Αρχοντικό Χατζηγιάννη Μέξη

Όταν έχτισε το αρχοντικό του κατά το 1795-98, ο Χατζηγιάννης Μέξης ήταν 40 χρονών και η ναυτιλία των Σπετσών σε ανοδική τροχιά. Το έχτισε μακριά απο την παραλία, αρκετά ψηλά για να βλέπει όλη τη θάλασσα απο την Ύδρα ανατολικά ως την Τσακωνιά στα δυτικά. Είχα την τύχη να το επισκεφθώ με τον αρχιτέκτονα και καθηγητή κ. Παναγιώτη Τουρνικιώτη, που διδάσκει θεωρία της αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο, και που είχε την καλοσύνη και υπομονή ν’απαντά στις απορίες μου.

Το Μουσείο Σπετσών στεγάζεται στο αρχοντικό Χατζηγιάννη Μέξη.

Πώς χτίστηκε; Πριν μπούμε στο αρχοντικό, περπατήσαμε προς τα αριστερά και εξετάσαμε τη ανατολική πλευρά του. Εδώ βλέπουμε ότι το κτίριο είναι χτισμένο πάνω σε μιαν ανηφόρα. Το θεμέλιο είναι λοξό μιάς και πατάει σε βράχο και ακολουθεί την κλίση του. Είναι επίσης φαρδύ, πιο φαρδύ απο τον τοίχο που χτίστηκε πάνω του, για να διαχέει το βάρος των τριών ορόφων στο έδαφος.

Στην ανατολική πλευρά του κτιρίου φαίνεται σαφώς η ανηφόρα. Επίσης το πλατύ θεμέλιο όπου πατάνε οι τοίχοι. Πάνω αριστερά ένα αποχωρητήριο.

Πώς δούλεψε ο αρχιμάστορας; Πρώτα χάραξε το περίγραμμα του κτιρίου, που έχει σχήμα “Π” με πιο μεγάλη την οριζόντια πλευρά. Έτσι καθόρισε πού θα πάνε οι βασικοί εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι. Και πού συναντιώνται για να δέσει ο ένας με τον άλλο, φτιάχοντας ένα στέρεο διασταυρωμένο πλέγμα.

Η κάτοψη του κτιρίου αποτυπώθηκε απο τον Κώστα Πλακωτάρη και δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα Σπετσών (1934) της Ένωσης Σπετσιωτών.

Απο πού ήρθε ο αρχιμάστορας με το συνάφι του; Ο μόνος που κάτι γράφει γι’αυτό είναι ο Θανάσης Πετσάλης στο διήγημα “Η κυρά της Ύδρας”: «Αφού διαλέξανε τη θέση, ο καπτάν-Γκίκας κι’ η γυναίκα του, στρώσανε στο χαρτί και τα σχέδια του σπιτιού. Βρισκόταν τότες στην Ύδρα ένας καλός πρωτομάστορας, όχι ντόπιος, αλλά ποιός ξέρει πως φερμένος από τη Στενήμαχο της Θράκης. Αυτός είχε χτίσει, λέει, το αρχοντικό του Χατζη-Γιάννη Μέξη στις Σπέτσες και του Λαζάρου του Κουντουριώτη εδώ στην Ύδρα.» (Η Στενήμαχος ήταν πόλη της ΝΔ Βουλγαρίας, όπου μέχρι το 1906 ήκμαζε ελληνική κοινότητα.)

Πόσο χρόνο πήρε η κατασκευή; Οι μάστορες του συναφιού κάναν όλες τις εργασίες και δουλεύαν γρήγορα, κατ’ αποκοπή και όχι με μεροκάματο, άρα χρειάστηκαν λιγότερο απο 2 χρόνια.

Πώς δουλεύαν οι μαστόροι; Στη δυτική πλευρά του αρχοντικού, ο τοίχος είναι γυμνός, ασοβάτιστος, και δείχνει καθαρά την εργασία τους. Πρώτα βάζαν τους γωνιόλιθους απο άγρια συμπαγή πέτρα, ίσως απο το νταμάρι στις Αγριόπετρες στη νότια όψη των Σπετσών. Είναι μια πέτρα που κόβεται με ακρίβεια, όπως η πέτρα του Δοκού. Οι γωνιές είναι ξεκάθαρες και το ένα λιθάρι κάθεται δίχως κενά πάνω στο άλλο. Γι’αυτό τη χρησιμοποιούν στα πρέκια και στους λαμπάδες όταν φτιάχνουν παράθυρα και πόρτες.

