7.Κατοχή και βία

(Δείτε και τις άλλες 6 αφηγήσεις του Στέφου Αλεξανδρίδη στη σειρά «Ο Στέφος και η εποχή του»)

Η βύθιση του «Κέφαλου»

Πρωί 11 Φεβρουαρίου 1944, βορριάς 10 μποφόρ και ένα καράβι, ο «Κέφαλος», δεν μπόρεσε να συνεχίσει προς Κρήτη όπου ήταν επιταγμένο από τους γερμανούς που το είχαν γεμίσει με αλεύρια σικάλεως και ταχυδρομείο που έστελναν με γράμματα και δέματα με δώρα για την πρωτοχρονιά στους εκεί κατακτητές. Αλλά κατά κακή τους τύχη δεν έφτασε ποτέ γιατί πέρναγε ένα αγγλικό αεροπλάνο Χάρικεϊν και με ακρίβεια έριξε μια βόμβα στο αμπάρι του καραβιού. Ο «Κέφαλος» λοιπόν βούλιαξε στα αβαθή νερά της Μπάλτιζας, εκεί όπου τώρα είναι αραγμένα τα υδροφόρα πλοία. Φεύγοντας, το αεροπλάνο χτυπάει στο φανό που ακόμα είναι σπασμένος και πέφτει στο Γαρύφαλλο. Ο κρότος ήταν τόσο ισχυρός που τρέξαμε να δούμε τι ήταν. Από το αεροπλάνο σκοτώθηκε ένας εγγλέζος και ένας σώθηκε, απο δε το καράβι ένας γερμανός ονόματι Καρλ Μαρξ και ένας ναύτης απο την Ικαρία ονόματι Ιωάννης Τσάρνας, ετών 19, που τους πήγαμε στους Αγίους Πάντες. Οι υπόλοιποι γερμανοί πήγαν στο καφενείο του Παντελή Αρμένη που τώρα είναι του Καπελογιάννη.

Με την έκρηξη που έγινε, πολλά τσουβάλια τα πήρε ο βορριάς και ταξίδευαν προς Άγιο Αιμιλιανό και άλλα προς την Μπάλτιζα. Έφτασα με τον πατέρα μου εκεί και βλέποντας τα τσουβάλια να ταξιδεύουν, δεν έχασα καιρό και πέφτω στη θάλασσα που ήταν παγωμένη και κόντεψα να πάθω ανακοπή. Αλλά συνήλθα και πάω και καβαλάω ένα τσουβάλι και χαρούμενος το έφερνα πίσω για να το δώσω στον πατέρα μου. Οι γερμανοί από απέναντι μάς ρίχναν με το αυτόματο και σφύριζαν οι σφαίρες πάνω απο το κεφάλι μου. Την ώρα που έβγαινα, με παίρνει ένα κύμα και με κυλάει στα βράχια που είχαν αχινούς και έγινα χάλια. Ευτυχώς η μάνα μου με άλειψε με λάδι και με μια βελόνα μου έβγαλε όσους μπορούσε. Το τσουβάλι που έπιασα ήταν γεμάτο δέματα με γλυκά και τσιγάρα. Τα γλυκά τα είχε ποτίσει το αλάτι της θάλασσας αλλά με την πείνα που είχαμε τα φάγαμε. Τα τσιγάρα τα στεγνώσαμε και τα ανακατέψαμε με φύλλα καπνού που είχαμε φέρει απο τα Ίρια και τα μοσχοπουλήσαμε.

Ξαναπέφτω στη θάλασσα και πιάνω ένα τσουβάλι με αλεύρι σικάλεως. Tότε πήραν θάρρος και άλλα παιδιά. Μόλις το έβγαλα έξω, πέσανε πάνω με σουγιάδες κολοκοτρωνέϊκους, το σκίσανε και γεμίζανε τις τσέπες και τα μαντήλια με αλεύρι. Τότε πέφτει πάνω στο σακί ο πατέρας μου και γλύτωσε το μισό.

Αντίο πείνα!

