1. Κέντρο, Ντάπια

1ος περίπατος: κέντρο (Αγ.Μάμας, Ντάπια, Ποσειδώνιο)

Σημείωση 8.7.2011: αυτή τη ξενάγηση στις Σπέτσες την έγραψε, μετά από λεπτομερή επιτόπια έρευνα, ο Πέτρος Χαριτάτος. Εκδόθηκε ως βιβλίο με τίτλο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες» (2004) και περιέχει 5 διαδρομές στην πόλη των Σπετσών.

Στην συνέχεια ο Π.Χ πρόσθεσε την 6η διαδρομή που αφορά τις παραλίες, με επίσκεψη από την θάλασσα και τον περιφερειακό δρόμο.

Η 7η διαδρομή αφορά το βουνό των Σπετσών.

Ξεκινάμε λοιπόν με την 1η διαδρομή, στο κέντρο.
.

1ος περίπατος: Κέντρο και Ντάπια

Η πόλη απλώνεται σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα πάνω στη βόρεια παραλία του νησιού. Το κέντρο της είναι η Ντάπια, όπου φτάνει το πλοίο. Από τη Ντάπια ο ένας παραλιακός δρόμος πηγαίνει ανατολικά στο Παλιό Λιμάνι και τη Μπάλτιζα (2 χλμ) και ο άλλος δυτικά στις Σχολές (1,5 χλμ). Από εδώ ξεκινούν κι οι δρόμοι προς το εσωτερικό του νησιού και προς τις νότιες παραλίες. Εδώ δένουν τα επιβατικά πλοία, εδώ είναι τα πιο πολλά μαγαζιά και καφενεία, εδώ βρίσκεις εφημερίδες και συναντάς τις παρέες. Εάν ήρθατε μόνο για λίγη ώρα στις Σπέτσες και δεν προλαβαίνετε να τις εξερευνήσετε, τουλάχιστον μη χάσετε το Μουσείο Μπουμπουλίνας που είναι πολύ κοντά (1/23) και το Μουσείο Σπετσών (5/5 στον 5ο περίπατο προς Ανάληψη).

Μόλος αφίξεων και παλιά Καγκελαρία. Στο βάθος η παραλία του Αγίου Μάμα (Λάδι του Σπετσιώτη λαϊκού ζωγράφου Νίκου Μαντά)

Ο μόλος όπου ξεμπαρκάρουμε (1/1) δεν υπήρχε μέχρι το 1956. Τα πλοία εφουντάριζαν αρόδο, δηλαδή ρίχναν άγκυρα στ’ανοιχτά, βγαίναν οι 6-7 βαρκάρηδες και φέρναν τους επιβάτες. Για να χτιστεί ο μόλος, βύθισαν εδώ ένα παλιό τσιμεντένιο γερμανικό φορτηγό, που είχε ξεμείνει στο Παλιό Λιμάνι.

Καγκελαρία

Τετραμερής σφραγίδα κοινότητος Σπετσών 1790 (φωτο Ανδρέας Κουμπής)


Το πρώτο κτίριο που συναντάμε, (1/2) ένα παραδοσιακό διώροφο, είναι της Καγκελαρίας· έτσι λέγαν το Δημαρχείο τον καιρό της Επανάστασης. Εδώ συνεδριάζαν οι πρόκριτοι του νησιού. Οι Μέξηδες και οι Μποτασαίοι ήταν οι πλουσιότεροι άρχοντες του νησιού και οι αντιθέσεις τους παίρναν συχνά πολιτικό χαρακτήρα. Στις συγκρούσεις τους συμμετείχαν και οι άλλοι πρόκριτοι, όπως οι Κούτσηδες και οι Αναργυραίοι. Γι’αυτό, είχαν κόψει στα τέσσερα την επίσημη σφραγίδα τους, με την εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, και τα είχαν μοιραστεί. Εάν δεν συμφωνούσαν δεν έπεφτε σφραγίδα. Για να μη τσακώνονται, και ακολουθώντας το παράδειγμα της Ύδρας, οι πρόκριτοι εκλέγουν το 1803 τον Ανάργυρο Παύλου Χατζηανάργυρο (προπάππο του ευεργέτη και ιδρυτή της Αναργυρείου Σχολής Σωτήρη Ανάργυρου) ως αρχηγό του συμβουλίου της κοινότητας, δηλαδή κοτζαμπάση.

Σ’αυτό το κτίριο λοιπόν συνεδριάζαν, όχι πάντα με ηρεμία. Τον Μάιο του 1854 εισβάλλει ένα εξαγριωμένο πλήθος. Όπως έγραψαν τότε, έγινε «συρροή απειραρίθμου όχλου πολιτών, συνελθόντων εις το δημαρχικόν κατάστημα και απαιτούντων δια κραυγών παραλόγους αξιώσεις και ζωοτροφίας (δηλαδή τρόφιμα) δια της βίας». Αυτά έγιναν, σημειώνει το Δημοτικό Συμβούλιο, «υπό το πρόσχημα της ενδείας και του λιμού της απόρου κλάσεως των κατοίκων» (δηλαδή επειδή οι φτωχοί πεινούσαν). Είχε ξεσπάσει ο πόλεμος της Κριμαίας και η Μαύρη Θάλασσα είχε κλείσει για τα εμπορικά πλοία, χτυπώντας την καρδιά της σπετσιωτικής οικονομίας, δηλαδή τη μεταφορά σταριού από εκεί στη δυτική Μεσόγειο.

Λίγο μετά, τον Νοέμβριο του 1862, οι Σπέτσες συμμετέχουν στην αιματηρή εξέγερση κατά του Όθωνα. Το πλήθος καίει το Δημαρχείο. Διώχνει τον οθωνικό δήμαρχο Αδριανό Σάντο και βάζει στην θέση του τον Μιχαήλ Οικονόμου, που θα γνωρίσουμε στον επόμενο περίπατο. Όμως κι αυτός θα γίνει θύμα του κύκλου της βίας. Τον πυροβολούν και τον σκοτώνουν, πιο πάνω στην Ντάπια, δυό μέλη των αντιπάλων οικογενειών Θεοχάρη και Μπούμπουλη.

Προς τη θάλασσα, η Καγκελαρία δηλαδή το παλιό δημαρχείο. Οι βάρκες με πανί λατίνι κάναν τη συγκοινωνία με την απέναντι ακτή της Κόστας (συλλογή Νίκου Τσαπάρα)


Παράλληλα, αλλάζει η κοινωνία. Παρακμάζει η ναυτιλία κι αυτό αποτυπώνεται στη σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου. Εκεί όπου επικρατούσαν οι καραβοκύρηδες – Μέξης, Μπότασης, Χατζηανάργυρος – αρχίζουν να φαίνονται ονόματα στεριανών εμπόρων: Λεκός, Δασκαλάκης, Τσουλουχόπουλος.

Το πολύπαθο κτίριο της Καγκελαρίας χρησίμευσε ως Δημαρχείο μέχρι την Κατοχή, οπότε εγκαταστάθηκε στον πάνω όροφο το Λιμεναρχείο και στο ισόγειο καφενείο και κουρείο. Ο δρόμος που περνά μπροστά του, κάθετος προς τη θάλασσα, οδηγεί ψηλά στο Καστέλλι, την παλαιά πόλη των Σπετσών. Από αυτόν περνούν αναγκαστικά όλα τα φορτηγά που πάνε από τη μια πλευρά της πόλης στην άλλη, διότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος. Όταν βρέχει, κατεβάζει όλο το νερό απο το Καστέλλι και γίνεται αδιάβατο ποτάμι. Προς τα αριστερά του δρόμου, η περιοχή οδηγεί στον Άγιο Μάμα. Ας την εξερευνήσουμε πρώτη, αφήνοντας την Ντάπια για μετά.