Όταν όμως άρχισαν οι μαστόροι ν’ανεβάζουν τον τοίχο, χρησιμοποίησαν ένα εντελώς άλλου είδους λιθάρι, την κροκαλοπαγή πέτρα που τη βρίσκεις παντού στις Σπέτσες, απο την παραλία ως ψηλά στο βουνό. Είναι μια πέτρα γεμάτη χοντρά βότσαλα που δύσκολα κόβεται και το βλέπεις απο το κυματιστό αρμολόγημα ανάμεσα στις στρώσεις. Τέτοιο είδος τοίχου είναι ασυνήθιστο, λέει ο κ. Τουρνικιώτης, δεν το έχει συναντήσει αλλού.

Εδώ φαίνονται καθαρά τα χοντρά βότσαλα στην κροκαλοπαγή πέτρα.

Γιατί διαλέξαν την κροκαλοπαγή και όχι την άγρια πέτρα για τους τοίχους; Μήπως για να έχουν μικρότερη διαδρομή να τις μεταφέρουν; Μήπως για να χτίζουν πιο γρήγορα;  Ποιός θα μάς το πει;

Καθώς ανεβαίναν πιο ψηλά, οι μαστόροι φτιάχναν και τη σκαλωσιά. Σφηνώναν δοκάρια μέσα στον τοίχο, εκεί που βλέπουμε ακόμα τα τρυπόξυλα μέσα στη λιθοδομή. Πάνω σ’αυτά στα εντοιχισμένα δοκάρια στηρίζαν τις παχοσανίδες, μέσα κι έξω, για να δουλεύουν απο τις δυο πλευρές. Και όταν τέλειωσαν, έκοψαν ό,τι περίσσευε.

Πάνω δεξιά στην ίδια πλευρά του κτιρίου, στον πρώτο όροφο, βλέπουμε ότι σοβάτισαν ένα μέρος του τοίχου. Ο σοβάς δείχνει να είναι απο κουρασάνι, σαν αυτό που βάζουν για να στεγανοποιούν τις δεξαμενές, που δεν θέλει βάψιμο για να προστατευτεί. Γιατί σοβάτισαν εκεί και όχι αλλού; Διότι είναι το κομμάτι που φαίνεται απο μπροστά.

Σ’αυτό το σοβατισμένο μέρος, παρατηρούμε τα παράθυρα και τους φεγγίτες απο πάνω. Πού βρίσκαν τόσο μεγάλα τζάμια; Εξαγωγές τότε έκανε η Βενετία και τα έφερνες εύκολα με το καράβι. Η θέση όπου μπήκαν τα παράθυρα του ορόφου είναι εντελώς συμμετρική σε σχέση με το παράθυρο στο ισόγειο. Θα δούμε, όταν ανέβουμε στον πρώτο όροφο, ότι και τα άλλα παράθυρα της πτέρυγας υπακούνε στην ίδια συμμετρία. Αυτό σημαίνει ότι σχεδιάστηκαν πρώτα στο χαρτί. Δηλαδή ότι ο αρχιμάστορας ακολουθεί το σχέδιο ενός αρχιτέκτονα, που είχε σχεδιάσει ολόκληρο το κτίριο εξ αρχής. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλα τα παλιά κτίρια των Σπετσών, όπου αρκετά παράθυρα έχουν τοποθετηθεί στην τύχη, ανάλογα με τις εντολές του ιδιοκτήτη προς τον αρχιμάστορα.

Τα τρυπόξυλα, το σοβατισμένο τμήμα, και τα συμμετρικά παράθυρα.

Ανεβαίνουμε την ανηφόρα ως τη γωνία για να δούμε την πίσω όψη του κτιρίου. Εκεί φαίνονται 4 κατακόρυφες προεξοχές που μοιάζουν με αντιστηρίξεις, αλλά είναι τα τζάκια. Εκεί βλέπουμε και πού υπήρχε και ένα απο τα 3 αποχωρητήρια που διέθετε ο πρώτος όροφος.

Η πίσω όψη του κτιρίου με τις καμινάδες.

