Σ.Τσουλουχόπουλος

Τον Σαράντο Τσουλουχόπουλο γνώρισα το 2002 καθώς μάζευα υλικό για το βιβλίο «Ανεξερεύνητες Σπέτσες» (βλ. σελίδα 78). Θα βρείτε ένα σύντομο βιογραφικό στη σελίδα Αγαπημένοι απόντες(2).

Ως μέλος και γραμματεάς τού ΕΑΜ στις Σπέτσες, ο Σ.Τ. είχε ζήσει πολλά γεγονότα στο πετσί του και τα κατέγραψε στο ημερολόγιό του, απο το οποίο μού διάβασε σελίδες για τον καιρό της Κατοχής.

Γιατί υπήρξε πείνα στις Σπέτσες;

«Η διοίκηση του ΕΑΜ στην Αργολίδα ζούσε ακόμα με τις παλιές εντυπώσεις για τις Σπέτσες, ότι ήταν ένα «πλούσιο και ατίθασο» νησί που μπορούσε να τροφοδοτεί τους αντάρτες. Τους εξήγησα ότι πράγματι έτσι ήταν τον περασμένο αιώνα που είχε παραγωγή στάρι, κουκιά, αμπέλια, χαρούπια κλπ αλλά ήρθε ο Ανάργυρος, αγόρασε τα κτήματα και τα έκανε δάσος.»

Οπότε τι συνέβη;

«Να σού διαβάσω τι έγραφα το Δεκέμβρη 1941. Οι θάνατοι από πείνα είναι καθημερινοί πια και όχι λίγοι. Οι πιο φτωχοί κι οι πιο αδύνατοι πρήζονται από την ασιτία. Τα τρόφιμα σπάνια και πανάκριβα. Ολος ο κόσμος αγωνιά για το φαί του. Του φτωχού του πήραν και το ψωμί του και την ελιά του. Του ρουφάνε το αίμα του κι’ αυτός σέρνεται στους δρόμους ώσπου να πέσει. Κι΄άμα πέσει, τον πάνε στην εκκλησία και τον θάβουνε μ΄όλες τις εκκλησιαστικές τιμές και μερικοί λένε τον κακομοίρη ή την κακομοίρα, ήταν καλός, ήταν καλή. Κι ύστερα γυρίζει καθένας στο σπίτι του και ξαναρχίζει το δικό του αγώνα με περισότερο φόβο. Τρώει ό,τι βρει, ένα λάχανο χωρίς λάδι τις πιο πολλές φορές ή με τόσο λίγο που δεν το βλέπει μήτε το γεύεται. Τα βράδια και μέσ’στο σκοτάδι πάντα μοιράζουν, αν τα’χουν κι’αυτά, μερικά σύκα και χωρίς φωτιά μέσ’στον κρύο βοριά. Κι’ ύστερα από μια θερμότατη προσευχή, γέρνουν όλοι και κοιμούνται. Ανακουφίζει η προσευχή με τις ελπίδες ώσπου σε μια ώρα κούρασης βαριάς κι’ απογοήτευσης βλαστημούν και ζητούν όσο πιο γρήγορα να’ρθεί το δίκιο, γιατί αλλιώς «δεν υπάρχει Θεός». Διότι όλοι πεινούν, πολλοί μέχρι θανάτου. Ευτυχώς η θείτσα μας έδωσε από δύο σύκα και μας χόρτασε. Πάλι λίγο από το μεσημεριανό φαγητό για βράδυ. Ξύπνησα κατά τις 1.30 με τέτοια πείνα που ούτε ύπνος ξαναρχόταν.»