Ψαραγορά

Στην ψαραγορά ο Τάσος Σύρμας (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Η ψαραγορά (1/3) είναι μια μικρή πλατεία με πέντε μαρμάρινους πάγκους. Τα καϊκια ξεφορτώνουν στο μόλο – οι τράτες το απόγευμα, τα δίχτυα και οι παραγαδιάρηδες το πρωί. Στοιβάζουν τα τελάρα με τα ψάρια στα δίτροχα καρότσια και τα φέρνουν στην αγορά. Γι’αυτό, ο μερακλής φαγάς πρέπει να ξέρει τις ώρες. Το καλοκαίρι με την μεγάλη ζήτηση, «αν πας χύμα ν’αγοράσεις και δεν έχουμε πιάσει πολλά, θα βρεις μόνο δεύτερα και τρίτα», εξηγεί ο Παναγιώτης Γ. Σύρμας. Διευκρινίζει: «Δεύτερα και τρίτα είναι τα μαυρόψαρα όπως το σκαθάρι, αλλά και οι γόπες, η μαρίδα, οι κολιοί και γενικά τα αφρόψαρα που είναι και τα πιο υγιεινά. Τα πρώτα, οι συναγρίδες, σφυρίδες, ροφοί, φαγκριά μπαρμπούνια και λιθρίνια – πάνε στα εστιατόρια και στους τακτικούς πελάτες». (Αυτό γράφτηκε το 2004. Το 2010 απαγόρεψαν τις τράτες).

Απέναντι από τη ψαραγορά, ανεβαίνουμε το καλυμμένο ρέμα και βγαίνουμε στην πλατεία του ρολογιού.

Πλατεία Ρολογιού

Η πλατεία Ρολογιού απο παλιά καρτ ποστάλ… (συλλογή Νίκου Τσαπάρα)
… και το 2004 (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Το ρολόι, στο βάθος δεξιά της αγοράς (1/4) χτίστηκε το 1915, όπως δηλώνει και η επιγραφή, από τον Ιωάννη Γ. Λεωνίδα, του οποίου θα δούμε το σπίτι πιο κάτω. Πρώην βουλευτής και υπουργός Ναυτικών, φιλοδοξούσε να είναι οι συμπολίτες του πάντα στην ώρα. Εδώ ήταν παλιά η κεντρική αγορά, προστατευμένη το χειμώνα από το βοριά. Πριν την εποχή του τουρισμού, εδώ δεν υπήρχαν ξενοδοχεία και εστιατόρια, αλλά εμπορικά, βιοτεχνίες και ταβέρνες για τις ανάγκες των ντόπιων. Εδώ έβρισκες αλεύρια, δημητριακά, ελιές και κάθε άλλο τρόφιμο, οικοδομικά υλικά, εργαλεία, οικιακά σκεύη, υφάσματα, ποτά, καθώς και την παραγωγή του σιδερά, του ξυλουργού και του αγγειοπλάστη. Σε πολλά εμπορεύματα υπήρχε δημοτικός φόρος. Το 1860 το Δημοτικό Συμβούλιο εξετάζει την «αναφορά τριάκοντα τεσσάρων ενταύθα μεταπρατεμπόρων» που ζητούν «τροποποίησιν της φορολογικής διατιμήσεως και ελάττωσιν του εμμέσου δημοτικού φόρου επί του σαπουνίου, του θυμιάματος, του σιδήρου, των σχοινίων, καρφιών, σταπετσίου, κομμίου κλπ» (σταπέτσι ή στουμπέτσι είναι η άσπρη σκόνη για να βάφουν τα λευκά παπούτσια που ήταν της μόδας, καθώς και τις μεταγενέστερες πάνινες αθλητικές «Ελβιέλες», ενώ το κόμμι είναι η γόμα που εκκρίνουν τα δέντρα). Ο Δήμος είχε κι άλλα έσοδα από τη χρήση του δημοτικού στατήρα (δηλαδή ζυγαριάς) και του δημοτικού κοιλού (το κοιλό ήταν ένα πανέρι που μετρά τον όγκο του σταριού, όχι το βάρος, και αντιστοιχεί σε περίπου 26 κιλά). Με το Δημοτικό στατήρα και το κοιλό, οι συναλλασσόμενοι ήταν σίγουροι πως κανείς δεν ζημιωνόταν. Ακόμα σώζεται ένα μαγαζί εκείνης της εποχής, στο πόδι του ρολογιού. Το ταβάνι του στηρίζεται σ’ένα παλιό κατάρτι μεγάλου πλοίου. Πάνω σ’αυτό είναι οι τράβες (τα δοκάρια που πάνε από τη μια άκρη στην άλλη) κι από πάνω οι σχίζες από βένιο, δηλαδή κλαριά ενός θάμνου με τόσο σκληρό ξύλο, που ούτε πρόκα δε μπαίνει. Πρόκειται για το γωνιακό κατάστημα που πουλάει διάφορα είδη από καρφίτσες μέχρι παπλώματα. (1/5) Αρκετά μεταγενέστερο, του 1915, είναι το πολυκατάστημα στο βάθος αριστερά της πλατείας (1/6) με τη χαρακτηριστική μαρκίζα και αναλλοίωτο το εσωτερικό του με τις παλιές ξύλινες βιτρίνες και την κουπαστή στον ημιώροφο. Είχε τόσο μεγάλη ποικιλία που ερχόντουσαν από το απέναντι Κρανίδι για να ετοιμάσουν βαφτίσια, γάμους, ακόμα και κηδείες· οι κάσες ήταν στο παλιό κτίσμα δεξιά από το γεφύρι, που είναι τώρα μαγαζί.

Βιοτεχνία, ταβέρνα, μπουτίκ, μπαρ· αύριο τι;

Υπήρχαν 7-8 ταβέρνες στην περιοχή της ψαραγοράς. Μια από αυτές, της Βάγιας, στο δρομάκι προς την Καγκελαρία, είναι τώρα το μπαρ «Σώκρατες» (1/7) του εγγονού της, του Γιάννη Σγόντζου. Αρχικά το μαγαζί ήταν εργαστήρι, έβγαζε οινόπνευμα και ποτά. Ο παππούς του το αγόρασε 5 χρυσές λίρες, εξηγεί ο Γιάννης: «Πουλήσαν ένα δίχτυ και πήραν το μαγαζί. Το έδωσε προίκα στην μάνα μου. Το σπίτι από πάνω. Τα βαρέλια ήταν εκεί όπου τώρα έχω το μπαρ, μια σειρά πάνω και μια χάμω. Η κουζίνα πιο αριστερά, στη φουφού. Πρώτα κάρβουνα, μετά γκαζιέρα, μετά πετρογκάζ. Είχαμε 14 τραπέζια. Εξω προς την θάλασσα ήταν η αυλή.» Όλα άλλαξαν στο εσωτερικό του μαγαζιού, εκτός από τα βαριά παράθυρα και το πέτρινο πάτωμα. Η αδελφή της μητέρας του, η κυρία Δέσποινα, διηγείται πως ήταν η ταβέρνα. «Η μάνα μου η κυρά Βάγια, γιαγιά του Γιάννη, έμεινε χήρα από 36 χρονών. Δούλευε μέχρι τα 70 της. Εμείς τα δυο κοριτσάκια – η μάνα του Γιάννη και εγώ – κάναμε τα γκαρσόνια. Όταν ήμασταν κουρασμένες ξαπλώναμε στους μπάγκους και μας έπαιρνε ο ύπνος. Βγάζανε τα σακάκια τους και μας σκεπάζαν. Ο κόσμος τότε δεν είχε πονηριές. Τώρα δε μιλάς και είσαι φαντασμένη, μιλάς και είσαι … μη λέμε. Ερχόντουσαν οι τρατάρηδες, φέρναν ψαράκια και λέγαν ψήσε τα να πιούμε ένα κατοσταράκι να πάμε σπίτι. Κάθε Σάββατο ερχόταν το βιολί και το λαούτο και χορεύαν οι χτίστες και οι ψαράδες. Μετά πήραμε πικάπ, μετά μαγνητόφωνο.» Το 1979 άρχισε για καλά ο τουρισμός στις Σπέτσες και η ταβέρνα γίνεται μπουτίκ της Μάρας Μαρτίνη. Το 1982 ο Γιάννης απολύεται από το Στρατό και κυττά τι ζητούσαν οι άγγλοι τουρίστες. Αυτοσχεδιάζει: «Άνοιξα το μαγαζί ως μπαρ χωρίς να ξέρω εγγλέζικα και χωρίς να ξέρω να φτιάχνω κοκτέϊλ. Πήρα ένα βοηθό και έμαθα από αυτόν.»

