεύσει.

Αγία Παρασκευή

Από τους Αγίους Αναργύρους ξαναπαίρνουμε τον περιφερειακό και μετά από 1900 μέτρα φτάνουμε στην Αγία Παρασκευή, που θεωρείται η πιο όμορφη παραλία των Σπετσών: έχει τα ψηλότερα πεύκα αλλά και τα πιο παράξενα, δίπλα στο νερό, που έχουν μεγαλώσει οριζόντια αντί για κάθετα. Όπως και στους Αγίους Αναργύρους υπάρχουν ξαπλώστρες και ευχέρεια για φαγητό. Οι Σπετσιώτες έρχονται κάθε χρόνο που γιορτάζει η Αγία Παρασκευή, και θυμούνται πώς κάποτε το μεγαλύτερο πανηγύρι του νησιού γινόταν εδώ. Το περιγράφει ο Άγγελος Θυμαράς: «Φτιάχναν μαγαζιά και γινόταν καυγάς για το καλύτερο στέκι. Έπαιρνε 5-6 πεύκα, έβαζε πανιά και ήταν δικό του. Πολλοί ψαράδες μέναν πέντε και δέκα μέρες, φτιάχναν ψαρόσουπα. Από τον Πειραιά ερχόντουσαν πανηγυρτζήδες με τα μαγαζάκια τους, παιχνίδια, μαντήλια, υφασματάκια. Από το Λενίδι μαναβική, ντομάτες, καρπούζια. Οι άλλοι ψήναν αρνιά, ερχόταν το βιολί και το λαούτο, γινόντουσαν συνοικέσια». Από την πλευρά της, η Μίνα Τσάλλη παρατηρεί άλλα πράγματα: «Τα καϊκια σημαιοστόλιστα, φορτωμένα ως τα μπούνια με γυναίκες, με καλάθια και παιδιά, βάζουν μπρος τη μηχανή. Άλλοτε ανοίγαν τα πανιά τους και φεύγαν νωρίς το απομεσήμερο με γέλια και τραγούδια και φωνές, για το προσκύνημα. Κι αν γίνεται γλέντι και χορός, κι αν ανάβουν οι καυγάδες και ρέει άφθονο το κρασί για την χάρι της είναι. Εκδηλώσεις ευλαβείας και τιμής προς την γλυκειά Αγία Παρασκευή που γιατρεύει τα μάτια. Δεν λησμονώ μια εικόνα που μου εφάνηκε καμωμένη σαν από μεγάλου καλλιτέχνου χέρια: ένα καϊκι στο πέλαγος έπλεε στην εορτή, φορτωμένο παλληκάρια και κοπέλλες. Ο ήλιος εβασίλευε, ο ουρανός ήταν χρυσός, η πλώρη άνοιγε αφρό μπροστά της, και τα κορίτσια και οι νιοί γελούσαν, τραγουδούσαν και ξεφαντώνανε. Κόκκινες, τριανταφυλλιές και θαλασσιές ήταν οι φορεσιές των κοριτσιών. Γάζες και μεταξωτά μανδήλια με κλάρες και λουλούδια πλουμιστά εσκέπαζαν τους ώμους και τα μαλλιά τους. Το καϊκι έσχιζε τη θάλασσα, τα κορίτσια τρομαγμένα εφώναζαν, οι νέοι γελούσαν, ο καπετάνιος στο τιμόνι διεσκέδαζε. Κι εμείς που εταξιδεύαμε πιο πίσω ησυχότερα, απολαμβάναμε την εικόνα αυτή της χαράς και των χρωμάτων, σαν να κρατούσαμε στην αγκαλιά μια πλούσια ανθοδέσμη».