Πάμε τώρα προς στην είσοδο. Παρατηρούμε στην ανωδομή (δεύτερος όροφος) τον τρόπο που τοποθέτησαν τα 5 παράθυρα. Τα 3 κεντρικά είναι πιο κοντά το ένα στο άλλο, κι έτσι δίνουν έμφαση στην τριμερή οργάνωση της όψης, μ’ένα σώμα κεντρικό (το οριζόντιο του “Π”) και δυο πτέρυγες (τα κάθετα του “Π”).

Η επιδίωξη της συμμετρίας και της ισορροπίας φαίνεται και στα τρια πατώματα.

Μπαίνουμε στο ισόγειο. Μπροστά στο διάδρομο έχει 4 καμάρες, κάτι που συνηθίζεται στην Ιταλία και που βλέπουμε σπάνια στην Ελλάδα. Αυτές οι καμάρες συνδέονται κάθετα με τη μακριά καμάρα του διαδρόμου, που στηρίζει τη βεράντα απο πάνω στον πρώτο όροφο. Πώς τη φτιάξανε; Μάς το δείχνουν τα τρυπόξυλα που μείναν σφηνωμένα στους τοίχους και στηρίζαν τη σκαλωσιά. Πάνω της μετακινούσαν ένα ξύλινο καλούπι με το τόξο της καμάρας. Εκεί ακουμπούσαν τις πέτρες και τις σφηνώναν με την πέτρα-κλειδί. Ύστερα χτίζαν το επόμενο τόξο και έτσι προχωρούσαν ώσπου να τελειώσει η καμάρα. Επίσης με καμάρα είναι χτισμένο και το υπόλοιπο ισόγειο, τόσο στο κεντρικό σώμα όσο και στις πτέρυγες. Η κατασκευή είναι απλή και λειτουργική, με μόνη διακόσμηση το ξύλινο ταβάνι στο γραφείο του Χατζηγιάννη Μέξη.

Τα τρυπόξυλα δείχνουν πώς φτιάχτηκε η καμάρα πάνω απο το διάδρομο στο ισόγειο.

Στο ισόγειο ο τοίχος έχει πάχος περίπου ένα μέτρο, στον δεύτερο όροφο περίπου μισό ενώ στον πρώτο όροφο, όπου τώρα ανεβαίνουμε, είναι περίπου 75 εκατοστά.

Ο πρώτος είναι και ο κυρίως όροφος, το piano nobile. Εδώ ανάμεσα στα ιστορικά εκθέματα, βλέπουμε ένα σκίτσο του Ιωάννη Αλταμούρα-Μπούκουρη, που δείχνει πώς ήταν τα κτίρια στην περιοχή του Αγίου Μάμα το 1876. Αν δεν ήξερε ότι βρίσκονται στις Σπέτσες, πού θα τα τοποθετούσε αυτά τα κτίρια, ένας ταξιδεμένος αρχιτέκτονας; Για τον κ. Τουρνικιώτη το σκίτσο θυμίζει την παραλία κάτω απο τη Νάπολη, την Costiera Amalfitana. Τέτοια κτίρια λέει, τα συναντάμε σε βραχώδεις παραλίες της δυτικής Μεσογείου.

Κάπου στη δυτική Μεσόγειο. Τα κτίρια στην περιοχή του Αγίου Μάμα το 1876.

Στεκόμαστε στη βεράντα και κοιτάμε τις καμάρες της. Τα κολονάκια είναι εξαιρετικά λιτά και συζητάμε αν οι καμάρες φτιάχτηκαν για να είναι διακοσμητικές ή λειτουργικές. Την απάντηση ότι είναι λειτουργικές, τη δίνει το άνοιγμα ανάμεσα στα κολονάκια. Επειδή είναι αρκετό μεγάλο, δεν θα άντεχε ο αποπάνω όροφος να στηριχθεί με οριζόντια πρέκια, άρα οι καμάρες είναι πρώτα λειτουργικές και ταυτόχρονα διακοσμητικές.