Δώδεκα Μαγαζιά και δρόμος προς Υπαπαντή

Από την ψαραγορά και την πλατεία του ρολογιού, ο εσωτερικός δρόμος προχωρά παράλληλα με την παραλία, προς την περιοχή που λέγεται Δώδεκα Μαγαζιά, από τα 12 μαγαζιά που ήταν στη σειρά μέχρι το περίπτερο. Πάνω στο δρόμο, στο δεξί μας χέρι, είναι μια μικρή υπερυψωμένη πλατεία, με δυό εντυπωσιακά κτίρια. (1/8)

Οικίες Δεδετσίνα και Λεωνίδα. Τα σκαλάκια στα αριστερά οδηγούν στην Υπαπαντή (φώτο Γεώργιος Μυτιληναίος)
Ο γενάρχης της οικογένειας Κούτση (φωτο: συλλογή Χρήστου Κούτση)

Το ιδιόρρυθμο σπίτι, αριστερά, με τις κλιμακωτές βεράντες, έχτισε μόνος του ένας πολυτάλαντος άνθρωπος του μεσοπολέμου, ο Ανδρέας Δεδετσίνας ή Κατσανός. Ήταν μουσικός, κατασκευαστής βιολιών και επισκευαστής ρολογιών· αλλά προπαντός ήταν ταχυδακτυλουργός και «μάγος», με τουρνέ στις Ινδίες και την Αίγυπτο. Τα κόλπα του στις Σπέτσες, έτσι που τα διηγούνται, δείχνουν έναν πρακτικό σουρεαλιστή: «Είχε υπνωτίσει όσους ήταν στην Καποδιστριακή, κι όταν ξύπνησαν ήταν όλοι μπερδεμένοι: η αίθουσα είχε γεμίσει σταφύλια. Στο κουρείο, αφού ο Κουρούκας τέλειωσε να ξυρίζει την δεύτερη πλευρά, στην πρώτη είχαν ξαναβγεί τα γένια. Φύτρωναν λουλούδια στα κεφάλια των ανθρώπων. Έκανε κι άλλα πιο τολμηρά· οι γυναίκες λιποθυμούσαν.»

Το νεοκλασικό δεξιά είναι της οικογένειας Λεωνίδα, με τις προτομές των προγόνων στην είσοδο. Οι Λεωνίδα είναι οι ιδιοκτήτες της Σπετσοπούλας, του γειτονικού νησιού που πήρε ο Νίαρχος με ενοικιαστήριο 99 ετών. Στην Επανάσταση το σόι ονομαζόταν Λάμπρου, αλλά όλοι τους ξέραν με το όνομα του πλοίου τους, το «Λεωνίδας» – οι Σπετσιώτες τότε δίναν αρχαία ονόματα στα πλοία τους. Το ίδιο έγινε και μ’ένα άλλο πλοίο, το «Διομήδης», που έμεινε ως όνομα της οικογένειας Κυριακού. Σ’αυτό το κτίριο στεγάστηκε το 1926 το πρώτο καζίνο των Σπετσών, με απόφαση του πρωθυπουργού Θεόδωρου Πάγκαλου «περί ιδρύσεως λεσχών τυχηρών παιγνίων εν λουτροπόλεσι Λουτρακίου, Αιδηψού και Σπετσών». Πέφτει όμως ο Πάγκαλος, οι Σπέτσες παύουν να θεωρούνται λουτρόπολη και το καζίνο χάνει την άδεια λειτουργίας του.

Άγιος Μάμας

Συνεχίζοντας το δρόμο προς τον Άγιο Μάμα, συναντάμε δεξιά το πιο παλιό κτίριο της περιοχής, που χτίστηκε πριν την Επανάσταση. (1/10) Ξεχωρίζει διότι είναι το μόνο με υπερυψωμένη την είσοδο, και στεγάζει δυό μαγαζιά, ένα παλαιοπωλείο και μια ταβέρνα. Έχουν χτιστεί με την παλιά μέθοδο της καμάρας για αποθήκες. Αυτό σημαίνει πως άλλοτε η ακρογιαλιά έφτανε μέχρι εκεί πάνω, σχηματίζοντας έναν μεγάλο ανοιχτό χώρο. Εδώ που καθόμαστε στα τραπεζάκια, οι βάρκες ξεφορτώναν τους πρόσφυγες που φτάναν στις Σπέτσες, ώσπου να βρεθεί μια στέγη. Το 1822 και μετά, καταφτάνουν πρόσφυγες από την Χίο, το Αϊβαλί και την Πελοπόννησο. Το 1867, κατακαλόκαιρο, έχουμε την άφιξη 600 «προσφύγων εκ Κρήτης φυγόντων την μάχαιραν του εχθρού και ζητούντων προστασίαν και περίθαλψιν». Το 1922-23 είναι η σειρά εκατοντάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Οι πιο πολλοί θα συνεχίσουν προς τον Πειραιά και τη Νέα Ιωνία. Στις Σπέτσες παραμένουν λίγες οικογένειες και με τα χρόνια ιδρύουν νέες επιχειρήσεις: κουρεία, τσαγκαράδικα, υφαντά, χαλιά ανατολής καθώς και τον πρώτο κινηματογράφο.

Το πιο παλιό κτίριο της περιοχής είναι χτισμένο με καμάρες.

Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο «Κλήμη» ήταν ένας μικρός μόλος όπου ένας Σπετσιώτης σκοτώθηκε από υπερβολικό ζήλο. Ο Νικόλαος Αμπλάς είχε ένα κανονάκι και το βαρούσε σε κάθε επίσημο συμβάν. Κάποια φορά ο Καραμανλής φέρνει στις Σπέτσες τον τούρκο πρωθυπουργό Μεντερές. Για να τους κουφάνει ο Αμπλάς βάζει περισσότερη γόμωση αλλά σκάει το κανονάκι και τον σκοτώνει. Ο απόγονος της Μπουμπουλίνας, Φίλιππος Δεμερτζής-Μπούμπουλης, αφηγείται πως ο Αμπλάς ήταν από τα πρωτοπαλήκαρα των Μπουμπουλαίων, που κινδύνευαν να χάσουν σε κάποιες εκλογές από τους Φιλελευθέρους. Οπότε, σε συνεννόηση με τον Αστυνόμο, συμφωνούν να βάλει ο Αμπλάς δυναμίτη στην αυλή ενός δικού τους ανθρώπου, αυτό που λέμε σήμερα προβοκάτσια. Έτσι θα το ρίχναν στους άλλους και θα τους χώναν μέσα, ημέρα εκλογών, για να μη ψηφίσουν. Όμως ο Αμπλάς είχε διαφορές με το υποψήφιο θύμα· βάζει περισσότερο δυναμίτη και του διαλύει το σπίτι.

Δυναμίτες ρίξαν και στου Μπρατόπουλου το σπίτι, δεξιά από το περίπτερο. (1/11) «Ο Λάμπρος Μπρατόπουλος είχε το Βενιζέλο για τραπέζι κι ήρθαν οι αντιβενιζελικοί και ρίχναν φουσέκια που τα είχαν για το ψάρεμα. Απο το φόβο μη γίνει κανένα κακό, φυγάδευσαν το Βενιζέλο από το παράθυρο», θυμούνται στην οικογένεια.

Στη θέση «Φώκα» μπροστά στον Άγιο Μάμα, παλιά υπήρχαν φώκιες (Χάρτης Μπόταση 1901, ΕΛΙΑ)

Η εκκλησία του Αγίου Μάμα είναι στην άκρη του όρμου όπου παλιά υπήρχαν φώκιες· «Φώκα» ονομάζει τον κάβο ένας χάρτης του 1901. Για να πάμε διασχίζουμε ένα γεφυράκι (1/12) με ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην έξοδο του ρέματος που κατεβαίνει από την Μεγάλη Ράχη. Το γεφύρι χτίστηκε το 1873 μαζί με άλλα δύο, διότι, όπως σημειώνει η σχετική απόφαση, «εν καιρώ χειμώνος πλημμυρίζουν οι διερχόμενοι χείμαρροι και καθίστανται αδιάβατοι προξενούντες ζημίας». Έχοντας στα δεξιά το γεφύρι βλέπετε μπροστά κάτι φοινικόδεντρα. Εαν κυττάξετε καλά, θα δείτε πως το ένα βγαίνει από τη σκεπή ενός σπιτιού. Όταν το έχτιζε ο κοσμηματοπώλης Κυριάκος Ζαραφωνίτης, δεν του έκανε καρδιά να ξεριζώσει το δεντράκι κι έτσι σήμερα περνά μέσα από τη κουζίνα του.