Εδώ έγινε μια πειρατική επιδρομή που την κατέγραψε ο ιστορικός των Σπετσών, Ανάργυρος Χατζηαναργύρου, και που μας μεταφέρει ο διευθυντής του Μουσείου Σπετσών, Μανώλης Λούζης: «Ήτο εορτή της Αγ. Παρασκευής 26 Ιουλίου 1823, ότε ο Αγγλος Ναύαρχος Αμιλτων με την φρεγάτα του Γαβριόν, αρχηγός των ναυτικών δυνάμεων της Μεγάλης Βρεταννίας στην Ανατολή, ηγκυροβόλησεν εις Σπέτσας προ της Καγκελαρίας και ζήτησε από τους προκρίτους να του παραδώσουν τον Χατζήθη της οικογένειας Τσούπα, διότι ούτος με το καταδρομικό του προσέβαλε την βρεταννικήν σημαίαν. Οι πρόκριτοι του εδήλωσαν ότι θα τον παραδώσουν αλλά ο Χατζήθης δεν ανευρεύθη. Αφού πέρασε η ταχθείσα προθεσμία, ο Αμιλτων τους εδήλωσε ότι αφού δεν τον παραδίδουν, θα ικανοποιήσει την σημαίαν του. Περιεμάζευσε λοιπόν όλα τα σπετσιώτικα πλοιάρια, όσα εύρεν εκείνη την ημέραν και τα έδεσεν εις την φρεγάταν του. Κατόπιν έστειλε τας λέμβους εις την Αγίαν Παρασκευήν όπου είχον μεταβεί πολλοί Σπετσιώται δια την εορτήν, και συνέλαβεν περί τους 100 και τους έφερεν αιχμαλώτους εις την αγγλικήν φρεγάταν. Ούτω ηναγκάσθησαν να παραδώσουν τον Χατζήθην εις τον Αγγλον Ναύαρχον, ο οποίος κατόπιν απέλυσε τους αιχμαλώτους και τα πλοιάρια. Κράτησε ως αιχμάλωτον τον Χατζήθην, τον οποίον αφού περιήγαγεν εις το Αιγαίον, αφήκε τέλος να επανέλθει εις Σπέτσας, λέγοντας ότι τους Έλληνας ναυτικούς τους εκτιμά πολύ δια την ικανότητά των εις την θάλασσαν, αλλά εις το μέλλον απαιτεί να μη πειράζουν την σημαίαν του.»

Ξαναβγαίνουμε στον περιφερειακό και μετά από 1500 μέτρα φτάνουμε στον Τσάκωνα, όπου ένα μονοπάτι μας οδηγεί σε δυο κολπίσκους με όμορφη παραλία. Περίπου 1600 μέτρα πιο πέρα είναι η περιοχή Ρεματάκια. Το περιφραγμένο κτήμα ανήκει στον εφοπλιστή Παναγιώτη Λασκαρίδη, που ενδιαφέρεται για τους ήρωες της Επανάστασης και χρηματοδότησε, μέχρι τώρα, τη συγγραφή και έκδοση της βιογραφίας του Μιαούλη και του Κανάρη. Κάτω από τη βίλα του είναι τα ερείπια ενός παλιού πύργου, της βυζαντινής ή ενετικής εποχής. Ακόμα 2200 μέτρα και φτάσαμε στη Ζογεριά.

Ζογεριά

Από την Αγία Παρασκευή έως τη Ζογεριά, είναι σχεδόν πεντέμιση χιλιόμετρα από το δρόμο. Η περιοχή είναι γεμάτη πεύκα και ελαιόδεντρα. Από τον περιφερειακό κατεβαίνει ένας δρόμος (1100 μέτρα) μέχρι το μεγάλο όρμο της Ζογεριάς, όπου είναι το εκκλησάκι της Ανάληψης. Εαν συνεχίσουμε το δρόμο ακόμα 300 μέτρα φτάνουμε στο μικρό όρμο όπου δένουν τα τουριστικά καϊκια, με τη ταβέρνα της Λούλας. Από την Ανάληψη, κυττώντας προς τη θάλασσα, βλέπουμε αριστερά τον κάβο με τον Άη Γιώργη, που χωρίζει τους δυο όρμους. Εδώ σήμερα γίνονται ρομαντικοί γάμοι· όμως παρά λίγο η εκκλησία να γκρεμιστεί. Οι άνθρωποι που τη φροντίζαν, προπολεμικά, είχαν διχαστεί, την είχαν εγκαταλείψει και σιγά-σιγά διαβρωνόταν και κατέρρεε. Κάποια στιγμή, το 1989, αποφασίζουν να την ξαναχτίσουν ο Κώστας Θυμαράς, που είχε κληρονομήσει ένα μερίδιο, και ο Παναγιώτης Μαθιός, που έζησε εκεί τα παιδικά του χρόνια. «Ο Άη Γιώργης δεν είναι μια κοινή εκκλησία,» μας λέγει η Μαρίνα Μαθιού. «Σ’όλο το χτίσιμο που κάναμε είχαμε σημάδια. Ο Παναγιώτης ο άντρας μου κοιμόταν εκεί ένα βράδυ και ακούει ποδοβολητά αλόγου. Η γιαγιά του λέει, είναι ο Αγιος που περνά από τον ένα στον άλλο κάβο. Ενώ την ξαναχτίζαμε είχαν γκρεμίσει τους τοίχους και αφήναν την εικόνα καλυμμένη κι ένα καντήλι. Είχε βροχή κι αέρα αλλά την άλλη μέρα το καντήλι ήταν αναμμένο και το λάδι μέχρι πάνω. Όλοι προσφέρανε, οι εργολάβοι, οι εργάτες, οι δωρητές. Όταν ήρθε η ώρα για το τέμπλο βλέπουμε πως τα λεφτά είχαν σωθεί. Λέει ο Παναγιώτης στους μαστόρους, να γίνει όμορφο, προχωράτε και μη σας νοιάζει. Ζητά πίστωση από τον ξυλέμπορο, φέρνει τα ξύλα και το σκαλίζει ο τεχνίτης και το τοποθετεί. Την άλλη μέρα τον γύρευε ο λαχειοπώλης κι όταν τον βρίσκει του λέει, Παναγιώτη κέρδισες 12 εκατομμύρια. Καθώς προχωρούσε το χτίσιμο ερχόταν ένα πουλί, μια πέρδικα και στεκόταν στα λιθάρια. Κανένα άλλο δεν πλησίαζε αλλά αυτό ήταν άφοβο, εαν άπλωνες το χέρι σου το’ πιανες. Με την τελευταία πέτρα έφυγε».