Τι γινόταν κάτω στην αγορά;

«Έγραψα τα εξής τον Μάρτιο 1942. Σήμερα ξημέρωσε ανοιξιάτικη συννεφιασμένη μέρα. Από τις οκτώμιση στην αγορά για εκατό δράμια γάλα. Η χειρότερή μας σκλαβιά είναι αυτή, που υποφέρουμε από κάθε είδους αισχροκέρδεια και πλεονεξία. Και είναι αλήθεια πως έχει χαθεί κάθε μέτρο τιμιότητας. Αλλος πουλά το γάλα 280, άλλος 240, ενώ μερικοί και σήμερα ακόμη 200. Κανένας νόμος. Γύριζα στην αγορά κουρασμένος με τη μποτίλια στο χέρι. Στού Μιχαλάκη του παπουτσή πολλοί έρχονταν ν΄αγοράσουν καπνό. Αν και πρατήριο, καμιά εφημερίδα, κανένα περιοδικό στο πάγκο. Δυο λεβέτια σε μια γωνιά για ανταλλαγή, είδος αντί είδους είναι το σημερινό εμπόριο. Πέρασε και ο Ανδρέας, αποκρουστικός και περιφρονητής με δυο μποτίλιες μέσ’ το δίχτυ για το γάλα. Ηρθε και ο Γ.Ν. ν’αγοράσει καπνό, ολοφάνερο το πρήξιμο στο πρόσωπό του από την πείνα. Σα να τον λογίκεψε η τόση στέρηση. Δε φωνάζει πια όπως πρώτα, ούτε βρίζει κανέναν. Σιωπηλός και σκεφτικός με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του τριγυρίζει χωρίς κέφι. Το «Μαράκι» ετοιμάζεται για αναχώρηση. Κασόνια τενεκέδες για λάδι. Ιταλοί δορυφόροι τους κι άλλοι άνδρες και γυναίκες. που πάνε για λίγη προμήθεια για το φαί τους, να δώσουν κάποιο πράγμα τους για λίγο λάδι ή ό,τι άλλο. Ο Δήμαρχος φεύγει για λάδι όλου του τόπου. Με φωνάζει, θέλει να του εισπράξω τις συνδρομές για τη «Σπετσιωτική Λέσχη» που όμως δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια αίθουσα ωραία στολισμένη κι’ επιπλωμένη στο σπίτι του αείμνηστου Αναργύρου με λίγα προπαγανδιστικά φασιστικά τεύχη στο τραπέζι, που σήμερα τα πρόσεξα μπαίνοντας να βρω το επιστάτη της.

Πείτε μου για τον τότε Δήμαρχο.

«Ο Πολύβιος Λεκός ήταν επιχειρηματίας στην Αθήνα, με καταγωγή απο τις Σπέτσες. Κατά το 1932, ήμουν 14 ετών, έκτισε τη βίλλα πάνω στην παραλία στο Σουρμπούτι – πλάι στο μύλο, εκεί όπου τώρα είναι το ξενοδοχείο Σπέτσες – κι έβαλε στο κήπο τις γύψινες προτομές των ηρώων του 1821. Την ονόμασε «Βίλλα Νεράϊδα». Μετά την αποχώρηση του Λαγάνη, διορίστηκε Δήμαρχος Σπετσών και μετέφερε το Δημαρχείο στο σπίτι του Αναργύρου. Τον θυμάμαι με την θερινή εμφάνιση της εποχής στα λευκά, με παγιασόν, μπαστούνι, ευπροσήγορος, φιλικός και ευχάριστος προς όλους που τον αναγνώριζαν και συνεργάζονταν μαζί του. Ήταν τυχοδιωκτικός μάλλον τύπος, κοσμοπολίτης ευκίνητος, δραστήριος, με επιδεικτική ενίοτε συμπεριφορά. Έκανε το καθετί σε συνεργασία με όλους προς κάθε κατεύθυνση για τον επισιτισμό κυρίως, αλλά και άλλες ανάγκες.»

Δηλαδή;

«Λ.χ. έλυσε το πρόβλημα τού ηλεκτρικού ρεύματος για τον ηλεκτροφωτισμό διότι δεν λειτουργούσε πια το εργοστάσιο Δασκαλάκη. Μίλησε με τους Ιταλούς και βρήκε μια λύση για να ξαναλειτουργήσει η γεννήτρια με ξυλεία απο το δάσος της Αναργυρείου. Για τη διατροφή κατάφερε να φέρει φορτία με δημητριακά, όσπρια, ξηρούς καρπούς κλπ κάνοντας έρανο μέχρι τη Μακεδονία για «το ένδοξο νησί.»