Τι γυρεύει όμως ο Μάμας, ένας άγιος της Καππαδοκίας, προστάτης των ζώων, σ’ένα σπετσιώτικο γιαλό; Έξω στα 100 μέτρα είναι μια ξέρα. Εκεί έπεσε ένα πλοίο που κουβαλούσε μούστο, κι ο καπετάνιος έκανε ένα τάμα. Όταν γλύτωσε, έμαθε ποιός Άγιος γιόρταζε εκείνη τη μέρα, κι έτσι του έχτισε την εκκλησία βάζοντας μούστο αντί για νερό, για να δέσει η λάσπη. Η εικόνα στο ναό δείχνει τον Άγιο Μάμα με τον Άγιο Νικόλα και ανάμεσά τους ένα καραβάκι. (1/13)

Τα καραβάκια των κοριτσιών είναι πιο όμορφα (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Εδώ, κάθε 1η Σεπτεμβρίου, παραμονή της γιορτής του Αγίου, γίνεται εσπερινός. Μπροστά στην εκκλησία, πάνω στην παραλία, μαζεύονται δεκάδες παιδιά. Έχουν κατασκευάσει αυτοσχέδια καραβάκια, άλλα ξύλινα, άλλα πλαστικά, στολισμένα με σημαίες και λουλούδια. Σ’αυτά, όταν σουρουπώνει, ανάβουν κεράκια και τα ρίχνουν στη θάλασσα. Το ρεύμα παρασύρει τα σκάφη με τις μικρές φλόγες, εικόνες της προσκαιρότητάς μας, κι εξαφανίζονται στ’ανοιχτά. Αυτό το έθιμο, που κανείς δεν ξέρει από πού ξεκίνησε, μεταδίδεται από παιδιά σε παιδιά. Παρόμοια έθιμα υπάρχουν στα ποτάμια της Κίνας και της Ινδίας, καθώς και της Ευρώπης, όπου φεύγουν οι φλογίτσες πάνω στο κινούμενο νερό.

Από τον Άγιο Μάμα ξαναπαίρνουμε τον παραλιακό δρόμο και επιστρέφουμε στη Ντάπια.

Ντάπια

Ντάπια ή Τάπια στα τούρκικα είναι το οχύρωμα, ο προμαχώνας. Εδώ, πίσω από τα παραταγμένα κανόνια, η πλατεία γεμίζει με εκατοντάδες τραπέζια κάθε καλοκαίρι. (1/14) Στην μια άκρη της Ντάπιας σταθμεύουν τα θαλάσσια ταξί. Το καλοκαίρι, 25-30 ταξί εξασφαλίζουν τη συγκοινωνία με τις άλλες περιοχές του νησιού και με τις απέναντι ακτές. Εκεί δίπλα, τα τουριστικά καϊκια που είναι 14 μέτρα ή λιγότερο, κάνουν το δρομολόγιο στην Κόστα απέναντι, ενώ αυτά που είναι 16 μέτρα ή περισσότερο πάνε στη Ζωγεριά και στις νότιες ακρογιαλιές, Αγίους Αναργύρους και Αγία Παρασκευή. Πίσω από το περίπτερο σταθμεύουν τα αμαξάκια για το Παλιό Λιμάνι και την Αγία Μαρίνα. Μπροστά στο περίπτερο, τα σκαλιά που κατεβαίνουν στην θάλασσα είναι της πρώτης αποβάθρας, που φτιάχτηκε το 1861. Βλέπουμε την προσεκτική κατασκευή με την σταχτιά πέτρα από τον Δοκό, το νησί στο δρόμο προς την Ύδρα.

Απο αυτή την αποβάθρα ανεφοδίαζαν την πόλη (συλλογή Στέφου Αλεξανδρίδη)

Εδώ ξεφορτώναν άλλοτε τα καϊκια και γέμιζε ο τόπος κοφίνια και σακκιά. Έτσι δούλευαν και τα αδέλφια Θεοδόσης και Γιάννης Τσάνας. «Ο πατέρας είχε καϊκι κι ήμασταν από παιδιά και κουβαλούσαμε από Πειραιά» διηγείται ο Γιάννης. «Πηγαίναμε και σε μέρη που δεν είχε μόλο. Βάζαμε ένα μαδέρι από την κουπαστή μέχρι κάτω και ξεφορτώναμε. Το καϊκι κουνιόταν, κάθε τόσο πέφταμε. Μια φορά, στου Καραφωτιά το κτήμα απέναντι, ήρθε ένα κύμα και μ’έρριξε στη θάλασσα. Έκανε κρύο, χειμώνας, δεν είχα ρούχα ν’αλλάξω. Ο πατέρας μ’έβαλε πάνω στη μηχανή να ζεσταθώ. Με τον αδελφό μου το Θεοδόση αρχίσαμε να κουβαλάμε μαναβική. Όλη η διακίνηση οπωροκηπευτικών από Λεωνίδιο στον Πειραιά γινόταν με καϊκια. Το 1958 άνοιξε ο δρόμος. Τέρμα τα καϊκια. Σιγά σιγά τα πουλάγαμε. Πήραμε φορτηγά. Τα παιδιά σήμερα τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Δεν ξέρουν πόσο σκληρή ήταν η ζωή μας. Τους τα λες αλλά πώς να το καταλάβουν; Κι εμάς μας έλεγε ο πατέρας, αλλά ούτε και μεις καταλαβαίναμε. Μόνο αν το ζήσεις».

Στο πρώην Σταμπόλη, περιμένοντας επιβάτες στα θαλάσσια ταξί: Γιάννης Τσάνας, Αλέξανδρος Μπούφης και Γιώργος Καλευρόσογλου (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Σ’αυτή την αποβάθρα όπου ξεφορτώναν τα καϊκια, φορτώνουν τώρα επιβάτες τα θαλάσσια ταξί. Επειδή είχε πολλή κίνηση, ήδη το 1881 ο Δήμαρχος προτείνει να φτιαχτεί ένας βραχίονας, «όπως προσορμίζονται εκείσε πλοία και επιβάται, η δε εξαγωγή εμπορευμάτων γίνεται ασφαλεστέρα». Σ’αυτή την πρώτη προέκταση του μόλου, χτίστηκαν και τα δεύτερα σκαλιά, όπου αποβιβάζονται τώρα οι επιβάτες των ταξί. Για το πώς ήρθαν τα θαλάσσια ταξί στις Σπέτσες μας μιλά ο Μιχάλης Σύρμας: «Κάποια μέρα είχα πάει στην Αίγινα για δικαστήριο, και βλέπω κάτι πλαστικά ταχύπλοα σ’ένα ναυπηγείο. Την ιδέα του θαλάσσιου ταξί την είχα από τη Βενετία όπου πήγα ταξίδι με την γυναίκα μου. Τότε στις Σπέτσες, όσοι ήθελαν να περάσουν απέναντι δεν μπορούσαν μετά τις 9. Το βράδυ ήταν αποκλεισμένο το νησί. Έβλεπα τις φασαρίες στον μόλο: δεν μπορούσαν οι βάρκες να τους εξυπηρετήσουν. Σκέφτηκα λοιπόν ν’αγοράσω τα σκάφη. Είχα τις οικονομίες μου, 15 χρόνια στα βαπόρια, έβαλε και η γυναίκα μου το σπίτι της υποθήκη. Πήγα να πάρω άδεια από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και δεν ξέραν τι ήταν το θαλάσσιο ταξί. Μια μέρα το 1974 ήταν όλα έτοιμα και έφερα τα ταξί στις Σπέτσες. Έντεκα σκάφη σαν γρι-γρι που τα τραβούσε η βενζίνα. Ένα χρόνο μετά ο Γιώργος Λιβανός βάζει τα ιπτάμενα δελφίνια  Μου λέει για τα ταξιά: ‘Ποιός σου την είπε αυτή την ιδέα;’ Εγώ του απαντώ: ‘Εσένα ποιός σου την είπε για τα ιπτάμενα;’»

Ξενοδοχείον «Μεγάλη Βρεταννία»

Στα δύο συνεχόμενα κτίρια, ανεβαίνοντας από την αποβάθρα και τη Καγκελαρία, λειτουργούσε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». (1/15) Εδώ κατέληγαν οι πατριωτικές διαδηλώσεις των μαθητών της Αναργυρείου Σχολής κατά της Αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, ώσπου μετονομάστηκε σε «Σαρωνικός». Το τουριστικό γραφείο στο ισόγειο ήταν κουρείο και η διπλανή τράπεζα καφενείο, όπως δείχνουν τα εντοιχισμένα κεραμεικά του Βαλσαμάκη. Ο συνταξιούχος Νίκος Ακάσογλου θυμάται: «Μέσα στο κουρείο, όταν ήμουν παιδί (γύρω στο 1930), είχαν ένα μεγάλο πίνακα με τη ναυμαχία της Έλλης. Κυττούσα και ήθελα να γίνω αξιωματικός. Ο κουρέας έκανε οντουλασιόν με τσιμπιδάκι που το ζέσταινε στο καμινέτο.» Δεν ήξερα πως το κουρείο δεχόταν και γυναίκες, του λέω. «Στους άντρες», μου διευκρινίζει.