Το 1837 ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Ευρώπη και το 1838 οι Σπετσιώτες μεταφέρουν στη Ζογεριά τη δημοτική καραντίνα (λοιμοκαθαρτήριο) που μέχρι τότε λειτουργούσε στο Λιμάνι. Τα κτίρια της καραντίνας ήταν στο μέσον του μικρού όρμου, που τον λέγαν και Λαζαρέτο. Όμως μειώνεται σταδιακά η σημασία της σπετσιώτικης ναυτιλίας· το 1854 η κυβέρνηση καταργεί την καραντίνα στις Σπέτσες και οι σπετσιώτες πλοίαρχοι που έρχονται από τα «επιχόλερα» κράτη της Ευρώπης και της Τουρκίας, διαμαρτύρονται πως το Υγιειονομείο δεν τους αφήνει να κάνουν κάθαρση στο Δημοτικό Λοιμοκαθαρτήριο της Ζογεριάς αλλά τους αναγκάζει να πηγαίνουν στη Σύρο ή σε άλλα καθαρτήρια. Τον επόμενο χρόνο, ο Δήμος Σπετσών ζητά από την Κυβερνήση να αναλάβει εκείνη τον έλεγχο της Ζογεριάς και, για να την ενθαρρύνει, περιγράφει τα πλεονεκτήματά των Σπετσών: «Η Νήσος των Σπετσών είναι φυσικώς προικισμένη από ευρώχωρους λιμένας και πορθμόν αξιόλογον λίαν κατάλληλον προς όρμον πάσης κλάσεως πλοίων· με ορίζοντα καθαρόν πνέοντα πανταχόθεν και αλληλοδιαδόχως υγιέστατον άνεμον», όσον δε αφορά το λοιμοκαθαρτήριο της Ζογεριάς, «απέχει της πόλεως δύο ώρες, με καλόν και ευρύχωρον λιμένα και θέαν ευάρεστον δια τους καθαριζομένους».

