Το συμφέρον του επιστάτη

Tα κεφάλαια αυτής της ενότητας:
3b10. Τα ασύμμετρα κίνητρα τού επιστάτη
3b20. Ο νόμος τής δύναμης
3b30. Μέγαρο Μαξίμου και Εξάρχεια
3b40. Το ζητούμενο της εμπιστοσύνης
3b45. Πώς παράγεται η εμπιστοσύνη;
3b50. Τα μέλλοντα τής Ελλάδας
3b60. Ανάμεσα σε δυο πρότυπα

3b10. Τα ασύμμετρα κίνητρα
τού επιστάτη

Οι επιστάτες είναι τα ανώτερα και μεσαία στελέχη
στο δημόσιο και στον ιδιωτικού τομέα.
Αυτοί, περίπου ένα 5% του πληθυσμού,
ορίζουν την τροχιά τού μέλλοντος.
Είναι οι ικανότεροι άνθρωποι της γης
κι εκεί ζητά ν’ανέλθει η φιλόδοξη και ταλαντούχος νιότη.

Οι κυβερνήσεις περνούν, οι θεσμοί μένουν: εκλογές, κοινοβούλια και δημαρχεία, υπουργεία και οργανισμοί, δικαστήρια και νοσοκομεία. Λένε πως το Βέλγιο έμεινε μήνες δίχως κυβέρνηση και οι θεσμοί λειτουργούσαν ομαλά χωρίς τους υπουργούς.
Το κοινοβουλευτικό σύστημα της δημοκρατίας, όπως και κάθε θεσμός, έχει δυο ρόλους. Πρώτα το σκοπό,
να κυβερνά καλύτερα απο έναν «καλό βασιλιά».
Και μαζί το μέσον: να υπηρετείται απο ικανούς και τίμιους επιστάτες.

Ο δεύτερος ρόλος, αναπόφευκτα, γεννά μιαν ασυμμετρία. Δίνει κίνητρα στον επιστάτη για να επωφελείται,
να παραπλανεί και να συγκαλύπτει. Να δοκιμάζει ως πού μπορεί να φτάνει, νομότυπα κι ασύδοτα.

Τα κίνητρα για κατάχρηση εξουσίας
Το δίκτυο επιστασίας έχει ισχυρό συμφέρον να στηρίζει την αφήγηση της προόδου, τις προσδοκίες και την αυταπάτη. Η προδιάθεση για παραβατικότητα – στα ουσιαστικά, όχι στα τυπικά – φωλιάζει βαθιά μέσα του. Αυτό το δίκτυο που καθοδηγεί τον κόσμο δεν είναι ούτε «αυτοκρατορία» ούτε «πυραμίδα» με κάποια κεφαλή. Ορθώς βαφτίστηκε «το σύστημα», που αν είχε πρόσωπο θα χαμογελούσε πλατιά, βλέποντας αυτούς που αυτοβαφτίζονται «αντισυστημικοί».
Στα δημόσια πράγματα μιάς δημοκρατικής χώρας, επιστάτες είναι η ενδιάμεση, η διοικούσα τάξη: δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί που διορίζουν διευθυντές, επιτρόπους, συμβούλους και διοικητές.
Ανάμεσά τους υπάρχουν σωστοί άνθρωποι και χάρη σ’αυτούς προχωρά ό,τι καλό γίνεται. Αυτό δεν σβύνει την βαριά ασυμμετρία: ο φαύλος επιστάτης έχει πιο δυνατά κίνητρα απο τον έντιμο. Έχει πιο έντονο το «θέλω κυριαρχία» – ζητά ν’αυξάνει την προσωπική του εξουσία και πιέζει τους θεσμούς να τον υπηρετούν αυτόν.

Έτσι, οι τίμιοι κι ευσυνείδητοι επιστάτες – μα φυσικά υπάρχουν! – που υπηρετούν τους θεσμούς, περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Αυτούς πρέπει να στηρίζουμε, αλλά με ποιό τρόπο, δεν το ξέρουμε. Μα ούτε ξέρουμε και ποιοί είναι, αν δεν μάς το πει κάποιος απο μέσα.
Κι έτσι επιστρέφουμε στο ίδιο παλιό ερώτημα:
ποιός θα φυλάει τους φύλακες;

Πάνω σε τι ορκίζονται;
Βουλευτές, υπουργοί, στρατιωτικοί, ιερείς, δικαστές,
όλοι δίνουν επίσημο όρκο μπροστά σε τρίτους,
ότι θα εκτελούν εντίμως τα καθήκοντά τους.
Άραγε θα τα θυμούνται καλύτερα
αν ορκιζόνταν στο κεφάλι του παιδιού τους;

Οι εύκολες επιλογές τού επιστάτη
Είναι πιο σοφός απ’ό,τι δείχνει. Κουβεντιάζεις φιλικά με τον υπουργό και βλέπεις έναν άνθρωπο ρεαλιστή, ειλικρινή, σωστό. Σού εξηγεί πώς λειτουργεί η κυβέρνηση και γιατί κάνει λάθη. Σού λέει ποιός είναι ο σωστός δρόμος και εξηγεί γιατί δεν τον ακολουθεί, ομολογεί τα ψέματα που λέει δημοσίως και γιατί τα λέει.

Σχεδόν δεν πιστεύεις τ’αυτιά σου: αυτός με την ξύλινη γλώσσα όταν μιλάει δημόσια,τώρα δεν τον αναγνωρίζεις! Αν εξαιρέσεις τους φανατικούς και τους βλάκες, οι πολιτικοί είναι ρεαλιστές, ξέρουν να κάνουν το σωστό, όπως ξέρουν να κάνουν και το στρεβλό.
Οπότε, γιατί επιλέγουν το Χ αντί το Ψ;
Είναι θέμα κινήτρων.

Ο φαύλος χρειάζεται συνένοχους
Έχεις λοιπόν τα κίνητρα, από τη μια πλευρά,
για να είσαι άπληστος, αδίστακτος κι υποκριτής.
Όμως δεν αρκούν αν δεν έχεις ασυλία και ατιμωρησία.
Γι’αυτό αναγκάζεσαι να δημιουργείς συνενόχους και να τους δένεις με αλυσίδες εκβιασμού και φίμωσης.
Αλλιώς πώς εξηγούνται κάποια θαύματα
όπου χρεώνεται 50 κάτι που αξίζει 10
και η Δικαιοσύνη λέει πως όλα γίναν νόμιμα.

Τις πιο πολλές φορές, ο επιστάτης είναι μάλλον δειλός παρά φαύλος.
Εάν δεν ευνοεί τη συντεχνία, ίσως δεν επανεκλεγεί.
Και χάνει τότε το μαγικό ελιξήριο,
το κλάσμα εξουσίας που ασκεί.

Απο τη μια πλευρά λοιπόν, τα ισχυρά τους κίνητρα.
Παράλληλα οι τηλεοράσεις και οι φυλλάδες
χρειάζονται σκηνοθεσία, τσίρκο, δράμα και σύγκρουση.
Είναι κίνητρα πυκνά, εστιασμένα. Χρειάζονται και μαύρο χρήμα,
κι αλίμονο σε  όποιον τ’αψηφεί.
Παλιά τυφλώναν τον ασυμμόρφωτο ή του κόβανε τη μύτη.
Λίγα αλλάξαν σήμερα. Πάλι παραμονεύει η ταπείνωση και η αφάνεια.