Το πρώην Αργύρη, πρώην Σταμπόλη, πρώην Καρδάση, πρώην Βόσπορος

Το τελευταίο μαγαζί είναι το περίφημο καφενείο-ουζάδικο του Καρδάση. (1/16) Παρα τρίχα να γίνει κι αυτό τράπεζα. Όταν όλα είχαν συμφωνηθεί, έσπευσε ο διοικητής της τράπεζας να το πει στη μάνα του, που παραθέριζε στις Σπέτσες. Τότε εκείνη του λέει, «κι εγώ που θα πίνω τον καφέ μου;» κι έτσι ματαιώθηκε η αγορά. Είναι βέβαιο πως το ακίνητο μπορεί ν’αποφέρει περισσότερα ως τράπεζα, σουπερμάρκετ ή μπουτίκ, αντί για παραδοσιακό ουζάδικο και καφενείο. Αλλά ο ιδιοκτήτης του, ο Στέργιος Καρδάσης, δεν είναι άπληστος. Έχει φροντίσει και για την οικογένεια του και για τα γεράματα· γιατί να χαλάσει κάτι όμορφο για λίγα λεφτά παραπάνω; Έτσι, χάρη στη σοφία του, οι παρέες μαζεύονται το χειμώνα μέσα (με ουίσκυ και ξηρούς καρπούς), οι κοσμικοί το καλοκαίρι έξω (με ούζο και χταποδάκι) κι οι συνταξιούχοι πίνουν τον καφέ τους εκεί όπου έμαθαν. Μας ενημερώνει ο Γιάννης Παν. Μπούφης: «Ετούτο ήταν το καφενείο των καπεταναίων· είχαν χωριστό καφενείο από τα πληρώματα, σαν τους μαύρους στην Αμερική. Οι ναύτες απαγορευόταν να περάσουν, δεν ζυγώνανε, κάναν τον γύρο από πάνω. Λένε πως κάποτε ένας ναύτης πέρασε απ’έξω· το λένε στον καπετάνιο του και προσβλήθηκε, τρέχει, τον προφταίνει και τον μαχαιρώνει». Το καφενείο οι παλιοί το λέγαν «του Σταμπόλη». Μέχρι το 1985-90, ο  Κώστας Σταμπολίδης έψηνε τον καφέ στα κάρβουνα και οι γιατροί του είπαν «ή τα παρατάς ή πεθαίνεις». Μετά το πήρε ο Αργύρης Γκουσγκούνης κι έγινε «του Αργύρη». Ο προπάππους Καρδάσης το είχε πρωτονομάσει «Βόσπορος» διότι πιο πριν είχε ανοίξει καφενείο και ταβέρνα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί σταματούσαν τα ελληνικά πλοία καθ’οδόν προς την Μαύρη Θάλασσα. Μετά από είκοσι χρόνια, επέστρεψε στις Σπέτσες κι αγόρασε το κτίριο.

Το βοτσαλωτό όπου στεκόμαστε είναι ποτισμένο με αίμα. Εδώ σκότωσαν άγρια δυο Σπετσιώτες τον Ιούνιο του 1944, που τους κατηγόρησαν πως ήταν συνεργάτες των κομμουνιστών. Οι Γερμανοί έκαναν εκκαθαρίσεις στην Ύδρα, τις Σπέτσες και στις απέναντι ακτές της Ερμιονίδας, με 3000 στρατό, 40 περιπολικά σκάφη και εξοπλισμένα καϊκια. Απέκλεισαν τις Σπέτσες και την Ύδρα και αποβίβασαν στρατεύματα. Οι επικεφαλής είχαν λίστες με καταζητούμενους. Εδώ στη Ντάπια άλλους τουφέκισαν, άλλους κρέμασαν κι άλλους δώσαν σε κάποιους συμπολίτες τους να τους σκοτώσουν. Τι λένε σήμερα οι Σπετσιώτες για εκείνη την εποχή; Ο ένας θα σου εξιστορήσει τα γεγονότα με κάθε φριχτή λεπτομέρεια, ενώ ο άλλος προτιμά τη λήθη: «άσε, αυτά είναι παλιές ιστορίες». Γνωρίζει· αλλά δεν ξύνει παλιές πληγές.

Στη γωνία είναι το νοικοκυρεμένο υπαίθριο πολυκατάστημα του Στέφανου Τσιπουρλή, όπου σταματούν τα πιτσιρίκια για ανεφοδιασμό. Ο Στέφος – έτσι τον φωνάζουν όλοι – με ταλέντο εμπόρου και διακοσμητή, στη βιοπάλη από εφτά χρονών, δείχνει εδώ πόσα μπορεί κάποιος να καταφέρει με πείσμα και μεράκι.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, βλέπουμε στη πλατεία μπροστά ένα τεράστιο βοτσαλωτό μ’ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο κι από πάνω μια γοργόνα, που το καλοκαίρι τα κρύβουν τα καρεκλοτράπεζα. Αριστερά, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (1/17)ήταν σε εγκατάλειψη μέχρι το 1945· αφήναν εκεί τους νεκρούς όταν η οικογένεια δεν τους παρελάμβανε. Κατόπιν τον ναό ανέλαβε η κυρά Βαρβάρα Φουντούκου, το γένος Σκαρμούτσου, και σιγά-σιγά, με τα έσοδα από τα κεριά των πιστών, τον έφτιαξε όπως την βλέπουμε σήμερα. Το έργο της κυρά Βαρβάρας συνεχίζει η κόρη της Βενετία Μυτιληναίου, ένας από τους δεκάδες ανθρώπους που ξοδεύονται για να φροντίζουν τις 40-50 εκκλησίες του νησιού.

Ο Γιάννης Μπούφης (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Η εθελοντική προσφορά στις Σπέτσες δεν αφορά μόνο τις εκκλησίες. Λίγο παραμέσα, πάνω στον κεντρικό δρόμο, είναι το παντοπωλείο του Παναγιώτη Μαθιού (παρατσούκλι «Τζιμάνι») που το Πάσχα, οργανώνει στην Κουνουπίτσα το κάψιμο του Ιούδα και το τσιμπούσι που ακολουθεί, ενώ προσφέρει φαγητά και πιοτά σε άλλες γιορτές.

Εδώ κοντά στην καρδιά της Ντάπιας είναι και τα δύο παραδοσιακά κουρεία, του Γιάννη Μπούφη (1/18) και του Νίκου Ζουμπουλάκη. (1/19)Στη βιοπάλη κι οι δυο από πιτσιρίκια, αποτελούν εγκυκλοπαίδειες για το νησί. Αξίζει να’ρθει κάποιος στις Σπέτσες ακούρευτος ή αξύριστος διότι, εάν έχουν κέφια, μπορούν να σου πουν ιστορίες για τη Σπετσοπούλα του Νιάρχου, τους κοσμικούς Αθηναίους, τους παλιούς Σπετσιώτες και για χίλια άλλα.