Πώς λειτουργούσε η καραντίνα

Η χολέρα και η πανούκλα ήταν θανάσιμες απειλές μέχρι και τον 19ο αιώνα. Μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχαν υγειονομικά μέτρα. Εκεί επικρατούσε η πεποίθηση πως η αρρώστεια εκφράζει κάποια Θεία βούληση και δεν μπορούν οι άνθρωποι να την πολεμήσουν. Αντίθετα, στη Δύση αναγκάζαν τα πλοία που ερχόντουσαν από ύποπτες περιοχές να μπαίνουν σε αποκλεισμό, μήπως μεταφέρουν κάποια μολυσματική αρρώστια. Αν μέσα σε 40 μέρες (40 = quarante = καραντίνα) όλοι ήταν υγιείς, τότε τους επέτρεπαν να συνεχίσουν στο λιμάνι. Γι’αυτό η καραντίνα γίνεται σ’ένα απόμερο σημείο. Το πλοίο σηκώνει τη σημαία της καραντίνας και το πλήρωμα κατεβαίνει για εξέταση. Πρέπει να κρατούν απόσταση από τους υπαλλήλους, που πιάνουν τα χαρτιά τους με μια σιδερένια λαβίδα και τα περνούν από τον καπνό. Ενώ κάθε πλοίο περιμένει τη σειρά του, το πλήρωμα μπορεί να βγαίνει στη στεριά, αλλά πρέπει η βάρκα να έχει μια κόκκινη σημαία και να τους φρουρούν μήπως το σκάσουν. Όταν έρθει η σειρά τους, μπαίνουν στο λοιμοκαθαρτήριο. Γδύνονται εντελώς και φορούν τις στολές της καραντίνας, από χοντρό ύφασμα ποτισμένο με πίσσα. Δυό φορές την ημέρα κάνουν λουτρό μπροστά στους υγειονομικούς επιθεωρητές και τον αρχίατρο. Τον υπόλοιπο χρόνο κλείνονται σε κελλιά. Θα μείνουν περισσότερο ή λιγότερο χρόνο, ανάλογα με το πόσο μολυσματικό θεωρείται το τελευταίο λιμάνι που επισκέφθηκαν. Ο,τι πιάνουν πρέπει να απολυμαίνεται: γράμματα, σκεύη φαγητού, δέματα για τους δικούς τους. Στο τέλος της κράτησης, τους εξετάζει γιατρός και δίνει το πολυπόθητο πιστοποιητικό υγείας. Στην καραντίνα εργάζονταν γιατροί, υγειονομικοί υπάλληλοι, στρατιώτες, μάγειροι και γραμματείς. Στη Σύρο, στη Κέρκυρα κι αλλού, ακόμα σώζονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις. Στη Κεφαλονιά υποχρεώναν τους εμπόρους να μεταφέρουν στο λοιμοκαθαρτήριο για απολύμανση, εμπορεύματα όπως το μαλλί, το βαμβάκι, το μετάξι, τα δερμάτινα και όλα τα τριχωτά προϊόντα, και μετά τους έδιναν άδειες εξόδου. Τι συνέβαινε όταν υπήρχε κρούσμα; Τότε θάβαν βαθειά τους νεκρούς και ρίχναν από πάνω ασβέστη, ενώ καίγαν τα υπάρχοντά τους. Όσο για το καράβι τους, το βουλιάζαν για απολύμανση και το ξαναβγάζαν μετά από μερικές εβδομάδες.

Οι πνιγμένοι που ζητούσαν σωτηρία

Η όμορφη ακρογιαλιά της Ζογεριάς κρύβει κι άλλα μυστικά, που τα αποκαλύπτουν τα αρχεία του Δήμου Σπετσών. Είναι παραμονές Δεκαπενταύγουστου του 1942, όταν ο Λιμενάρχης Σπετσών Ευάγγελος Κότταρης ειδοποιεί το Δημαρχείο να στείλει συνεργείο ταφής στη Ζογεριά: «Ευρέθησαν πτώματα εν αποσυνθέσει εις θέσιν Ζωγεριά Βάϊζα ασβεστοκάμινο. Πρόκειται περί πολεμικής ενεργείας και η υπηρεσία μας ως αρμοδία ανακριτική αρχή προέβη εις τας δέουσας ενεργείας αυτοψίας κλπ. Να φροντίσει ο Δήμος δια την συνέχειαν, ως αρμοδία αρχή δια την ταφήν απόρων και αδεσπότων πτωμάτων. Επειδή εφεξής σύνηθες φαινόμενον θα είναι η εύρεσις πτωμάτων εις την θάλασσα, σας παρακαλούμε, με την πρώτη μας ειδοποίηση, να φροντίζετε για την ταφή». Όμως δυσκολευόταν ο Δήμος – θα δούμε αμέσως γιατί – και με τη σειρά του μεταφέρει το πρόβλημα στη Χωροφυλακή Σπετσών, που είχε τη δύναμη να υποχρεώσει κάποιον σε αγγαρεία: «Επειδή δεν κατέστη δυνατό να εύρωμεν εργάτες, αποφυγόντων την εργασίαν ταύτην, σας παρακαλούμεν να προβήτε εις την επίταξιν δυο εργατών εις τους οποίους θα καταβάλλομεν ημείς τα έξοδα ταφής».