Γιατί δεν έχει πια καμιά δικαιολογία
Ως μορφωμένος, ο επιστάτης γνωρίζει τον πλατύ ορίζοντα
αλλά υπηρετεί το μερικό συμφέρον, έναν ορίζοντα στενό και σύντομο,
όσο χρειάζεται για να ζήσει πλούσια
δίχως να χρεωθεί τις παρεπόμενες ζημιές.
Τα κίνητρα που τον ωθούν προς τον έναν ή τον άλλον ορίζοντα δεν έχουν την ίδια δύναμη κι επιρροή.
Είναι ασθενικό το δίλημμα ανάμεσα στην προσωπική του ευτυχία –κάτι χειροπιαστό και άμεσο — και το καθήκον προς τους άλλους.

Δεν έχει πρόθεση να βλάψει.
Θα φτιάξει πισίνα για τα παιδιά του,
ακόμα και σ’ένα άνυδρο νησί όπως τις Σπέτσες.
Κάτι που είναι ατομικά λογικό και συνολικά παράλογο.

3b20. Ο νόμος της δύναμης

Απέναντι στα «θέλω» τών ανθρώπων, στέκει
ο σκληρός νόμος της δύναμης, με τα τρία του πρόσωπα:

– το πλήγμα που κανείς δεν ελέγχει (λ.χ. σεισμός,
πληθωρισμός, ανεργία, θνητότητα).
– η εξουσία του επιστάτη (λ.χ. σφραγιδοφόρος, αφεντικό,
συνδικαλιστής).
– και ο λόγος του νοηματοδότη (λ.χ. προφήτης,
οραματιστής, δημοσιογράφος, αυθεντία).

Ακάθεκτη ενέργεια, ισχυρά κίνητρα
Οι επιστάτες κατέχουν τους μοχλούς της εξουσίας.
Η κυριότερή τους δύναμη είναι η τεράστια ενέργεια που ξοδεύουν. Ξεχωρίζουν όσοι έχουν πείσμα κι αντοχή. Εσύ μπορεί να τους λες λογικά επιχειρήματα αλλά η μπουλντόζα τους είναι κι αυτή επιχείρημα.
Αν χάσει δεν αξίζει τίποτε. Ενώ αν εσύ χάσεις, απλώς χάνεις σε μία συζήτηση. Τα κίνητρά σας δεν είναι συμμετρικά, ούτε και οι ζημιές σας. Γι’αυτούς η εξουσία δεν είναι ένα μέσον, αλλά ο κύριος σκοπός. Τί σόι όπλο είναι ο λόγος απέναντι στο σίδερο; Πείσμα για πείσμα, η μπουλντόζα γαντζώνεται και επικρατεί.
Εκτός αν είσαι έτοιμος να πολεμήσεις με τα δικά της όπλα.
Αυτό θέλησαν να το κάνουν πράξη οι επαναστάσεις του 18ου, του 19ου και του 20ου αιώνα. Ζητούσαν ελευθερία, ισότητα και αυτοδιάθεση για τα έθνη και για τους ανθρώπους. Γι’αυτό το όραμα, πάλεψαν και μάτωσαν πολλές γενιές και χάρη στον αγώνα τους το κάρο της ανθρωπότητας άρχισε ν’ανεβαίνει στην ανηφόρα. Για να μην πισωδρομήσει, βάζαν σφήνες στις ρόδες του κάρου, δηλαδή θεσμούς και νόμους.
Μα οι σφήνες δεν κρατάνε και το κάρο τσουλάει προς τα πίσω.

Η άνιση σχέση…
Ο πλούτος της γης αρκεί για όλους αλλά μοιράζεται σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός. Ο ισχυρός θα πάρει όσα μπορεί, όχι όσα χρειάζεται. Και μόνο κάποια αντίθετη δύναμη – η αντίσταση των άλλων, οι θεσμοί – μπορεί να τον περιορίσει.

Διότι η δύναμη της κυριαρχίας προκαλεί, ως αντίδραση, την ανάγκη για άμυνα απέναντί της. Έτσι, στη μία πλευρά είναι οι λίγοι που εξουσιάζουν ψηλά στην πυραμίδα, δραστήριοι και φιλόδοξοι. Ακόμα κι αν τους περιορίζουν οι θεσμοί, το δέχονται τυπικά αλλά όχι ουσιαστικά.
Είναι εύστροφοι κι ενεργητικοί: σαγηνεύουν, ζορίζουν, εξαγοράζουν, απορροφούν. Μια ψυχική πείνα τους πιέζει να επιβάλλουν την άνιση σχέση εξουσίας σε κάθε χώρο: οικογένεια, ομάδα, επιχείρηση, κράτος, αυτοκρατορία.

Στην άλλη πλευρά είναι οι πολλοί, χαμηλά στην πυραμίδα, που ζούνε κι αμύνονται. Ζητούν θεσμούς, επικαλούνται ηθικές αρχές. Θέλουν μια θέση στον ήλιο. Αν πετύχουν θα είναι με το ζόρι. Γιατί σχεδόν ποτέ δεν τους δόθηκε οικειοθελώς. Παντού ξεπηδά η άνιση σχέση που κινεί την ιστορία.

Αυτές τις σχέσεις ισχύος, ο αρχικός Χριστιανισμός προσπάθησε να τις αντικαταστήσει με σχέσεις αγάπης. Κάτι ανέφικτο, σχεδόν πάντα, για τους επιστάτες της θρησκείας. Ένα άλλο ορόσημο ήταν η Μάγκνα Κάρτα (το «μέγα συμβόλαιο») που επέβαλαν οι Άγγλοι βαρόνοι στο βασιλιά και περιόρισαν την ισχύ του για πρώτη φορά. Αυτό έγινε το 1215, ενώ στο Βυζάντιο ίσχυε η ρωμαϊκή αρχή princeps legibus solutus, δηλαδή «ο ηγεμόνας δεν δεσμεύεται από τους νόμους».

Σταδιακά και με συγκρούσεις γεννήθηκαν τα κοινοβούλια («τά θέλω των κοινών ανθρώπων») για να νομοθετούν τους κανόνες της εξουσίας.
Έτσι ξεκίνησε μια τραμπάλα ανάμεσα σε εξουσιαστές και υποτελείς, ανάμεσα στη δύναμη και την προστασία από τη δύναμη, που ποτέ δεν θα πάψει.

…πάντα θ’αναγεννιέται;
Ναι, απαντά ο William Golding, το «θέλω εξουσία» είναι ένα άσβεστο πάθος. Κι έγραψε μια σημαντική αλληγορία για να το εξηγήσει. Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ο Άρχοντας των Μυγών» (Lord of the Flies, 1954) όπου στήνει κάτι σαν πείραμα:
τί θα συμβεί αν ναυαγήσουν ξαφνικά σ’ένα ερημικό νησί μια εικοσαριά αγόρια 6-12 ετών; Δείχνει πως όταν δεν υπάρχουν τα χαλινά της κοινωνίας και το κάθε παιδί είναι εντελώς ελεύθερο, τότε το πιο θεληματικό και ισχυρό θα κάνει το πάν για να επιβάλει στους άλλους την κυριαρχία του.