Ποιά ήταν η πιο δραματική στιγμή που ζήσατε;

«Για τη γειτονιά μου τη Κουνουπίτσα ήταν η απαγωγή των βαρκών, θυμάμαι τη Μεγάλη Πέμπτη τού 1943. Έγραψα στις 22 Απριλίου: το νησί μας έμεινε χωρίς βάρκες, οι ψαράδες χωρίς δουλειά, υποχρεωτικές διακοπές χωρίς να ξέρει κανείς για πόσο. Απ’ έξω από το σπίτι μας 10-15 έχουν μείνει τραβηγμένες στη στεριά για καλά, σπασμένες και σακατεμένες, σαν τραυματισμένοι βαρειά αιχμάλωτοι. Και οι ψαράδες όλοι και οι καϊκτζήδες άεργοι μαζεύονται σ’όλην την παραλία και τα λένε. Σπάνια τύχαινε στην παραλία μας της Κουνουπίτσας να μην είνα καμιά βάρκα ή βαρκούλα αραγμένη. Μου είπαν πως σε μια ώρα να παραδοθούν όλα, βάρκες, βαρκούλες, καϊκια, βενζίνες. Από μακριά από το μέρος της Ύδρας φαίνονταν να πλησιάζουν μακρές σειρές ψαροκάϊκα, που τα τραβούσαν οι βενζίνες. Ηταν η απαγωγή των Υδρέϊκων. Περνούσαν να πάρουν και τα Σπετσιώτικα. Απ’ έξω από το σπίτι μας σ’όλη την παραλία μεγάλη κίνηση, ο καθένας προσπαθούσε να εξασφαλίσει όσο μπορούσε καλύτερα το πλεούμενό του, σύροντάς το όσο πήγαινε βαθύτερα πάνω στη στεριά και πίσω από τα σπίτια ακόμη. Τ’απόγευμα μετρούσα τις μακρές σειρές, τις βάρκες κάθε είδους, που μας τις έπαιρναν, τις έσερναν τα πετρελαιοκίνητα καίκια, 5-10-15 το καθένα. Φαίνονταν σαν τους πιο αθώους ήμερους, γλυκούς αιχμαλώτους, μετρούσαμε ως 100.»

Και σείς καταλήξατε αιχμάλωτος…

«Αυτό έγινε τον Ιούνιο τού 1944. Ορίστε τι έγραψα. Ήμασταν στην αίθουσα θεάτρου της Αναργυρείου Σχολής με την κωμωδία Μολιέρου «Γιατρός με το στανιό». Είχε προετοιμαστεί και παιζόταν για δεύτερη φορά από το τμήμα Αλληλεγγύης και Ψυχαγωγίας της Οργάνωσής μας με επικεφαλής τον Βύρωνα Κεσσέ, γλυπτη και προπολεμικά καθηγητή της Σχολής, με τη συνεργασία πρώην μαθητών και μαθητριών στους ρόλους. Αλέκος Βάμβας, Χρήστος Καριτσώτης. Ειρήνη Γκιώνη, Κική Στυλιανού και άλλοι. Προς το τέλος της παράστασης ακούσαμε μια φωνή «ήρθαν οι Γερμανοί!» που μας γέμισε τρόμο. Ήταν ο γιατρός Παπασταύρου που είχε φέρει την είδηση από το ανοικτό παράθυρο του ισογείου, όπου βρίσκονταν η αίθουσα. Η διάλυση ήταν γρήγορη και ο καθένας έτρεχε στο σπίτι του να κρυφτεί. Μερικοί είπαν πως οι Γερμανοί είχαν αποβιβαστεί και στον όρμο της Σχολής και στο Παλιό Λιμάνι. Εγώ κρύφτηκα στη Σχολή και περίμενα ώσπου την Κυριακή 11 Ιουνίου το απόγευμα δόθηκε μια λύση. Άκουγα ελληνικές φωνές, ήταν οι ροπαλοφόροι ή μαγκουροφόροι που έμπαιναν στο κτίριο αποφασισμένοι να με ξετρυπώσουν. Είχαν τις πληροφορίες τους κι έψαχναν σπιθαμή προς σπιθαμή. Προχώρησαν ως το πορτάκι όπου πίσω του κρυβόμουν. Α εδώ είσαι πουλάκι μου, είπε ένας. Νόμιζες πως θα μας ξέφευγες, είπε ο άλλος, Άντε κάνε γρήγορα προχώρα, είπε ένας τρίτος. Δεν θυμάμαι να είπα κάτι. Μονο τον έναν αναγνώρισα που φαίνονταν και σαν αρχηγός. Ηταν αυτός, που με τον πατέρα του έφερναν το γάλα από απέναντι και έφτιαχναν το γιαούρτι στο στενό, απέναντι σήμερα στο ξενοδοχείο «Ήλιος». Ηταν ο Ζαρμπής που τον ξανασυνάντησα και χαιρέτησα χωρις άλλη κουβέντα όταν επέστρεψα απο την αιχμαλωσία. Με πήγαν απο τον παραλιακό δρόμο ως το αρχοντικό του Αναργύρου.