Ξενοδοχείον ‘Αι Αθήναι’

Ο Νίκος Ζουμπουλάκης στρογγυλεύει τον Γιάννη Μουζάκη (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Προχωρώντας προς το κέντρο της Ντάπιας, το πρώτο κτίριο είναι το τετραώροφο ξενοδοχείο του Ρουμάνη. (1/20) Εδώ ήταν ένα παραδοσιακό διώροφο με το ξενοδοχείο «Αθήναι» κι ένα καφενείο στο ισόγειο. Σ’αυτό μέναν στην Κατοχή οι Ιταλοί της ‘Φινάντσα’, μια στρατιωτική αστυνομία. Οι άλλοι Ιταλοί, του Ναυτικού, είχαν παρατηρητήριο επάνω στο βουνό, στην Παναγία του Δασκαλάκη, που τη λέγαν Σάντα Μαρία. Αφηγείται ο Στέφος Αλεξανδρίδης που ήταν τότε παιδί: «Οι γάτες είχαν χαθεί, τις τρώγανε για λιχουδιά. Μας λέγανε ‘ουν γκάτο ουν πανίνο’. Τους φέρναμε γάτες στο τσουβάλι και μας δίνανε ψωμί.»  Όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία το Σεπτέμβριο του 1943, γλεντούσαν Έλληνες και Ιταλοί μαζί, με κόκκινα μαντήλια, πιστολιές και τραγουδούσαν «τη μικρή χωριατοπούλα,σε γνωρίζω από την κόψη, μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» όπως θυμάται ένας γεροντότερος. Πιο παλιά, τον καιρό των βαλκανικών πολέμων (1912-13), στεγάστηκαν εδώ αιχμάλωτοι από το τουρκικό επιτελείο, με επικεφαλής τον Ναϋλή Πασά, αντιστράτηγο. Γράφει ο σπετσιώτης Ανάργυρος Καρδάσης στις αναμνήσεις του: «Οι Τούρκοι αξιωματικοί σύχναζαν στο καφενείο του πατέρα μου, που ήταν γνώστης της τουρκικής γλώσσας. Θυμάμαι που κάπνιζαν τους ναργιλέδες τους φορώντας τις στολές τους.» Ακόμα πιο παλιά, το 1842, εδώ μπροστά στο «Αθήναι» έγινε ένα φονικό. Ήρθαν στα λόγια δυο πλοίαρχοι, από επιφανείς οικογένειες της Επανάστασης, με αφορμή ένα πίκι που είχε δανείσει ο Νικόλαος Κούτσης στον Ανάργυρο Λεμπέση. Εκείνος αρνείται να το επιστρέψει, πετούν βαριές κουβέντες για το πού να χωθεί το πίκι κι ο Λεμπέσης τραβά μαχαίρι· τελικά, ο Κούτσης τον σκοτώνει. Για όσους δεν είναι ναυτικοί, το πίκι είναι το οριζόντιο ξύλο που δένει στο άλμπουρο (κατάρτι), και πάνω του κρεμιέται το πανί.

Άγ.Αντώνιος, πευκάκια, αρχοντικό Αναργύρου, Μουσείο Μπουμπουλίνας

Άγιος Αντώνιος, πηγαίνοντας προς το αρχοντικό Αναργύρου και το Μουσείο Μπουμπουλίνας

Ακολουθεί ένας δρόμος, κάθετος προς τη θάλασσα. Δεξιά είναι ο ενοριακός ναός του Αγίου Αντωνίου και πίσω του η ταβέρνα «Ο Άγιος». (1/21) Στο κτίριο της ταβέρνας ήταν τα ΤΤΤ (Ταχυδρομείον Τηλέγραφος Τηλέφωνον, πρόγονος του ΟΤΕ και των ΕΛΤΑ). Το 1957 για να τηλεφωνήσεις στην Αθήνα πήγαινες από πρωϊ και παράγγελνες συνδιάλεξη για το μεσημέρι. Πίσω από το κτίριο είναι μια πλατεία, «τα πευκάκια». Εδώ μοιράζαν το συσσίτιο τον καιρό της Κατοχής. Ένας συνταξιούχος, παιδάκι τότε, στεκόταν στην ουρά και στο ύψος των ματιών του ήταν πάντα τα χέρια των πεινασμένων, «πρησμένα με σπυριά, το λέγαν σταφυλοκοκκίαση, άλλα με ψώρα, κι απ’ αυτά έσκαγε το δέρμα και έτρεχε υγρό.» Το κτίριο στέγαζε παλιά και το σινεμά του μικρασιάτη Αλέξανδρου Αλεξανδρίδη, που ήταν ιεροψάλτης, ζωγράφος και φωτογράφος. Σ’αυτόν χρωστάμε τις πολλές παλιές φωτογραφίες των Σπετσών, καθώς και στο γιο του Στέφο που τώρα ζει στο Κρανίδι. Μας λέει ο Στέφος για την οικογένεια του: «Ο πατέρας ήρθε το ’22, ήταν 22 ετών, από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας, που βγάζει τα χαλιά τα σπαρταλίδικα, τα καλά. Ήρθε με το «Πατρίς», ήταν ένα υπερωκεάνιο τότε. Τότε η γιαγιά μου έφαγε 15 λίρες, τις κατάπιε σαν να ‘ταν ασπιρίνη. Λέει, εγώ είμαι γριά τώρα, μόλις θα μπώ στο καράβι και πεθάνω, εσείς θα μου ανοίξετε το στομάχι, θα πάρετε τις λίρες για να κάνετε μια σερμαγιά, λέει, ν’ αρχίσετε μια δουλειά εκεί που θα πάτε.» (σερμαγιά = κεφάλαιο). Ενώ ο Στέφος ήταν στο Δημοτικό, προσπαθεί ο πατέρας του να τον βάλει σε μια τέχνη. «Μου λέει, θα γίνεις ράφτης, με στέλνει σ’αυτόνα. Μάθαινα σταυροβελονιά, καρύκωμα, μάνι-μάνι τα μάθαινα κι εκείνος μου έλεγε τα ίδια και τα ίδια. Έ δεν άντεξα πιά, τα πέταξα και πήγα κι έγινα τσαγκάρης. Πάω σ’ένα τσαγκαράδικο, πάλι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, Καλευρόσογλου.

Ο Αλέξανδρος Αλεξανδρίδης το 1930 με τη σύζυγο και τα αγόρια του (συλλογή Στέφου Αλεξανδρίδη)

Εκεί τότε ερχόντουσαν διάφοροι, μιλάγαν όλο πρόστυχα, εμένα δεν μου άρεσε, εγώ ήμουν παιδί άβγαλτο, λέω άμα μιλάνε έτσι δεν μπορώ να κάτσω εκεί πέρα, θα φύγω. Και φεύγω και πάω στου Ακάσογλου που είχε αδελφό τσαγκάρη και μαθαίνω την τέχνη καλά. Το ’47 μου λέει ο πατέρας μου, δεν μαθαίνεις φωτογράφος; Από τσαγκάρης έγινα φωτογράφος κι έπιανα πολύ καλύτερο μεροκάματο, αλλά είχα και μπελάδες. Είχα βγάλει μια γεροντοκόρη για προξενιό, την προξενεύαν σε κάποιον στην Αμερική. Επειδή ήταν κάπως ζαρωμένη, μου λένε να τη ρετουσάρω τη φωτογραφία και την κάνω πιο νέα και ωραία. Κάποια μέρα ακούω κάποιον να κοπανά το μαγαζί και να φωνάζει. Τι τρέχει; Μου δείχνει τη φωτογραφία, εσύ μωρέ την έφτιαξες έτσι; Είχε έρθει από την Αμερική να γνωρίσει την κοπέλλα κι ήταν αγνώριστη. Τι σου φταίω Χριστιανέ μου; Του εξηγώ κι αυτός βάζει τα κλάματα..»

Αριστερά στην πλατεία με τα πευκάκια είναι το νεοκλασικό αρχοντικό του Σωτηρίου Ανάργυρου, ευεργέτη των Σπετσών, που χτίστηκε το 1904. (1/22)Είναι ίσως το πρώτο κτίριο που χτίστηκε στο νησί με οπλισμένο τσιμέντο. Ο Ανάργυρος του έδωσε τ’όνομα της αιγυπτιακής θεάς Νηϊθ και το στόλισε με αιγυπτιακά μοτίβα, από τις σφίγγες στην είσοδο μέχρι τις εντυπωσιακές τζαμαρίες και τοιχογραφίες. Η κυρίως πόρτα κυττά στη θάλασσα και η πόρτα υπηρεσίας στα πευκάκια, όπου μαζεύονταν τα Σάββατα, μέχρι το 1928 που πέθανε, όσοι λάβαιναν βοηθήματα από αυτόν. Τον καιρό της Κατοχής το κτίριο λειτούργησε ως Δημαρχείο. Στις επιδρομές των Γερμανών, το υπόγειό του γινόταν φυλακή και χώρος βασανιστηρίων. Σήμερα το αρχοντικό ρημάζει, διότι το ίδρυμα του Αναργύρου, στο οποίο ανήκει, δεν έχει τα μέσα να το συντηρήσει, παρά την τεράστια περιουσία του.