3b30. Μέγαρο Μαξίμου και Εξάρχεια

Τὸ βιβλίο «Πρωθυπουργοὶ στὴν Ἑλλάδα: τὸ παράδοξο τῆς ἐξουσίας» ἐξετάζει τὸ ὀργανωτικὸ σχῆμα ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν κορυφὴ τῆς πολιτείας. Τὸ ἔγραψαν δυὸ καθηγητὲς πολιτικῆς ἐπιστήμης σὲ ἀγγλικὰ πανεπιστήμια, ὁ Κέβιν Φέδερστοουν καὶ ὁ Δημήτρης Παπαδημητρίου.

Γιὰ τὴν περίοδο ποὺ καλύπτουν (ἀπὸ 1974 ἕως 2014) ἀναφέρουν πὼς ὁ κάθε νεοεκλεγεῖς πρωθυπουργὸς ποὺ μπαίνει στὸ Μέγαρο Μαξίμου, βρίσκει κενὲς καρέκλες καὶ σχεδὸν ἄδειες ἀρχειοθῆκες. Τοῦ φαίνεται φυσιολογικὸ νὰ μὴν ὑπάρχει ἕνα μόνιμο κρατικὸ ἐπιτελεῖο, ὅπως ὑπάρχει σὲ ἄλλες χῶρες, ποὺ νὰ ἐξασφαλίζει τὴ συνέχεια στὴν κορυφὴ τοῦ κράτους. Θὰ φέρει τὸ δικό του προσωπικὸ καὶ θὰ φτιάξει δικά του ἀρχεῖα. Καὶ θὰ φύγει ἀφήνοντας πάλι ἐρήμωση.
Τὸ μηδενισμὸ αὐτὸ περιέγραψε καὶ ὁ πρώην διοικητὴς τῆς Τράπεζας Ἑλλάδος Ξενοφῶν Ζολώτας, ποὺ ἀνέλαβε πρωθυπουργὸς μιᾶς οἰκουμενικῆς κυβέρνησης τὸ 1989-1990:
«Δὲν ὑπάρχει πλέον ἑνιαῖο κράτος στὴν Ἑλλάδα. Τὸ κράτος εἶναι κάτι σὰν ἀδειανὸ πουκάμισο γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου.

Μια διαπίστωση του Ξενοφώντα Ζολώτα
Γνωρίζω ἀπὸ παλιὰ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Μητσοτάκη καὶ εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι ὡς ἄτομα. Ἀλλὰ μὲ τὰ κόμματά τους ἔχουν γίνει ἅρπαγες τοῦ κράτους ποὺ τὸ λαφυραγωγοῦν ἐναλλάξ. Ἔχουν φτιάξει δυὸ παράλληλους κομματικοὺς μηχανισμοὺς ὑποκαθιστώντας τὸ ἐπίσημο κράτος.
Συγκρούονται ἀδυσώπητα ἀλλὰ ξέρουν ὅτι εἶναι μία ὁ ἕνας μία ὁ ἄλλος. (…) Νὰ τὸ θυμᾶσαι ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο σὲ πέντε, σὲ δέκα, ἴσως καὶ λίγο περισσότερα, χρόνια θὰ χρεοκοπήσουν τὴν Ἑλλάδα».

Τὴν παραπάνω περιγραφὴ γιὰ τὸ πῶς φέρονται οἱ ἐπιστάτες μας, τη δημοσίευσε τὸ 2014 ὁ δημοσιογράφος Περικλῆς Βασιλόπουλος παρατηρώντας πὼς τὸ Πασοκ καὶ ἡ Νέα Δημοκρατία κατηγοροῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον πὼς ἔκρυβε τὰ ἐλλείμματα τοῦ κρατικοῦ ταμείου.
Καὶ συμπλήρωσε στὸ ἄρθρο του:

«Πρέπει νὰ δοῦμε τὸν «φαῦλο κύκλο» καὶ τῶν δυὸ μαζὶ στὸ ἴδιο πλαίσιο. Εἶναι οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ἴδιας συγκρουσιακῆς λαφυραγώγησης τοῦ κράτους ἐναλλὰξ ποὺ ἔλεγε κι ὁ Καθηγητὴς Ζολώτας. (…) Ὅσοι ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ καὶ μέσα στὸ ἐσωτερικό της τότε κεντρικῆς ἐξουσίας περιγράφουν μιὰ εἰκόνα ἀπίστευτης σύγχυσης, πρωτοφανοῦς ἐρασιτεχνισμοῦ καὶ τσαπατσουλιᾶς

Μὲ τὴν κατάρρευση καὶ τὰ μνημόνια, συνεχίζει ὁ Βασιλόπουλος,
«Ἀκολούθησαν θυελλώδεις, σπασμωδικὲς δῆθεν ‘ἀλλαγές’, μαζικὴ περικοπὴ εἰσοδημάτων καὶ ὑπερφορολόγηση ποὺ ἀφοροῦσαν μόνον τοὺς ‘πολλοὺς ἄλλους’, ἀλλὰ ὄχι τὸ κομματικό τους δυναμικὸ μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένες ἀδημοσίευτες ἔρευνες τὸ ποσοστὸ ἀνεργίας τους ἀνέρχεται μόνο στὸ 4-5% ἐνῶ τὸ συνολικὸ εἶναι 27%Αὐτὸ φαίνεται λογικὸ γιατὶ ΝΔ καὶ ΠΑΣΟΚ (περίπου 6.000 στελέχη καὶ 150.000 μέλη) ἔχουν γίνει τὰ τελευταῖα 20 χρόνια ἀποκλειστικοὶ ‘ἰδιοκτήτες’ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἔχουν «ἀποικιοποιήσει» τὸ κράτος.»
[Πηγὴ τῶν ἀποσπασμάτων: http://www.eklogika.gr /articles/816 ]

Φαίνεται εὔστοχη η ἔκφραση «συγκρουσιακὴ λαφυραγώγηση». Διότι δείχνει τὶς δυὸ ὄψεις τοὺ Μεγάρου Μαξίμου γιὰ τοὺς κομματικοὺς ἐπιστάτες.
Το σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ λαφυραγώγηση. Καὶ τὸ μέσον, ποὺ εἶναι ἡ σύγκρουση.

‘Ἀνήκειν’ καὶ συγκρούσεις
Ἡ παρενέργεια τοῦ ‘ἀνήκω’ εἶναι ἡ διχαστικὴ συμπεριφορά. Ὅπως στὸ ποδόσφαιρο, ἔτσι καὶ στὴν πολιτική. Οἱ πολιτικὲς διαμάχες μοιάζουν μὲ κεῖνες τοῦ τοπικισμοῦ. «Οἱ Μανιάτες λησμονοῦν ὅλα διὰ τὰ γρόσια» ἔλεγε ὁ μωραΐτης Κολοκοτρώνης. Ἡ Ἐκκλησία τραβᾶ τὶς δικές της διαχωριστικὲς γραμμές, ὅταν ἀφορίζει πότε τὸν Λασκαράτο καὶ πότε τὸν Βενιζέλο. Ὁ Τύπος ἐρεθίζει τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθετικότητα. Κι ὅλοι μαζί, μὲ πόλωση καὶ συσπείρωση, ὅπως στὸ Διχασμὸ καὶ τὸν Ἐμφύλιο, κινητοποιοῦν μεγάλα πάθη ποὺ η κάθε πλευρὰ το νιώθει ως πιὸ καθαρά καὶ δίκαια.

