1. Στην Ελλάδα 

Με λένε Πέτρο Δαμδημόπουλο και γεννήθηκα στις Σπέτσες το 1963. Μένω στον Άγιο Φανούριο, μία πανέμορφη γειτονιά. Εκεί είναι το πατρικό μου, που η μάνα μου και ο πατέρας μου το έφτιαξαν με τα ίδια τους τα χέρια, γύρω στο ΄60, όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εγώ και τα δύο μου αδέλφια.

Μία υπέροχη γειτονιά με τους φίλους και τους γειτόνους, στη δεκαετία του ΄60 όπου το νησί ήταν ακόμα «αθώο», θα έλεγα. Στο σχολείο ήμουν πολύ καλός μαθητής, γι αυτό άλλωστε πήρα και υποτροφία από το Νιάρχο, το γείτονά μας στη Σπετσοπούλα, για να φοιτήσω στην Αναργύρειο αφού τελείωνα το δημοτικό,

Μεγάλωσα σχετικά καλά. Στην αρχή φτωχικά γιατί ο πατέρας μου ήτανε εργάτης στις οικοδομές. Κάποια στιγμή οργανώθηκε πιο πολύ και έγινε εργολάβος οικοδομών κυρίως. Τα πράγματα πήγαν κάπως καλύτερα και μπόρεσα να κάνω φροντιστήριο Αγγλικών στον αείμνηστο Αργυρόπουλο, καθηγητή της Αναργυρείου. Έτσι από μικρός μικρός έμαθα καλά Αγγλικά, πήρα το Lower, το Proficiency και όλα αυτά.

Το πρώτο όφελος αργότερα ήταν να γίνω ο γραμματέας των καμακιών. Διότι τα καμάκια εδώ στις Σπέτσες, οι καρδιοκατακτητές, δε μιλούσαν Αγγλικά και όταν φεύγαν οι κοπελιές και πηγαίναν στην Αγγλία, στη Σουηδία ή οπουδήποτε αλλού, τους έστελναν γράμματα. Τότε δεν υπήρχε βέβαια Internet, και τα γράμματα που τους στέλνανε, τα μετέφραζα εγώ και απαντούσα βέβαια στα αγγλικά. Είχα ανοίξει γραφείο ολόκληρο στο σπίτι, μόνο και μόνο για να εξυπηρετώ τους φίλους μου.

Τα καλοκαίρια, ο πατέρας μου δεν μας άφηνε να κάτσουμε, κανένα από τα παιδιά, να απολαύσουμε μπάνια και τέτοια πράγματα. Μας είχε βάλει από μικρούς να εργαζόμαστε, αν και ήταν πια αρκετά ευκατάστατος με τη δουλειά του. Έτσι, εγώ μικρός δούλευα στο πρώτο super market που άνοιξε στις Σπέτσες τότε, στον Τζιμάνη τον Τάσο Γεώργιζα. Στην αρχή γεμίζοντας τα ράφια και μετά ξεφορτώνοντας ακόμα και φορτηγά. Ήμουν αρκετά γερό παιδί, και για την ηλικία μου φαινόμουν πολύ πιο μεγάλος. Οπότε μπλεκόμουνα σε όλα.

Το χειμώνα σχολείο βέβαια, με τις παρέες και τα παιχνίδια. Όταν τελείωσα το δημοτικό, επειδή ήμουν ένας από τους πρώτους μαθητές, πήγα στην Αναργύρειο με την υποτροφία Νιάρχου. Άλλα δεδομένα βέβαια ίσχυαν στην Αναργύρειο τότε, με γνωριμίες γόνων ισχυρών οικογενειών της εποχής εκείνης, ανάπτυξη φιλίας με αυτούς κλπ. Συνέχισα να είμαι πολύ καλός μαθητής. Και αθλητής.

Μετά αφού τελείωσε η θητεία μου σαν γεμιστής ραφιών στο super market, έγινα βοηθός σερβιτόρου στην πρώτη πιτσαρία που άνοιξε στις Σπέτσες τότε, του Νίκου του Γρίβα. Και λόγω γλώσσας προήχθην γρήγορα σε σερβιτόρο. Επειδή είχα πολύ μπλα μπλα, και μιλούσα ήδη δύο γλώσσες, γαλλικά, αγγλικά, τα πήγαινα καλά με τον κόσμο, και έτσι προήχθην γρήγορα σε σερβιτόρο. Με αποτέλεσμα ένα ή δύο καλοκαίρια αργότερα να είμαι σερβιτόρος κανονικός, στα 14, 15 στην Τάπια.

Εκεί τα πράγματα εξελίχθηκαν ραγδαία. Έκανα πολλές γνωριμίες, από όλον τον κόσμο, γυναίκες, κακό. Με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να φύγω και από το σπίτι το χειμώνα, πράγμα που δεν άρεσε και πολύ στη μάνα μου. Και να μένω με διάφορες κοπελιές, να ξεχειμωνιάζω στην ουσία δηλαδή, σε κάποιο δωμάτιο που νοίκιαζα εδώ.

Το 1981 τελειώνω την Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Ένας αρκετά καλός μαθητής και περνάω στο Γεωλογικό της Πάτρας. Βέβαια τότε δεν με κρατούσε τίποτα στην Ελλάδα. Γιατί; Διότι στις διακοπές μου από το σχολείο ταξίδευα: Σουηδία, Γερμανία, Αγγλία. Και έχοντας δει πως ζει ο κόσμος πιο έξω, δεν με κρατούσε τίποτα στην Ελλάδα, δεν ήταν απαραίτητο να πάω να κλειστώ στην Πάτρα.