Το αρχοντικό Αναργύρου ενώ γιορτάζει ο Άγιος Αντώνιος. Μπροστά του περνάει ο δρόμος που ενώνει τις δυο πλευρές της πόλης (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Δεξιά στην πλατεία με τα πευκάκια, απέναντι από του Αναργύρου είναι το αρχοντικό Μπούμπουλη (1/23) που κηρύχθηκε διατηρητέο το 1925. Σ’αυτό κατοικούν οι απόγονοι της οικογένειας ενώ σ’έναν όροφο στεγάζεται το Μουσείο Μπουμπουλίνας. Εδώ, σ’ένα διάκοσμο που σας μεταφέρει 200 χρόνια πίσω, θα σας πουν την ιστορία της ηρωϊδας και θα δείτε όπλα, βιβλία, πορσελάνες, εικόνες και προσωπικά της αντικείμενα. Το αρχοντικό έχει αναπαλαιωθεί και συντηρείται με τα εισιτήρια από τους χιλιάδες επισκέπτες που έρχονται κάθε χρόνο.

Προς την πλατεία Ποσειδωνίου

Χταπόδι στο βοτσαλωτό της Ντάπιας (φωτο Λίζη Καλλιγά)

Μετά τον Αγ.Αντώνιο, κατηφορίζουμε προς την άλλη άκρη της Ντάπιας. Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο του «Πολίτης» (1/24) μάς ενημερώνει ο Χαράλαμπος Παλαιολούγκας, που ξεκίνησε πιτσιρικάς στη δούλεψη του αφεντικού και κατάφερε ν’αγοράσει την επιχείρηση. Δείχνει την περιοχή προς το Ποσειδώνιο: «Εδώ σταθμεύαν τα γαϊδουράκια, ήταν το μοτοποδήλατο της εποχής. Κάναν το μικρό γύρο, ανεβαίναν από τον Αγιο Ανδρέα στη συνάντηση των κυνηγών, πηγαίναν από Προφήτη Ηλία και κατεβαίναν από Ζωγεριά, Βρέλου και επιστροφή. Ο μεγάλος γύρος ήταν από το παλιό Λιμεναρχείο, Αγ.Μαρίνα, Κουζουνό, Αγ.Αναργύρους, Αγ.Παρασκευή, Ζωγεριά κι επιστροφή. Αυτό τον δρόμο τον άνοιξε μετά η ΜΟΜΑ, δηλαδή ο στρατός. Το κόμιστρο τότε ήταν 20-25 δραχμές. Δηλαδή; Να, η σοκολατίνα κόστιζε 1,5 δραχμές και 36 η οκά το λάδι». Μια βασική του πρώτη ύλη, ως ζαχαροπλάστης, ήταν το γάλα: «Μετά τα Χριστούγεννα που σφάζουν τα αρνάκια, περισσεύει το γάλα. Οι κτηνοτρόφοι γυρίζαν στην πόλη από τις επτά φωνάζοντας ‘γάλα!’ στους δρόμους. Πολλές νοικοκυρές αφήναν την κατσαρόλα απ’έξω· την γέμιζε και το Σάββατο έφερνε τον λογαριασμό. Από τον Ιανουάριο είχαμε άφθονο πρόβειο γάλα και μετά το Πάσχα άφθονο κατσικίσιο. Το καλοκαίρι σπάνια, και δεν είχαμε μέχρι τον επόμενο Ιανουάριο

Χτισμένο με τη μέθοδο της καμάρας (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Μπροστά στου Παλαιολούγκα είναι ένα υπέροχο βοτσαλωτό, που δείχνει ένα τεράστιο χταπόδι, με μια κόκκινη σμέρνα που του κόβει ένα πλοκάμι, φτιαγμένο από παραδοσιακό μάστορα. Το τελευταίο κτίριο, με το γωνιακό καφενείο, είναι ένα από τα παλαιότερα του νησιού. Από πάνω είναι το ξενοδοχείο Ακροπόλ και από κάτω το καφενείο του Καρδιασμένου. (1/25) Εαν κοιτάξουμε μέσα βλέπουμε ότι είναι χτισμένο με την μέθοδο της καμάρας. Έτσι κατασκεύαζαν παλιά τα ισόγεια για να είναι ευρύχωρα. Αυτή η αίθουσα έχει μήκος 11 και πλάτος 6 μέτρα. Εδώ αποθηκεύαν τα κατάρτια και πανιά τον χειμώνα όταν δένανε τα ιστιοφόρα. Στο δάπεδο οι τοίχοι ξεκινούν με ένα μέτρο πάχος κι αρχίζουν να κυρτώνουν πριν φτάσουν στα 2 μέτρα, ώστε να σχηματίσουν το ταβάνι στα 4,20 μέτρα. Σήμερα σώζονται περίπου είκοσι τέτοια κτίσματα στις Σπέτσες.

Η παλιά φωτογραφία δείχνει πώς ήταν η προκυμαία πριν χτιστεί το ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον», δηλαδή πριν το 1911-14. Στην αριστερή γωνία βλέπουμε το κτίριο του Καρδιασμένου, στη δεξιά την οικία του βιομήχανου Δασκαλάκη (2/1)και στη μέση, ένα νεοκλασικό σπίτι που θα ενσωματωθεί στο Ποσειδώνιο, ως προέκταση της δεξιάς του πτέρυγας. Το σπίτι ήταν του Γουδή, από παλιά οικογένεια της Επανάστασης. Ο απόγονος Δημήτριος Π. Γουδής ίδρυσε το 1882 μια ατμοπλοϊκή γραμμή που έκανε το γύρο της Πελοποννήσου ξεκινώντας από Κόρινθο και επιστρέφοντας μέσω Ζακύνθου, Καλαμάτας και Σπετσών στον Πειραιά. Έχει ταφεί σ’ένα εντυπωσιακό μνημείο, σε σχήμα πυραμίδας, στη Μονή Αγ.Πάντων.

Η προκυμαία πριν χτιστεί το Ποσειδώνιο (συλλογή Γιώργου Αργεντίνη)
Οικογένεια Γιάννη Καρδάση, αμαξάδες το καλοκαίρι (φωτο 2004 Πέτρος Χαριτάτος)
Μπουμπουλίνα, μια ηρωίδα αγαπητή σε όλους (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Από εδώ, στην πλατεία του Ποσειδωνίου, ξεκινά ο δρόμος προς τις Σχολές, δηλαδή προς την «Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών» που ίδρυσε ο Ανάργυρος. Εδώ σταθμεύουν τα αμαξάκια που εξυπηρετούν αυτό το τμήμα του νησιού, καθώς και το λεωφορείο που καλύπτει τη διαδρομή Κουνουπίτσα – Σχολές – Οικισμός – Λιγονέρι. Το πρώτο λεωφορείο είχε ξεκινήσει με επεκτατικές βλέψεις και οι αμαξάδες το ρίξαν στη θάλασσα. Τώρα συμβιώνουν αρμονικά. Ένας αμαξάς περιγράφει το επάγγελμά του: «Δεν υπάρχουν αμαξάδες-αμαξάδες. Ο καθένας έχει άλλη δουλειά: οικοδόμος, κτηνοτρόφος, καλλιεργητής, ξυλοναυπηγός, ξενοδόχος, έμπορος. Όταν υπάρχει πελατεία, ερχόμαστε». Έχουν οργανώσει τη δουλειά τους με ισονομία. Ο πρώτος που κατεβαίνει παίρνει την πρώτη διαδρομή. Επιστρέφοντας, μπαίνει τελευταίος στη σειρά. Έτσι, όποια δουλειά υπάρχει, τη μοιράζονται όλοι εξ ίσου.