Δὲν εἶναι μακριὰ ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός, ὅταν τὰ ‘ἀνήκειν’ παράγουν περιφρόνηση καὶ μίσος γιὰ τοὺς ἀπέναντι. Ἡ παραγωγὴ διχαστικότητας ἀποφέρει ὑψηλὴ ακροαματικότητα, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ τόσο ἐπικίνδυνη. Προκαλεῖ μιὰ τρελλὴ ὑστερία ποὺ οδηγεί στο γλέντι τῆς αὐτοκαταστροφῆς. Σὰν νὰ δίνεις κι ἄλλο ποτήρι σε μεθυσμένους για να τους κλέβεις καλύτερα.

Ἐξάρχεια
Ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία σου ἐξαρτᾶται ἂν θὰ προτιμήσεις τὸ μηδενισμὸ ἢ τὴν ἀηδία. Ἐκεῖ μπορεῖς νὰ φτάσεις ὅταν εἶσαι στὸν ἀντίποδα τῆς ὑπερηφάνειας, ὅταν ἐκδικεῖσαι µιὰ δυσφορία µὲ τὸ νὰ τὴν χειροτερεύεις. Ἡ ἀντιστροφὴ λειτουργεῖ καλὰ ὡς ψυχικὸς µηχανισµός.

Τότε, γιὰ νὰ εἶσαι σὲ ἀρµονία µὲ τὸν κόσµο, θὰ δηµιουργεῖς τριγύρω τὴν ἀηδία ποὺ κουβαλᾶς µέσα σου. Πῶς ἐπιτρέπεται νὰ νιώθεις ἐσὺ µαυρίλα καὶ ὁ περίγυρος νάχει ὀµορφιά; Τί µήνυµα δίνουν οἱ τοῖχοι τῶν πανεπιστηµίων µὲ τὰ πασαλειµένα κουρέλια, οἱ σκουπιδότοποι στὰ δάπεδα, τὰ σπασµένα καθίσµατα, οἱ πατηµένες τυρόπιτες; Τί δηλώνει ἡ βρωµιὰ στὰ νοσοκοµεῖα, ὅπου τὸ προσωπικὸ ἀγνοεῖ τοὺς κανόνες καθαριότητας ποὺ τηρεῖ ὅταν γυρίζει σπίτι του; Λένε ξεκάθαρα πὼς ὅποιος χῶρος δὲν εἶναι δικός σου, διότι τὸν μοιράζεσαι µὲ ἄλλους, εἶναι χῶρος ἀποστροφῆς καὶ ἀναγούλας: πανεπιστήµια, νοσοκοµεῖα, δρόµοι, δηµόσιες ὑπηρεσίες, ἀκρογιαλιές, βουνά. Λένε πὼς ὁ συλλογικὸς µας χῶρος εἶναι ἕνα εἶδος βρώµικης τουαλέτας, ὅπου θὰ προσφύγεις µόνο µὲ τὸ ζόρι.

Ἀλλὰ ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἡ ἔκταση τῆς ἀηδίας σταµατᾶ στὸ κατώφλι τοῦ δικοῦ σου χώρου. Τὸ σπίτι σου εἶναι καθαρό, τὰ ροῦχα σου πλυµένα καὶ σιδερωµένα. Ἡ ἐγκατάλειψη καὶ ἡ ἀπέχθεια περιορίζονται στὸ δηµόσιό σου χῶρο, ἐνῶ στὸν προσωπικὸ ἡ τάξη καὶ ἡ καθαριότητα εἶναι τὸ φυσικὸ ἔµβληµα κάποιας ἀρετῆς ποὺ κατάφερες νὰ διαφυλάξεις.
Γι’ αὐτό, κάνε µου µιὰ χάρη.

Στρέφε τὴν ἀηδία σου ἐκεῖ που µπορεῖ νὰ ὠφελεῖ.
Στρέφε τὴν ἀηδία σου ἐκεῖ που µπορεῖ νὰ ὠφελεῖ. Σκέψου πὼς οἱ ἐπιστάτες τοῦ δηµόσιου χώρου εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ τὸν βρωµίζουν. Δεῖξε τους τὴν ἀπέχθειά σου µὲ φειδὼ – εἶναι τόσο πολλοὶ οἱ δικαιοῦχοι – καὶ µὲ ἀξιοπρέπεια: µπορεῖς νὰ τοὺς λὲς καληµέρα, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τοὺς σφίγγεις τὸ χέρι;

3b40. Το ζητούμενο της εμπιστοσύνης

Υπάρχουν δύο λογής εμπιστοσύνη. Η μία στηρίζεται σε θεσμούς και η άλλη σε προσωπικές σχέσεις.
Τί να κάνει ο πολίτης, όταν η πείρα του λέει να είναι καχύποπτος απέναντι στους επιστάτες των θεσμών της πολιτείας; Μου φαίνεται πολύ λογική η εξήγηση που δίνει ο ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης, σε μια ανάρτησή του στο Facebook, όπου δείχνει την αντίθεση ανάμεσα στα «αποδεκτά ήθη» και τους κανόνες που ορίζουν οι θεσμοί:

«Ο Νεοέλληνας ζει σε μια κατάσταση αν όχι διάχυτης ανομίας, πάντως μόνιμης ανασφάλειας δικαίου» γράφει ο Κουτσουρέλης και εξηγεί γιατί: «Παντού στην καθημερινότητά του, καλείται να συμμορφωθεί σε τυπικούς κανόνες που αντιστρατεύονται ευθέως την επικρατούσα και αποδεκτή από την μεγάλη πλειονότητα πρακτική. Αν λ.χ. ο τυπικός κανόνας επιτάσσει αξιοκρατία στις προσλήψεις και τις αναθέσεις των δημοσίων έργων, τα αποδεκτά ήθη προτάσσουν αυτονοήτως ως δέον την εξυπηρέτηση της οικογένειας, της τοπικής κοινωνίας ή του κόμματος.
(…) Το ευνομούμενο κράτος προϋποθέτει απρόσωπους κανόνες απλούς και διαφανείς, ισχύοντες erga omnes στη φορολογία, στη διοίκηση, στη δικαιοσύνη. Τα πάσης φύσεως μικρά και μεγάλα συμφέροντα, αντίθετα, ζουν από τις φωτογραφικές εξαιρέσεις και τους επί τούτου ελιγμούς που μόνο μια αδιαφανής και δαιδαλώδης πολυνομία και μια μεροληπτική διοίκηση μπορεί να επιτρέψει.
(…) Έτσι τα πάντα σ’αυτή τη χώρα είναι αμφίβολα, εκκρεμή και διαπραγματεύσιμα.»

Οπότε, συνεχίζει, «ο μεμονωμένος διοικούμενος που θέλει να είναι σύννομος και συνεπής στις υποχρεώσεις του τίθεται προ δραματικού διλήμματος: είτε να θέσει τον εαυτό του σε μειονεκτική θέση έναντι όλων εκείνων που παραβιάζοντας τους νόμους προσπορίζονται από αυτό άμεσα οφέλη, είτε να αναλάβει συνειδητά το ρίσκο μιας βαριάς και δυσανάλογης κύρωσης εις βάρος του.
(…) Και στις δυό περιπτώσεις, ο συνεπής διοικούμενος αισθάνεται διπλά αβοήθητος και εξαπατημένος.»