Οι γερμανοί που σώθηκαν πήγαν στου Καρδάση το ξενοδοχείο να κοιμηθούν και εκεί οι αντάρτες τους σκότωσαν και νόμιζαν ότι με τον τρόπο αυτό εμείς θα είμασταν τα θύματα, αλλά πού να ήξεραν ότι αυτό θα γινόταν μπούμεραγκ γι’αυτούς, διότι ήρθαν οι γερμανοί και την πλήρωσαν αυτοί. Ευτυχώς η Άχνες (χήρα Κατραμάδου), ο θεός να την αναπαύει, αν δεν μεσολαβούσε αυτή, ποιός ξέρει πόσοι θα είχαμε μείνει. Μετά που σκότωσαν τους γερμανούς, την άλλη μέρα, πάω με τον αδελφό μου το Δαμιανό με τον μπάχτονα στο καράβι. Με ένα καμάκι κατεβαίνω στο κατάστρωμα και βλέπω τα σακκιά με τη σίκαλη που είχαν στριμωχτεί στο αμπάρι. Είχαν πιάσει ένα δάχτυλο προζύμη και το υπόλοιπο ήταν στεγνό και ελαφρύτερο. Με το καμάκι κάρφωνα ένα, το καργάριζα προς την έξοδο του αμπαριού και πεταγόταν στον αφρό. Έτσι το δέναμε πίσω από τον μπάχτονα και το φέρναμε στο γεφύρι όπου τώρα είναι τα ψαρομανάβικα. Εκεί τα πρόσεχε η αδελφή μου η Έλλη με τον πατέρα μου. Έτσι κάναμε 7 δρομολόγια και πιάσαμε 7 τσουβάλια. Το βράδυ τα πήγαμε σπίτι με χαρά. Η μάνα μου ζύμωσε και έφτιαξε ένα τσουβάλι παξιμάδια. Η χαρά μας απερίγραπτη: αντίο πείνα!

Ικετεύω τον αντάρτη

Έλα όμως που μάς έμεινε η χαρά γιατί την άλλη μέρα έρχονται οι αντάρτες κατόπιν πληροφοριών και μάς λένε, «το αλεύρι για την επιμελητεία κατάσχεται» και όχι μόνο το αλεύρι αλλά και τα παξιμάδια. Τότε αγρίεψε η μάνα μου και του λέει «θα τα θυμόμαστε αυτά που μάς κάνετε! Ούτε τα παξιμάδια για τα παιδιά μου!» Τότε αγρίεψε ο αντάρτης ο οποίος ήταν μικρασιάτης και την πιάνει και τη σέρνει για να πάει να τη σκοτώσει. Τότε εγώ με τα τούρκικα που ξέρω άρχισα να τον παρακαλάω, να πέφτω στα πόδια του για ν’αφήσει τη μάνα μου κι ευτυχώς την άφησε. Πώς να ξεχάσουμε τέτοιες καταστάσεις και πώς να μην τους μισούμε. Αλλά όχι μόνο αυτό. Πήγαν οι ρουφιάνοι και τους είπαν να με βάλουν στην οργάνωση και για πρώτη δουλειά, μού έδωσαν έναν κουβά με κόκκινη μπογιά και ένα πινέλο και έναν κατάλογο σπιτιών που ήταν τάχα γερμανόφιλοι, και να γράφω το σήμα «ΕΠΟΝ». Το πρώτο σπίτι ήταν του συγχωρεμένου Π. Ζαχαρία. Δεν άντεξα και έσκισα το χαρτί και πήγα και κρύφτηκα. Τον δε Δαμιανό μαζί με το συγχωρεμένο το Θεμιστοκλή Σακοράφο τους βάλανε στο τηλέφωνο που το είχαν στην επιμελητεία που ήταν στην ταβέρνα του Στρίγκου. Εκεί έπιασαν δουλειά. Αλλά την πρώτη μέρα που πιάσαν το τηλέφωνο έρχεται μια είδηση από το Κρανίδι να φύγουν οι αντάρτες γιατί έρχονται γερμανοί. Τότε έρχεται ο Κωσταρίδης, ένας αρχηγός των ανταρτών και τους λέει – αφού φάγανε και δυο κλωτσιές – και τους λέει, «με το γούρι στον κόλο μάς ήρθατε κολόπαιδα και πάρτε τη συσκευή και χαθήτε!» Τότε πήγαν στον Άγιο Αδριανό και την έκρυψαν σε έναν τάφο.