Το μπρούντζινο άγαλμα της Μπουμπουλίνας κυττάζει στο Παλιό Λιμάνι. Είναι έργο της γλύπτριας Ναταλίας Μελά, εγγονής του μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Σ’αυτή την πλατεία, που τα καλοκαιρινά απογεύματα γεμίζει με πιτσιρίκια, γίνονται οι παρελάσεις των σχολείων και οι μουσικές εκδηλώσεις.

Η γλύπτρια Ναταλία Μελά κάνει συντήρηση στο έργο της, πριν τη γιορτή της Αρμάτας (φωτο Πέτρος Χαριτάτος)

Ξενοδοχείο «Ποσειδώνιο»

Το επιβλητικό κτίριο του Ποσειδωνίου θυμίζει τα «παλάτια» της γαλλικής Κυανής Ακτής. (1/27) Μέχρι να χτιστεί, δεν υπήρχε στις Σπέτσες – αλλά ούτε και στην υπόλοιπη επαρχία, με εξαίρεση ίσως την Κέρκυρα – ξενοδοχείο πολυτελείας με ηλεκτρικό φώς, ζεστό νερό, λουτρά και καμπινέδες. Είχαν ήδη χτιστεί τα πρώτα νεοκλασικά όπως του Αναργύρου ή του εφοπλιστή Γουδή που αποτελεί τώρα τη δεξιά πτέρυγα του Ποσειδωνίου. Κάποιοι Αθηναίοι είχαν αρχίσει κιόλας ν’αγοράζουν σπίτια ή να τα νοικιάζουν από Σπετσιώτες. Ο Ανάργυρος τελειώνει τις αγορές των οικοπέδων το 1911 και πείθει το Δήμο να τροποποιήσει το σχέδιο πόλεως στην περιοχή, σύμφωνα με τον βιογράφο του Γεώργιο Σταματίου. Παραγγέλνει τα σχέδια στον υδραίο αρχιτέκτονα Παναγιώτη Ζήζηλα, που είχε ήδη φτιάξει το αρχοντικό του. Το ξενοδοχείο ανοίγει για πρώτη φορά το 1914 και αμέσως γίνεται το θερινό στέκι της πλούσιας και της κοσμικής Αθήνας, με λαμπρές δεξιώσεις και βασιλικές επισκέψεις, εκθρονίζοντας την Κηφισιά και το Φάληρο. Την ατμόσφαιρα περιγράφει, το 1925, ο λογοτέχνης Κώστας Ουράνης: «Από το ηλιοβασίλεμα έως μετά τα μεσάνυκτα, η βεράντα παρουσιάζει την κοσμικώτερη και αθηναϊκότερη εικόνα που μπορεί κανείς να φανταστή. Νομίζετε ότι όλοι οι θαμώνες του Γιαννάκη και του Ντορέ, οι γνωστότερες αθηναϊκές φυσιογνωμίες, οι πλούσιοι της Πόλης και της Σμύρνης εκεί έχουν δώσει το ραντεβού τους». Μεταξύ τους, «ένα πλήθος νεαρών δανδήδων οι οποίοι, με τις πεταχτές δεσποινίδες που συνοδεύουν, δίνουν στη βεράντα ένα χαρακτήρα Τροκαντερό.» Μετά το γεύμα, η βεράντα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο ένα οι ηλικιωμένοι κάθονται, κουβεντιάζουν ή παίζουν χαρτιά. Στο άλλο οι νέοι και οι νέες χορεύουν μέχρι τα μεσάνυχτα. Βλέπει κανείς εκεί, «σε μικρογραφία, την σημερινή γενεά των ελληνίδων κοριτσιών με τα μαλλιά του κομένα κατά εκατό τρόπους, τα λεπτά νευρώδη των σώματα που διαγράφονται κάτω από τα μεταξωτά τους φορέματα, τις γυμνές των κνήμες και τα μαυρισμένα από τον ήλιο μέλη, μιά γενεά που χωρίζεται από τις περασμένες με το μεγάλο χάσμα του πολέμου και που τρελλαίνεται για το χορό, τα σπόρτ και την πλούσια ζωή».

Αριστοκρατικό δείπνο στη βεράντα του Ποσειδωνίου (συλλογή Γιώργου Αργεντίνη)

Η μόδα των κοσμικών δεξιώσεων στις Σπέτσες ξεκινά τον Αύγουστο 1918 με τον γάμο του Πέτρου Μπόταση με την Λιλέττε Αδοσίδη, που περιγράφει ο Γεώργιος Σταματίου στη βιογραφία του Αναργύρου: μετά την τελετή στη Μητρόπολη του Αγ.Νικολάου οι προσκεκλημένοι, σε βάρκες με βενετσιάνικα φανάρια, καταπλέουν στο Ποσειδώνιο για τη δεξίωση, και ακολουθεί ελληνικό γλέντι όπου χόρευαν καρσιλαμά οι ξένοι διπλωμάτες και άγγλοι αξιωματικοί.

Η νεολαία του Μεταξά παρελαύνει το 1938 μπροστά στο Ποσειδώνιο.

Τον Ιούλιο του 1926, ενώ ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος παραθερίζει στο Ποσειδώνιο, κάνει κίνημα ο Κονδύλης και στέλνει με το επιβατηγό πλοίο «Έλλη Δασκαλάκη» δυό λόχους στρατού να τον συλλάβουν. Όμως ο Πάγκαλος διαφεύγει με το τορπιλοβόλο «Πέργαμος» που κρατούσε δεμένο μπροστά στο Ποσειδώνιο.

Η φήμη του Ποσειδωνίου ήταν διεθνής· γύρω στο 1930 αράζαν στ’ανοιχτά του τα πολυτελή ιταλικά κρουαζιερόπλοια Saturnia και Vulcania, φέρνοντας ξένους επισκέπτες που κάναν τον γύρο της κοσμικής Μεσογείου. Εκεί συχνάζαν και λίγοι Σπετσιώτες από αρχοντικές οικογένειες. Θυμάται μια ανηψιά: «Οι κόρες του Λεωνίδα (ιδιοκτήτη της Σπετσοπούλας) ήρχοντο σπίτι μας με τις αποσκευές τους. Εντύνοντο καταλλήλως και κατόπιν πήγαιναν στο Ποσειδώνιο να χορέψουν, φυσικά με κάποια θεία να τις συνοδεύει.» Οι υπόλοιποι Σπετσιώτες κάναν τη βόλτα τους μπροστά στο Ποσειδώνιο και χαζεύαν την κίνηση πάνω στη βεράντα. Η απόσταση είναι μόνο εννιά σκαλοπάτια, αλλά ξέραν πως τους χώριζαν δυο κόσμοι. Αφηγείται ο πλοίαρχος Τάσος Λάμπρου: «Μια φορά, τρεις ναυτικοί, λίγο μεθυσμένοι, πήραν θάρρος· ανέβηκαν τα σκαλιά και παρήγγειλαν καφέδες. Τους έκατσαν στην άκρη και τους άφησαν να σιτέψουν· κάποια ώρα φέραν τους καφέδες. Χίλιες δραχμές ο καθένας, ένα υπέρογκο ποσό. Ήταν ο τρόπος να δείξουν πως δεν ήταν γι’ αυτούς, ο καφές στο Ποσειδώνιο».

Ενώ η φήμη του Ποσειδωνίου ανανεώνεται με κάθε γενιά, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις εγκαταστάσεις του, κι έτσι είχε μπει σε μια καθοδική τροχιά. Μια ομάδα επιχειρηματιών πήρε την πρωτοβουλία να το αξιοποιήσει, αναλαμβάνοντας την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου για 30 χρόνια, με υποχρέωση την «πλήρη επισκευή και αναπαλαίωση ώστε να αποκτήσει την παλιά του αίγλη». (Σημείωση 8.7.2011: Απο τότε (2004) που γράφτηκε αυτή η παράγραφος, το έργο τέλειωσε και το Ποσειδώνιο ξαναζωντάνεψε. Η σχετική συμπλήρωση του κειμένου θα γίνει προσεχώς.)

Τώρα έχεις δύο επιλογές:
α) Επιστρέφεις στην αρχή (πίνακας περιεχομένων):
<<Τι θα δεις στις διαδρομές Σπετσών>>
β) Προχωράς στο επόμενο:

<<2. Προς τις Σχολές>>