Οπότε ποιά είναι η συνηθισμένη λύση;
Είναι η δημιουργία μιας προσωπικής σχέσης ως βάση εμπιστοσύνης. Εξηγεί ο Κώστας Κουτσουρέλης:

«Το γρηγορόσημο, το φακελάκι, το λάδωμα, το βύσμα δεν είναι εξαιρέσεις στη συλλογική μας ζωή, (…) ως χειρονομία ξεπερνούν κατά πολύ τη σημασία της πράξης που ρυθμίζουν. Ο ασθενής λ.χ. που δωροδοκεί αυτοθέλητα τον γιατρό του, δεν τον εξαγοράζει απλώς. Κάνει κάτι βαθύτερο: ιδρύει δια της συνενοχής μια προσωπική σχέση.»\αι συνεχίζει: «…ποιά άλλη εξασφάλιση μπορεί να έχει κανείς στην Ελλάδα από αυτήν, την άμεση προσωπική επαφή; Τα συναλλακτικά, κοινωνικά μας ήθη το δείχνουν γλαφυρά: ο Νεοέλληνας λογοδοτεί μόνο στον γνώριμό του, μόνο ένας τέτοιος μπορεί να τον «πάρει στο φιλότιμο», μόνο αυτόν ντρέπεται και λογαριάζει και μόνο σ’εκείνου την αρωγή μπορεί να προσβλέπει όταν τα πράγματα γίνουν ζόρικα

3b45. Πώς παράγεται η εμπιστοσύνη;

Σε ένα ευνομούμενο κράτος, δεν υπάρχουν δύο μέτρα
και δύο σταθμά όσον αφορά την εμπιστοσύνη,
ένα για τους «δικούς μας» και ένα για τους άλλους.
Ούτε φυσικά στο θέμα της ισονομίας.
Η ισότιμη σχέση αποτελεί «κοινωνικό κεφάλαιο», που μπορείς να το μετράς και να το συγκρίνεις ανάμεσα σε διάφορες χώρες.
Πώς παράγεται αυτό το κεφάλαιο;

Βόρειος και Νότιος Ιταλία
Γιατί υπάρχει αισθητή διαφορά, όσον αφορά την εμπιστοσύνη, ανάμεσα στα δυό μέρη της Ιταλίας;
Μία από τις εξηγήσεις είναι η στάση της καθεμιάς απέναντι στην αβεβαιότητα. Στο Νότο, ενώ δέχονται την αβεβαιότητα όταν είναι θέμα τύχης (λ.χ. στο Κρατικό Λαχείο), είναι καχύποπτοι όταν αμφιβάλλουν για τον άλλον, μήπως τους προδώσει ή τους κλέψει σε κάποια συμφωνία. Αντιθέτως στη Βόρεια Ιταλία, κυριαρχεί η προσδοκία πως ο άλλος θα φερθεί αξιόπιστα.
Γιατί; Διότι εδώ και γενεές βλέπουν πώς φέρεται όποιος έχει το πάνω χέρι: δίκαια στο Βορρά, άδικα στο Νότο.

Υπάρχει και η «οριζόντια» δυσπιστία
Μια έρευνα στην καθυστερημένη Νότια Ιταλία έδειξε ότι ακόμα και στο ίδιο χωριό, ο μόνος τόπος εμπιστοσύνης είναι η οικογένεια, ενώ ανάμεσα στους συγχωριανούς υπάρχει δυσπιστία. Και τους είναι αδύνατο να συνεννοηθούν για το κοινό συμφέρον, ούτε για να φτιάξουν μια γέφυρα εκεί που όλοι τη χρειάζονται.
(Πηγή: Edward Banfield, The Moral Basis of a Backward Society).

Το πιο ενδιαφέρον είναι πως η περιγραφή του Banfield για χωριά του 1955, ταιριάζει και σε τωρινές «εξελιγμένες» κοινωνίες του 21ου αιώνα όπου μορφωμένοι και πλούσιοι ισχυροί κουρελιάζουν τον κοινωνικό ιστό χειρότερα από ό,τι έκαναν οι «καθυστερημένοι».

Αξιοπιστία
Με τις πρώτες ανταλλαγές ανάμεσα στους ανθρώπους – λ.χ. ένα κατσίκι για δυο κανάτες – γεννήθηκε αυτό που ονομάζουμε «χρέος». Η ανταλλαγή δεν χρειαζόταν να είναι ταυτόχρονη: σου έδινα το κατσίκι σήμερα διότι συμφώνησες να μου παραδώσεις τις κανάτες μετά το νέο φούρνισμα. Σε μια τοπική κοινωνία, ο καθένας χρωστούσε κάτι στον άλλο. Φαντάσου σου σαν ένα πλέγμα με νήματα φωτεινά ή σκοτεινά, ανάλογα με την αξιοπιστία. Ένα πλέγμα υποχρεώσεων που δένει τους πιο αξιόπιστους και δακτυλοδεικτεί τους αναξιόπιστους.

Αλήθεια
Το 2010 με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, άρχισαν οι αλληλοκατηγορίες ανάμεσα στα κόμματα για το ποιός φταίει. Και ακόμα συνεχίζονται. Όσο και να ρίχνουν αλλού τις ευθύνες, βγήκαν στο φως τόσα στοιχεία που όλοι πια ξέρουμε ότι την κρίση δημιούργησαν τα άλλοτε κυρίαρχα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που συγκέντρωναν το 80% των ψήφων και εναλλάσσονταν στη λαφυραγώγηση του κράτους, συνεχίζοντας αδίστακτα όσα διαπίστωσε το 1990 ο Ξενοφών Ζολώτας, που τον θυμηθήκαμε νωρίτερα (βλ. κεφάλαιο 3b30. Μέγαρο Μαξίμου και Εξάρχεια.)

Η εναλλάξ λαφυραγώγηση δεν σταματά
Ακόμα και όταν αναλαμβάνουν νέοι επιστάτες, όλοι κάνουν τις αθώες περιστερές και ρίχνουν αλλού τις ευθύνες. Αυτό ακριβώς, νομίζω, είναι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας, ακόμα χειρότερο και από την οικονομική κρίση. Αυτή η έπαρση του επιστάτη, αυτό το πείσμα στο ψέμα.

Η λεγόμενη «μέτα-αλήθεια»
Η παραπάνω έκφραση είναι ένα νέο φανταχτερό λουλούδι στο βάζο των «αποδομητών». Δυό λέξεις που τις ενώνουν οι νοηματοδότες, για να διδάσκουν πως τα νοήματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινωνικές συμβάσεις.
Βάφτισαν «μέτα-αλήθεια» κάτι που από πάντα υπάρχει, και το παρουσιάζουν ως κάτι νέο:
την ανοησία, το ψέμα, ή πιο λαϊκά, το μπαλαμούτιασμα.

Μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος;
Συμπέρασμα:
Ούτε αξιοπιστία να περιμένεις από τους επιστάτες,
ούτε ειλικρίνεια. Όταν όμως κάνουν πέρα τις σοφιστείες και μιλήσεις με τον καθένα τους ξεχωριστά, σε περιμένει έκπληξη: οι πιο πολλοί είναι άνθρωποι λογικοί, ξέρουν πραγματικά τί φταίει στο πολιτικό μας σύστημα.
Αλλά έχουν παγιδευτεί από τις μηχανεύσεις και τις δοσοληψίες τους, και φοβούνται το πολιτικό κόστος της εντιμότητας.

Το φαύλο κύκλο δεν μπορεί να τον σπάσει ούτε ο πολίτης, ούτε ο πολιτικός. Θα το μπορούσε μόνο μια ισχυρή κομματική ηγεσία που θα πόνταρε όλα τα χαρτιά της στο στοίχημα της αλήθειας και της αρετής, δίνοντας η ίδια το έμπρακτο παράδειγμα.

3b50. Τα μέλλοντα τής Ελλάδας

Κάποτε μεσουράνησε ἕνας νοηματοδότης, ο Κωνσταντῖνος Τσάτσος, καθηγητής καὶ πρόεδρος Δημοκρατίας. Έλεγε πὼς «τὰ ἐλαττώματα τῶν Ἑλλήνων» δὲν διορθώνονται, μιᾶς καὶ πάντα ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα. Γιὰ νὰ κάνει τὸν ἰσχυρισμό του πιὸ πιστευτό, σκάρωσε τὶς περίφημες «ἐπιστολὲς» ενός δήθεν Ρωμαίου ἀνθύπατου Μενένιου Ἄπιου στὶς ὁποῖες περιγράφει τὸ χαρακτήρα τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὶς δημοσίευσε στὴ Νέα Ἑστία τὸ 1954. Βάζει τον Ρωμαίο να μιλᾶ γιὰ τὰ ἴδια ἐλαττώματα ποὺ προβάλλει καὶ ὁ Ι.Μ.Π., μόνο ποὺ ἀντὶ νὰ τονίζει τὴν κατωτερότητα τῶν Ἑλλήνων σὲ σχέση μὲ τοὺς Ἑλβετούς, τὴν τονίζει σὲ σχέση μὲ τοὺς Ρωμαίους.
Παρ’ ὅλο ποὺ ἀργότερα ὁμολόγησε τὸ τέχνασμά του, αὐτὲς οἱ «ἐπιστολὲς τοῦ Μενένιου» εἶχαν ήδη διαδοθεῖ μὲ τόσο ἐνθουσιασμὸ ποὺ διάφοροι (ηλίθιοι ή κακόβουλοι;) τὶς ἐπικαλοῦνται ἀκόμα καὶ σήμερα ὡς τρανὴ ἀπόδειξη πὼς τὰ ἠθικὰ κακὰ φωλιάζουν, ὅπως λένε, «στὸ DNA μας». Δηλαδὴ πὼς εἶναι πρόβλημα ὀργανικὸ κι ἀνίατο.

Δὲν εἶναι πρόβλημα ὀργανικό
Τὸ ὅτι ὑπάρχει κάτι στραβό, τὸ ξέρουμε. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται γιὰ ὀργανικὴ βλάβη τῆς κοινωνίας, διότι αὐτὴ διαθέτει σημαντικὲς λειτουργικότητες καὶ ἀρετές, ὅπως εἴδαμε στὰ προηγούμενα κεφάλαια. Ἡ συμπεριφορά της, ποὺ ἐπικρίνουν, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὴ λογικὴ προσαρμογή – τὸ πρέπον ρεπερτόριο – στὶς συνθῆκες ποὺ δημιουργεῖ τὸ πολιτικὸ σύστημα, στὴν ἀνωτέρα βία ποὺ ἀσκεῖ.

Εἶναι οἱ πολιτικὲς συνθῆκες
Ἀνάμεσα στοὺς πολιτικοὺς ἐπιστήμονες ὑπάρχουν σήμερα τρεῖς ἀπόψεις ὅσον ἀφορᾶ τὸ «κλειδὶ» τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς ζωῆς:
– εἶναι οἱ πελατειακὲς σχέσεις;
– εἶναι ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν, ποὺ μαραζώνει λόγω τῆς ὑπερτροφίας τοῦ κράτους καὶ τῶν κομμάτων;
– εἶναι οἱ ὁμάδες συμφερόντων;

Τὴν τελευταία ἄποψη ὑποστηρίζει ὁ καθηγητὴς Χρυσάφης Ἰορδάνογλου στὸ βιβλίο τοῦ «Κράτος καὶ ὁμάδες συμφερόντων». Ὑπάρχουν ὀργανωμένες ὁμάδες, γράφει, ποὺ ἐπιδιώκουν προσοδοθηρίες, δηλαδὴ εὐνοϊκὲς ρυθμίσεις ἢ νόμους, μὲ μοχλὸ τὴν ἰσχυρὴ πολιτικὴ ἐπιρροή τους. Ὁ «προσοδοθήρας» εἰσπράττει μισθοὺς γιὰ δουλειὰ ποὺ δὲν ἔκανε καὶ νοίκια γιὰ χώρους ποὺ περίφραξε ἐνῶ δὲν εἶναι δικοί του.
O Ἰορδάνογλου παρατηρεῖ: «Ὁ ὅρος πολιτικὴ πρόσοδος ὑποδηλώνει ἐκεῖνα τὰ εἰσοδήµατα καὶ τὰ ἄλλα ὀφέλη ποὺ ὀµάδες συµφερόντων, ἐπιχειρήσεις καὶ ἄτοµα ἀπολαµβάνουν ἀπὸ τὸ κράτος (ἢ µέσω τοῦ κράτους) τὰ ὁποία δὲν ἀντιστοιχοῦν στὴν προσφορὰ κάποιου πραγµατικοῦ προϊόντος, ὑπηρεσίας ἢ ἄλλης εἰσφορᾶς.»
Καὶ συνεχίζει: «…Μολονότι τὸ ἄµεσο καὶ ἔµµεσο κόστος ποὺ ἡ προσοδοθηρία ἐπιβάλλει στοὺς μὴ εὐνοούµενους Ἕλληνες πολίτες εἶναι σίγουρα µεγάλο, κανεὶς δὲν ξέρει τὸ συνολικό του µέγεθος. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι τέτοιες ρυθµίσεις δὲν πέφτουν ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀντανακλοῦν πολιτικὴ ἐπιρροὴ καὶ ἡ σχέση τους µὲ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη εἶναι συχνὰ χαλαρή.(…) Εἶναι δοµικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας καὶ ἡ ἐπὶ µἀκρὸν ἐφαρµογή τους τείνει νὰ τὶς καταστήσει µέρος ἑνὸς ἄγραφου κοινωνικοῦ συµβολαίου
Ἀνάμεσα στοὺς εὐνοούμενους ὁ Ἰορδάνογλου ἀναφέρει ἐκείνους ποὺ ἀπέσπασαν καλύτερους ὅρους κοινωνικῆς ἀσφάλισης ἢ περίθαλψης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τὴ διαφορὰ ἐργασιακοῦ καθεστῶτος ἀνάμεσα στὸ δημόσιο καὶ τὸν ἰδιωτικὸ τομέα, καθὼς καὶ τὶς ὁμάδες ποὺ δὲν πληρώνουν φόρο εἰσοδήματος καὶ ἀσφαλιστικὲς εἰσφορές.