Αυτό το περιστατικό ήταν ένα μικρό επεισόδιο σ’ένα μεγαλύτερο δράμα. Τον καιρό του πολέμου, πολλοί πρωτευουσιάνοι ξεκινούσαν για την Κρήτη όπως-όπως, νομίζοντας πως εκεί θα σωθούν, κουβαλώντας την περιουσία τους. Τα γερμανικά αεροπλάνα τους βούλιαζαν και στις ακρογιαλιές βγαίναν ναυαγοί και πεθαμένοι. Με την Κατοχή και την πείνα, συνεχίστηκε η φυγή δια θαλάσσης. Διηγείται ο καπεταν-Νίκος Αν. Μπούφης: «Πολλοί φεύγαν με βαρκούλες και βουλιάζαν, δεν ξέραν να ταξιδέψουν. Ο κόσμος ήταν απελπισμένος, δοκίμαζε το κάθε τι. Συνέχεια ξέβραζαν πτώματα. Στη Ζωγεριά τα έφερνε ο μαϊστρος ή ο πουνέντες από το Ναύπλιο, ανάλογα με τα ρεύματα. Ακούγαμε τις ιστορίες για τους πνιγμένους που τους είχαν βρει με χρυσαφικά και άλλα πολύτιμα. Τότε ήμασταν παιδιά, θέλαμε να βρούμε και μεις κανένα πνιγμένο μήπως είχε λεφτά ή ρολόι. Μια μέρα βλέπουμε μακριά ένα τουλούμι, πλησιάζουμε· ήταν ένας πνιγμένος, πιάσαμε το λαχείο, λέμε. Τον γυρίσαμε και το πρόσωπό του δεν ήξερες πως ήταν πρόσωπο και τ’αυτιά του είχαν γίνει σαν λαγάνες. Ξεχάσαμε τη λαχτάρα μας και φύγαμε».

Στη συνέχεια, τα συμμαχικά υποβρύχια άρχισαν να βουλιάζουν τα γερμανικά πλοία στις ελληνικές θάλασσες, καθώς και τα καϊκια που τα είχαν επιτάξει για να ανεφοδιάζονται. Θυμάται ο Νίκος Μπούφης: «Μια φορά περνούσαν απ’έξω δυο καϊκια με τον Ερυθρό Σταυρό, μπρατσερούλες με δυο άλμπουρα. Μπαμ-μπάμ. Τα πανιά του ενός φυλλάρισαν και χάνεται. Μπαμ-μπάμ ξανά. Του άλλου τα πανιά φυλλάρισαν, βουλιάζει κι αυτό. Τι θα πει «φυλλάρει»; Θα πει πως τρέμει σα φύλλο, διότι έφυγε το χέρι από το τιμόνι και το σκάφος γύρισε στον άνεμο. Ήταν ένα υποβρύχιο, αγγλικό ή δικό μας δεν ξέρω. Πολλοί βάζαν τότε ψεύτικο Ερυθρό Σταυρό κι έτσι κανείς δεν τους πίστευε. Η περαντζάδα για τη Κρήτη ήταν επικίνδυνη. Από τη Κρήτη κουβαλούσαν πολεμοφόδια και νερό για κάτω, να ανεφοδιάσουν το Ρόμμελ. Εκεί φάγαν τα πιο πολλά καϊκια, στο Λιβυκό πέλαγος».

Βρέλλου και Λιγονέρι

Από τη διασταύρωση της Ζωγεριάς ο Βρέλλος απέχει 1600 μέτρα. Εδώ ο δρόμος οδηγεί δεξιά προς τον Προφήτη Ηλία (ανηφόρα σχεδόν 6 χιλιόμετρα) και αριστερά στην αμμουδιά. Σύμφωνα με τον Γιώργο Καλφαγιάννη, εδώ παλιά είχε πατητήρι – άρα και αμπέλια – που κατόπιν έγινε ρετσινόγουβα, όταν το δάσος του Ανάργυρου αντικατέστησε τα κλήματα.

Από το Βρέλλο στα 1000 μέτρα είναι το Λιγονέρι, μια πηγή μέσα στα βράχια, και η μικρή εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής ή της Έλωνας, που λέγεται και «κάτω Έλωνα» για να ξεχωρίζει από την άνω Έλωνα, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού. Περίπου 200 μέτρα πιο πριν ένα μονοπάτι κατεβαίνει στην αμμουδιά. Εδώ τερματίζει και το δρομολόγιο του λεωφορείου που ξεκινά από τη πλατεία του Ποσειδωνίου.

Περίπου 300 μέτρα πιο κάτω είναι η άνοδος για τον «οικισμό των μηχανικών», ενώ στα 1500 μέτρα περίπου από το Λιγονέρι φτάνουμε στις Σχολές και τη δυτική άκρη της πόλης, που καλύπτεται στον 2ο περίπατο.

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Προχωράς στο <<6b. Γύρος τών Σπετσών από τη θάλασσα>>

β) Επιστρέφεις στην αρχή όλων των διαδρομών δηλαδή στον πίνακα περιεχομένων:
<<Τι θα δεις στις διαδρομές Σπετσών>>