Στο αρχοντικό τού Αναργύρου;

«Εκεί ήταν το Δημαρχείο, εκεί το γραφείο τού ΕΑΜ, εκεί στήσαν και οι Γερμανοί το στρατηγείο τους. Εκεί κάναν και τις ανακρίσεις. Το υπόγειο ήταν η φυλακή. Κάποια ώρα ήλθε κάποιος φρουρός και με πήρε επάνω στη μεγάλη αίθουσα. Εκεί ήταν ο επικεφαλής της δύναμης συνταγματάρχης, ψηλός, ωραίος άνδρας και ένας Ιταλός με γκριζοπράσινη στολή γκέτες και μπότες, Ιταλός φασίστας όπως κατάλαβα αμέσως Άρχισαν μαλακά, σκληραίνοντας την ανάκριση από πού και πώς και πότε, τι και γιατί και με ποιούς και για μεγαλύτερη πίεση να πώ την αλήθεια μου είπαν να βγάλω το ελαφρύ καλοκαιρινό πουκάμισο και άρχισε ο αγριωπός στην όψη Ιταλός τις βουρδουλιές με μια σαλαχοουρά αδιάκριτα από τη ραχοκοκκαλιά ως το κεφάλι. Τα ματογυάλια μου έγιναν δυο κομμάτια, τούφες από τα μαλλιά μου έπεφταν και η πλάτη μου έσταζε αίμα. Την Τρίτη 13 Ιουνίου, είχαμε μείνει μια μικρή ομάδα στο Δημαρχείο, φρουρούμενοι από τους Γερμανούς. Περιμέναμε, ξέραμε, πως θα μας έπαιρναν μαζί τους, φεύγοντας κείνο το βράδυ. Οι μέρες του Ιούνη είναι μεγάλες και μας φαινότανακόμη πιο μεγάλη κείνη η ημέρα. Ηταν το φυσικό της φως ακόμη, μέσα στη σκοτεινιά που μας πλάκωνε, όταν μας πήραν από Αρχοντικό του Αναργύρου δυο γερμανοί στρατιώτες και μας οδήγησαν στο δεξιό κατεβαίνοντας βραχίονα του λιμενίσκου της Ντάπιας, όπου ήσαν δεμένες στο μόλο 3-4 τορπιλάκατοι. Ερημιά και σιωπή με πολύ λίγους περίεργους περαστικούς στους δρόμους. Μάς έβαλαν σε μια από τις τορπιλάκατους στο κατάστρωμα της πλώρης. Περιμέναμε ωσότου νύχτωσε για καλά. Ήμασταν έντεκα, τρείς Σπετσιώτες και οι άλλοι που είχαν καταφύγει στο νησί με τη γερμανική επιχείρηση-σκούπα στην Αργολίδα.»

—-