Οπότε μήπως τὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδας εἶναι οι ομάδες που τσεπώνουνι παραπάνω δίχως να προσφέρουν τίποτε;

Δὲν εἶναι πρόβλημα ἐθνικοῦ χαρακτήρα
Ἀπέναντι σὲ ὅσα λένε οἱ πολιτικοὶ ἐπιστήμονες,
οἱ νοηματοδότες ἐπιμένουν πὼς τὸ μέγα πρόβλημα
εἶναι ἡ νοοτροπία τοῦ Ἕλληνα.

Λάθος ἡ διάγνωση, λάθος ἡ γιατρειά.
Ἡ «νοοτροπία» δὲν εἶναι κάτι αὐτοτελὲς, ούτε κάτι χειροπιαστὸ ἂν δὲν ἐκδηλωθεῖ μὲ συμπεριφορές. Ὅμως οἱ συμπεριφορὲς δὲν εἶναι πάντα ἴδιες: αλλιῶς φέρεσαι μὲ τὴ γιαγιὰ κι ἀλλιῶς μὲ τὸ συνάδελφο. Ἀλλιῶς εἶσαι στὸ γιατρὸ κι ἀλλιῶς στὰ βαφτίσια. Ἀλλιῶς ὅταν ἐμπιστεύεσαι κάποιον κι ἀλλιῶς ὅταν εἶσαι κουμπωμένος. Το πώς φέρεσαι είναι κάτι που εκφράζεις ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση καὶ τὶς συνθῆκες.

Τι εννοούν λοιπόν οι νοηματοδότες όταν σοῦ ζητοῦν ν’ἀλλάξεις μυαλά; Όχι να φέρεσαι αλλιώς λ.χ. ως φίλαθλος στο γήπεδο, αλλά –κι εδώ δείχνο υν την πονηριά τους– να φέρεσαι αλλιώς… ως πολίτης!
Διότι εάν εσύ φέρεσαι καλά, ισχυρίζονται,
τότε και το κράτος θὰ λειτουργεῖ σωστά!

Ἐνῶ φυσικά ἰσχύει τὸ ἀντίστροφο.
Ἂς βάλουμε τὰ πράγματα στὴ θέση τους. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχουμε εμάς, την κοινωνία, το τωρινό σώμα τού έθνους, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκείνους ποὺ αὐτοπροτείνονται ὡς ἐπιστάτες. Στὴν πυραμίδα τῆς ἐξουσίας, ὁ πολίτης βρίσκεται στὸν πάτο.
Μόνο μιὰ μέρα κάθε λίγα χρόνια μετέχεις σ’ ἕνα εκλογικό σεισμὸ ποὺ κουνά τὴν πυραμίδα. Ὅλο τὸν ὑπόλοιπο καιρό, τὸ πάνω χέρι τὸ ἔχει ὁ ἐπιστάτης. Δὲν είσαστε ἰσότιμοι.

Ἡ ἀσυμμετρία τῆς δύναμης εἶναι εἰς βάρος σου.
Ενώ οφελεί πρόσωπα αφερέγγυα που θεωρούν πως όλα
τους επιτρέπονται διότι διαθέτουν Δόντια.
Οπότε εξαρτάται από τὴ συμπεριφορὰ τῆς ἐξουσίας
ἂν εσύ θὰ ἐκφράζεσαι μὲ διγλωσσία, ἀδιαφορία
και δυσπιστία, ή με εἰλικρίνεια, ἀφοσίωση κι ἐμπιστοσύνη.

Εἶναι θέμα ἐμπιστοσύνης
Τι πειρασμούς ἀντιμετωπίζει ὁ ἐπιστάτης; Ποιόν νὰ πατήσει, ποιά νὰ πηδήξει, τί νὰ βουτήξει, πῶς νὰ καλυφθεῖ;
Είναι τόσα τα παραδείγματα της νομότυπης κλεψιάς, που βλέπουμε τελικά δυὸ ἀλήθειες να στέκονται περήφανες μαζί. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ πὼς «κάπου χάνονται» τεράστια ποσά. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ πὼς οι επίσημοι φάκελλοι είναι «νομότυποι».

Μὲ τέτοιες συνθῆκες εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐμπιστεύεται ὁ πολίτης τὸν ἐπιστάτη. Καὶ οἱ δυὸ είναι ἐγκλωβισμένοι: ὁ πολίτης ἀπὸ τὸ σύστημα ἐξουσίας, καὶ τὸ σύστημα ἐξουσίας ἀπὸ τις ταϊστρες του.

Ἀποτέλεσμα γιὰ τὸν πολίτη: ἡ πολὺ λογικὴ ἐπιλογὴ τῆς «κακῆς» συμπεριφορᾶς ποὺ τόσο ἐρεθίζει τοὺς αὐτομαστιγωτές.
Ἀποτέλεσμα γιὰ τον επιστάτη: ἡ ἐξάρτησή ἀπὸ το πώς ταϊζει τὶς πελατεῖες της. Κι ἔτσι βλέπεις λ.χ. τὸ σωματεῖο τῶν μηχανικῶν που χτὲς ἐξέλεγε ἐκείνους τοῦ Α κόμματος, νὰ ἐκλέγουν τώρα τους ὑποψηφίους του Β.

3b60. Ανάμεσα σε δύο πρότυπα

Λένε πως υπήρξαν εποχές με απεριόριστη αφθονία: ατέλειωτες πεδιάδες με πλούσια γη, άπλετα ποτάμια με φρέσκο νερό, τεράστια δάση με καρπούς και κυνήγι, βαθιές θάλασσες γεμάτες ψάρια. Έτσι λένε πως ήταν κι ο Παράδεισος.
Κι όταν σε διώξαν από κει, ποιά ήταν η κατάρα; Πως «με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου». Αντί ν’απλώνεις το χέρι και να παίρνεις ό,τι θες. Ακόμα το ποθείς στα όνειρά σου.
Από τότε ονειρεύεσαι τις ουτοπίες της αφθονίας, όπως το «κέρας της Αμάλθειας». Ο Δίας χάρισε στην τροφό του, την Αμάλθεια, που τον είχε μεγαλώσει με κατσικίσιο γάλα, ένα μαγικό κέρατο κατσίκας, που ό,τι ζητούσες, σού το ‘δινε. Από τότε, «το κέρας της Αμάλθειας» συμβολίζει την απεριόριστη αφθονία.
Έχουμε λοιπόν από τη μία πλευρά τα θέλω των ανθρώπων. Κι από την άλλη, τα μπορώ του πλανήτη. Αλλά τα θέλω γίνανε τόσο πολλά, που χρειάζονται πολλούς πλανήτες.
Ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Εδώ υπάρχουν τρείς λύσεις.

Πρώτη, να υπάρξει απεριόριστη αφθονία για όλους.
Να γίνει πραγματικότητα το «κέρας της Αμάλθειας».

Τη δεύτερη λύση, ήδη την εφαρμόζουμε. Αφού δεν αρκούν τα αγαθά του κόσμου, τότε «όποιος προλάβει». Έτσι, οι λίγοι μηχανεύονται πώς να ζουν με απεριόριστη αφθονία. Κι ό,τι περισσεύει, ας το μοιράζονται αυτοί που μένουν απ’έξω.