Γενικά, κάνει εντύπωση πόσο λίγα είναι τα καθεαυτώ διακοσμητικά στοιχεία, όπως λ.χ. το σχήμα που έχουν οι οξυκόρυφοι φεγγίτες με το χρωματιστό γυαλί, το ανάποδο κρινάκι σε μια ξύλινη κόγχη, η περίτεχνη φούσκα σε ορισμένα τζάκια. Με αυτά ως τεκμήρια, κάποιοι συμπέραναν πως ο αρχιτέκτονας ήταν μάλλον Άραβας, παραβλέποντας ότι αποτελούν μέρος της διακόσμησης και όχι της μορφολογίας του κτιρίου. Τέτοια ανατολίτικα διακοσμητικά μοτίβα υπάρχουν γενικότερα στη Μεσόγειο, πότε βενετσιάνικα και πότε οθωμανικά.

Οξυκόρυφοι φεγγίτες με το χρωματιστό γυαλί.

Η περίτεχνη φούσκα στο τζάκι.

Ο κ. Τουρνικιώτης εξηγεί ότι ο αρχιτέκτονας κατάφερε, αυτά που ήταν λειτουργικά, να τα φτιάξει και όμορφα. Το κτίριο έχει μια εξαιρετική συμμετρία, δηλαδή δείχνει ότι δεν έχει σχεδιαστεί απο έναν αρχιμάστορα, όπως κάποια άλλα πιο απλά κτίρια στις Σπέτσες, ορθογώνια ή τετράγωνα. Είναι σαφές ότι το σχεδίασε ένας αρχιτέκτονας με ιδέες που παραπέμπουν στη γειτονική Ιταλία και που ίσως σχεδίασε και το αρχοντικό του Θεοδωράκη Μέξη, του μικρότερου αδελφού του Χατζηγιάννη, που βρίσκεται πιο ψηλά στην ανηφόρα.

Αυτό το αρχοντικό είναι τώρα ερειπωμένο αλλά ευτυχώς διασώζεται μια φωτογραφία που δείχνει την όψη του πριν λεηλατηθεί (εδώ μπορείτε να μάθετε περισσότερα γι’αυτό το τραγικό συμβάν). Και αυτό το κτίριο διαθέτει μια εξαιρετική συμμετρία που θυμίζει Ιταλία. Όμως η σκάλα του, αν τη συγκρίνεις με του Χατζηγιάννη Μέξη, έχει έναν εντελώς άλλο χαρακτήρα. Το αρχοντικό του Χατζηγιάννη είναι αμυντικό, σαν φρούριο, με στενές σκάλες που τις καλύπτουν πολεμίστρες στο τρίτο πάτωμα, ενώ του Θεοδωράκη είναι εξωστρεφές, με μια μακριά αλέα που καταλήγει σε μια μνημειώδη σκάλα, που σε καλεί να την ανέβεις αγκαλιά με άλλους πέντε.

Το αρχοντικό του Θεοδωράκη Μέξη, πριν το λεηλατήσει ο ιδιοκτήτης του για να πουλήσει τα κεραμίδια, τα δοκάρια, τα κουφώματα και τα άλλα υλικά του.

Αριστερά το νεώριο των αδελφών Μέξη στο Παλιό Λιμάνι Σπετσών (1868).

Όμως υπήρχε κι ένα άλλο μεγάλο κτίριο των αδελφών Μέξη, το νεώριο στο Παλιό Λιμάνι, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός των Τριών Σπετσιωτών Μαρτύρων. Φαίνεται αμυδρά στη φωτογραφία του 1868 που διέσωσε ο καθηγητής Θεόδωρος Δημητριάδης και που βρίσκεται στο Μουσείο Χατζηγιάννη Μέξη. Αυτό το επιβλητικό κτίριο δεσπόζει στην παραλία όπου οι Μεξαίοι φτιάχναν τα καράβια τους. Έχει μεγάλες καμάρες στο ισόγειο με τις αποθήκες και τα εργαστήρια που εξόπλιζαν τα πλοία: ξυλουργείο, σιδεράδικο, πανάδικο, οπλουργείο. Κι απο πάνω έναν όροφο με χώρους για τη διοίκηση. Η μορφολογία του θυμίζει βενετσιάνικα νεώρια, και μάς οδηγεί στο τελευταίο ερώτημα:

Ο Χατζηγιάννης Μέξης είχε φέρει στις Σπέτσες τον αρχιτέκτονα, αλλά και τον αρχιμάστορα με το συνάφι του. Μήπως εκτός απο το αρχοντικό του αδελφού του, τους έβαλε να του χτίσουν και το νεώριο; Ποιός θα μάς το πει;

—–