Έτσι αποφάσισα να πάω να σπουδάσω στη Στουτγάρδη. Είχα μία θεία εκεί, έναν θείο. Γερμανικά δεν μιλούσα. Την εποχή εκείνη μιλούσα Αγγλικά, Γαλλικά, Σουηδικά. Έτσι έπρεπε να γραφτώ σε κάποια σχολή η οποία θα ήταν συμβατή με τα κολλέγια όπου θα μπορούσα να σπουδάσω, για να πάρω το δίπλωμα των Γερμανικών. Βρήκα μία σχολή εκεί στο κέντρο της Στουτγάρδης, λεγόταν Doctor Benedict. Πήγα στην αρχή δυο, τρεις φορές. Αλλά είδα ότι τα μαθήματα ήταν πάρα πάρα πολύ αργά και δεν θα μαθαίναμε ποτέ γερμανικά εκεί μέσα.

Έτσι ακολούθησα την παλιά καλή μέθοδο επαφής με τον κόσμο. Στα μπιλιαρδάδικα, στα bars, με γυναίκες κλπ, κλπ. Συνάμα δούλευα και σαν σερβιτόρος σε μία ελληνική ταβέρνα για να βγάζω τα έξοδά μου. Στη σχολή δεν ξαναπάτησα για να κάνω μαθήματα γερμανικών, και συνέχισα βέβαια να πληρώνω και να είμαι γραμμένος. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν ότι ήταν οι εξετάσεις σε έξη μήνες. Παρουσιάστηκα να δώσω εξετάσεις. Με κοίταγε βέβαια ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Benedict. Μου λέει πού είσαι; Τι ήρθες να δώσεις; Συνέχισα βέβαια να του μιλώ στα αγγλικά. Μου λέει τι ήρθες να δώσεις γερμανικά, μία λέξη δεν έχεις μάθει. Γιατί αγγλικά μου μιλάς ακόμα μετά από έξη μήνες. Του είπα άσε με να δώσω και δεν ξέρεις τι γίνεται.

Έδωσα λοιπόν και βγήκα πρώτος από την τάξη μου. Τα είχα μάθει τόσο καλά τα γερμανικά, γιατί και με τις συναναστροφές με τον κόσμο, αλλά και διότι κάθε πρωί διάβαζα μία ολόκληρη εφημερίδα εκεί την Stuttgart Zeitung. Την ξεκοκάλιζα όλη. Κάθε πρωί, κάθε πρωί. Πέρασα στη σχολή, άρχισα να φοιτώ και συνέχισα να δουλεύω σαν σερβιτόρος. Βέβαια γνωρίστηκα με τον κόσμο. Με αγάπησε ο κόσμος. Το είχα βέβαια με τη γαστρονομία πάντα, γιατί από μικρό παιδί στις Σπέτσες δούλευα σερβιτόρος. Είχα ξεκινήσει από τα 8-9 μου σαν βοηθός σερβιτόρου στην πιτσαρία τού Γρίβα. Και το είχα με τον κόσμο και με τις δημόσιες σχέσεις γενικά.

Το 1982-83 αποφασίζω να φτιάξω το δικό μου μαγαζί στη Στουτγάρδη. Έχω βρει κάτι και είμαι έτοιμος να ξεκινήσω. Γι αυτό έρχομαι στην Ελλάδα για να αποχαιρετίσω τους δικούς μου. Να πω σε όλους για το καινούριο μαγαζί να πηγαινοέρχομαι. Και να κανονίσω τα του στρατού κλπ.

Έχω ξεχάσει όμως ότι δεν καταθέτω πια δικαιολογητικά για την αναβολή που είχα πάρει από τον στρατό, διότι δεν φοιτούσα πια, οπότε προσγειωνόμενοι με το αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη, στη Μίκρα, για να κάνουμε transit, και έχοντας πάρει η ελληνική κυβέρνηση τότε τα καινούρια computers στο αεροδρόμιο, με τσεκάρουν και με συλλαμβάνουν για ανυποταξία. Αφήνω μία εγγύηση 100.000 δραχμών για να πάω να δω τους δικούς μου, και να πάω να παρουσιαστώ στην Κόρινθο μετά από περίπου δέκα μέρες. Μου επιβάλλαν ένα πρόστιμο και μία φυλάκιση 24 μηνών, σαν τιμωρία για την ανυποταξία μου, που εκδικάστηκε αργότερα. Έρχομαι, βλέπω τους δικούς μου, πάω παρουσιάζομαι στην Κόρινθο, και υπηρετώ την πατρίδα κανονικά, με μεταθέσεις στο Χαϊδάρι, και είχα τελική κατάληξη στη Χίο, όπου και μένω για όλο το υπόλοιπο της θητείας μου, επειδή πέρασα πολύ καλά εκεί.

Γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους και φίλους. Γενικά είχα μία υπέροχη θητεία στο πανέμορφο αυτό νησί. Στο τέλος της θητείας θέλω να φύγω Γερμανία, δεν με αφήνουν όμως γιατί δεν είχε εκδικαστεί ακόμα στο στρατοδικείο η ανυποταξία μου. Έτσι παραμένω στην Ελλάδα, εκδικάζεται μετά από οκτώ μήνες στο Ρουφ, και μάλιστα αθωώνομαι πανηγυρικά. Διότι είχαν έρθει αξιωματικοί με τους οποίους υπηρέτησα μαζί, σαν μάρτυρες υπερασπίσεως στο στρατοδικείο. Και αθωώθηκα με ψήφους 4 προς 1. Τελειώνω και με αυτά, χαιρετώ τους δικούς μου και φεύγω τώρα Γερμανία, όπου ξεκινά η καινούρια μου καριέρα σαν μαγαζάτορας πια, στη γαστρονομία.

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή:
<<Πέτρος Δαμδημόπουλος>>
β) Προχωράς στο επόμενο:

<<2. Γερμανία, η αρχή>>