Υπάρχει και η τρίτη λύση. Να φέρουμε τα «θέλω» στα μέτρα των «μπορώ».
Εδώ τα αντίπαλα στρατόπεδα σχηματίζονται γύρω από δύο πρότυπα:
– εκείνο της «απόδοσης» με τη δεύτερη λύση,
όπου συνήθως κυριαρχούν ασύδοτοι γίγαντες της οικονομίας και της τεχνολογίας,
– και εκείνο της «ισορροπίας» με την τρίτη λύση,
που ζητά, σπασμωδικά και ασυντόνιστα,
να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και της ψυχικής ισορροπίας.

Το πρότυπο απόδοσης ελέγχει το λεξιλόγιο. Αυτό επιβάλλει τι σημαίνει «λειτουργικό», τί είναι «πρόοδος και ανάπτυξη». Ξεχαρβαλώνει και δυσφημίζει τους παλιούς κοινωνικούς και συναισθηματικούς δεσμούς. Και απευθύνεται προς ισχυρά «θέλω» όπως λ.χ. άνεση, ασφάλεια και διάκριση.

Ενώ το πρότυπο ισορροπίας εκφράζει έναν παλαιότερο και σοφότερο κόσμο, ανθεκτικό κι επίμονο, όπου η οικονομία υπηρετεί την κοινωνία και όχι το αντίστροφο.

Ο ατέλειωτος πόλεμος για τα όρια του επιτρεπτού
Οι δικές μας διαμάχες για το «τί φταίει» είναι μέρος ενός ευρύτερου πολέμου που καλύπτει τον πλανήτη. Αλλού εκδηλώνεται ως συλλογικό κι αλλού ως προσωπικό πρόβλημα. Ένα βαθύ ρήγμα διασχίζει τον πλανήτη, την Ελλάδα και τον κάθε άνθρωπο.

Άλλοτε ήταν αυτονόητο πως η οικονομία υπηρετεί την πολιτική και την κοινωνία. Όμως τα τελευταία χρόνια διαδίδεται η αντίληψη που υποτάσσει την πολιτική και την κοινωνία σε όσους ελέγχουν την οικονομία και τους ορισμούς.
Λ.χ. όποιος μετακινεί τα όρια (στις Σπέτσες λέγαν πως οι μάντρες περπατούν τη νύχτα) μπορεί να ιδιοποιείται ό,τι του συμφέρει και ν’αποποιείται τα υπόλοιπα. Παράδειγμα η ιδιοποίηση δημόσιων αγαθών όπως λ.χ. τις χρήσιμες ποικιλίες φυτών και σπόρων, ή ακόμα και το ανθρώπινο γονιδίωμα. Εδώ έχουμε επέκταση της έννοιας της ιδιοκτησίας προς όφελος επιχειρήσεων και σε βάρος του συνόλου.
Αυτό λειτουργεί επικερδών κι αντίστροφα. Λ.χ. τα προϊόντα μιας επιχείρησης είναι δικά της αλλά όχι τα απόβλητά της, ιδίως αν είναι βλαβερά. Εδώ συμφέρει μια πιο στενή έννοια ιδιοκτησίας, που χρεώνει τα δαπανηρά παρεπόμενα σε αμέτοχους τρίτους.

Πράγματι, ο επιδέξιος χειρισμός των κανόνων αποδίδει σημαντικούς πόρους στους χειριστές, που έτσι μιλούν για «δύναμη προόδου». Κάποιες ιδιοσυγκρασίες δέχονται αυτή τη νοοτροπία, και άλλες τη βλέπουν με απέχθεια.

Για κάποιους νομιμοποιείται η συγκέντρωση αδέσποτης δύναμης που ξεπερνά εκείνη των κρατών. Και για άλλους είναι άδικη, όσο και αν τυπικά είναι σύννομη.

Κάποια διακυβεύματα
Στην Ελλάδα όπως κι αλλού, προχωρά το ψυχικό σύμπαν που εκφράζει το πρότυπο απόδοσης, ενώ παραμένει ισχυρό και το πρότυπο ισορροπίας, όπου ο σεβασμός του άλλου είναι η δίκαιη τάξη των πραγμάτων. Εδώ θα δεις κάποιες βασικές τους διαφορές. Στην οικονομία, στην κριτική αντίληψη και στον ψυχισμό.

Οικονομία
Το πρότυπο απόδοσης συγχέει επίτηδες τις έννοιες: το «πιο πολύ» με το «πιο σωστό», δηλαδή μεγέθυνση = ανάπτυξη. Στηρίζεται στον καταναλωτισμό και αυτός στη διαφήμιση που πείθει πως όσο περισσότερο ξοδεύεις τόσο καλύτερα θα ζεις. Πως η κατανάλωση παράγει πολιτισμό, ευτυχία και αυτοσεβασμό. Ενώ τα επιμέρους κράτη, οι κοινωνίες και οι θεσμοί είναι στοιχεία κόστους που πρέπει να μειώνονται.

Ψυχισμός και ταυτότητα
Για το πρότυπο απόδοσης, τα ηθικά διλήμματα είναι κατά βάση πρακτικά, γι’αυτό λειτουργούν εναντίον του όλα τα ανθρώπινα αρχέτυπα – και ο Κρέοντας και η Αντιγόνη. Αυτό που αναζητά είναι το κατάλληλο κίνητρο που να παράγει βουλιμία για το πιο πολύ, το πιο σπέσιαλ, το πιο ακριβό. Ή «τα θέλω τώρα και τα θέλω όλα».

Τέτοια κίνητρα υπονομεύουν την αγωγή του μέτρου, τής αυτοκυριαρχίας, το σεβασμό των ορίων. Και, όπως έγραψε ο Jeremy Seabrook στο Guardian, γεννούν παθολογίες σε όσους τα υιοθετούν, όπως είναι η ασυγκράτητη οργή, η λύσσα για αυτοεκτίμηση, η άρνηση των ορίων και ο πόθος για τα ανέφικτα.
Παθολογίες που αποτελούν μια νέα αρρωστημένη «κανονικότητα».

Νομίζω πως η κυριότερη διαφορά ανάμεσα σ’αυτά τα πρότυπα είναι ο τρόπος που επιδρούν στις ιδιοσυγκρασίες και διαμορφώνουν τους χαρακτήρες.
Άλλος γίνεσαι όταν στηρίζεις το «είμαι» σου στα όσα καταναλώνεις ή συσσωρεύεις.
Και άλλος όταν το χτίζεις με αμοιβαιότητα και ανιδιοτελή ανταλλαγή, δίχως οικονομικά κίνητρα.

Όμως τί σχέση έχει η Ελλάδα με όλα αυτά, πέρα από το ότι φιλοξενεί ένα μικρό μέρος αυτής της διαμάχης; Θα δούμε τι λένε γι’ αυτό οι νοηματοδότες, στο επόμενο κεφάλαιο που αφορά τούς «νοηματοδότες» μας =>
https://petrosharitatos.wordpress.com/3-ellas-odigies-xrisis-2/3c-noematod/

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Προχωράς στα επόμενα:
<<3c. Οι εξάρσεις τού νοηματοδότη>>
β) Επιστρέφεις από εκεί που ήρθες:
<<3. Ελλάς Οδηγίες Χρήσης>>