Ο Δήμαρχος Πολύβιος Λεκός

Ο Πολύβιος Λεκός, αριστερά με το άσπρο κουστούμι.

Ο Πολύβιος Λεκός, αριστερά με το άσπρο κουστούμι.

Ήμουν 14 ετών στον πόλεμο και τα σχολεία είχαν κλείσει και έπρεπε να εργαστώ να προσφέρω και γω κάτι στην πολυμελή οικογένειά μας. Ο αείμνηστος δήμαρχος Πολύβιος Λεκός αγαπούσε πολύ τους μικρασιάτες και περισσότερο τον πατέρα μου που ήταν φωτογράφος και που πολλές φορές τον χρειάστηκε. Το Δημαρχείο στην Κατοχή κατάφερε και το είχε στο αρχοντικό του Αναργύρου. Εκεί εργαζόταν όλη την ημέρα, να βρει τρόπους για να ανακουφίσει τους δημότες του από την πείνα. Με τις γνώσεις που είχε – γιατί γνώριζε τα Γαλλικά, Ιταλικά και Γερμανικά – ταξίδευε μέχρι τη Θεσσαλονίκη και με τα γερμανικά του κατάφερνε τους Γερμανούς και του δίνανε φασόλια, καλαμπόκι και ό,τι άλλο μπορούσε. Ύστερα, με καϊκια που ναύλωνε ο ίδιος τα’φερνε στις Σπέτσες και έκανε διανομή στους κατοίκους και έσωσε πολλούς από την πείνα. Τα χρόνια περνάνε οι άνθρωποι ξεχνούν και μέχρι τώρα κανείς δεν βρέθηκε να κάνει ένα μνημόσυνο, σ’αυτόν που έσωσε τόσο κόσμο και που άδικα κατηγορήθηκε από τους τότε αντάρτες, κι έφυγε πρόωρα χωρίς να μπορέσει να κάνει πράξη τα τόσα όνειρα που είχε για τον τουρισμό στον τόπο του.

Πήγε λοιπόν ο πατέρας μου στο Δημαρχείο να δει το Δήμαρχο. Τον βρήκε σκυμμένο στα χαρτιά.

– Τι κάνετε κ.Δήμαρχε, του λέει.
– Άσε με Αλέξανδρε, του απαντάει, η Δαμόκλειος σπάθη κρέμεται από πάνω μου, αλλά τι ξέρεις εσύ απ’αυτά. Ο πατέρας μου που ήξερε, του έδωσε την εξήγηση.
– Μπράβο Αλέξανδρε το βρήκες, αλλά πες μου γιατί ήλθες.
– Δήμαρχέ μου, όπως καταλαβαίνεις έχω οικογένεια και θα ήθελα τη βοήθειά σου, έχω ένα γιο 14 ετών και ήθελα αν μπορούσες να βρεις καμιά δουλειά γι’αυτόν.
– Έχω μια βάρκα, τη «Νεράϊδα». Μπορεί να έρχεται κάθε μέρα να με παίρνει από τη βίλα μου τη «Νεράϊδα» (έτσι την λέγαν, εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο «Σπέτσες») και να με φέρνει στη Ντάπια και το μεσημέρι ή το βράδυ που θα τελειώνω να με ξαναπηγαίνει.
– Μπράβο, αυτό είναι ό,τι πρέπει για το γιο μου! Και αφού τον ευχαρίστησε έφυγε κι ήρθε να μου αναγγείλει τα νεα.

Τρόφιμα απο τους Γερμανούς

Την άλλη μέρα εγώ πρωί-πρωί, εγώ στη βίλα του. Μπαίνει στη βάρκα και αρχίζω να κωπηλατώ. Λίγο πιο πέρα είχε έναν ύφαλο και δεν μου είπε να προσέχω. Πέφτω στον ύφαλο. Δεν χάνω την ψυχραιμία μου και κατεβαίνω στο νερό, σπρώχνω τη βάρκα και συνεχίσαμε προς τη Ντάπια. Αυτό γινόταν για δυο μήνες, γνωριστήκαμε και ποτέ δεν του είπα για μισθό αλλά έκανα κάτι άλλο. Στον πόλεμο, όταν είχε φουρτούνα, πολλά καϊκια ποδίζανε στις Σπέτσες μέχρι να φτιάξει ο καιρός. Μετά φεύγανε για Κρήτη, φορτωμένα με στάρι, καλαμπόκι, φασόλια κλπ για τους εκεί Γερμανούς. Εγώ μάθαινα τι έχουν φορτωμένα και πήγαινα στο Δήμαρχο.

– Κύριε Δήμαρχε, πολύ θα σάς παρακαλέσω, δεν γράφετε εσείς στα γερμανικά να πείτε στους Γερμανούς που συνοδεύουν το καϊκι να μου δώσουν λίγο στάρι, φασόλια ή ό,τι είχε.

Τότε ο καλός μας Δήμαρχος έγραφε στα γερμανικά, «σάς παρακαλώ αν μπορείτε να μού δώσετε για δική μου χρήση λίγο …» δηλαδή ό,τι του έλεγα πως κουβαλούσαν, κι έβαζε από κάτω την υπογραφή του και τη σφραγίδα της Δημαρχίας. Έτσι μόλις βλέπαν το γράμμα στη γλώσσα τους από το Δήμαρχο, αντί μια ή δυο οκάδες μου δίναν ένα τσουβάλι ολόκληρο. Το έβαζα στον μπάχτονα που είχα φτιάξει και μ’αυτόν τον τρόπο για πολύ καιρό δεν πεινάσαμε.

Το τραγικό του τέλος

Ο γιατρός Δημήτριος Παπασταύρου

Ο γιατρός Δημήτριος Παπασταύρου

Ο καιρός περνούσε ωραία, ώσπου μια νύχτα χειμωνιάτικη μου λέει πως είχε πολλή δουλειά και μου ζήτησε να τον παραλάβω από το Δημαρχείο στις 11 το βράδυ. Αφού τον άφησα, άραξα τη «Νεράιδα» έξω από τη βίλα του και ξυπόλητος ερχόμουν για το σπίτι του. Στο σπίτι του γιατρού του Παπασταύρου είχε ένα μπαλκονάκι και από τις χαραμάδες είχε φως και άκουγα ομιλίες. Πάω να κρυφακούσω τι λένε. Όταν τ’άκουσα, μόνο που δεν έπεσα χάμω από το φόβο μου. Αμέσως τρέχω πίσω, φτερά είχαν τα πόδια μου, πότε έφτασα κι εγώ δεν ξέρω. Κτυπάω, πάω να μπω μέσα. Ήμουν ξυπόλυτος, η βίλα του ήταν με χαλιά και μου λέει να φορέσω κάτι σαγιονάρες που τότε τις είχε φέρει από την Ιαπωνία. Επιτέλους μπαίνω μέσα λαχανιασμένος.

– Δήμαρχέ μου ο Θεός σε αγαπάει και άκου τι θα σου πω: το πρωϊ πριν ξημερώσει θα έλθουν οι αντάρτες να σε πάρουν να σ’εκτελέσουν. Βρες κανένα φίλο από την Κουνουπίτσα να σε φυγαδεύσει σε άλλο νησί αλλιώς χάθηκες.
– Εγώ είμαι καλός άνθρωπος, μου λέει, να προσεύχεσθε για μένα, ο Θεός με αγαπάει και η απελευθέρωση γρήγορα θα έλθει.
Εγώ να κλαίω:
– Μπορεί να είμαι μικρός αλλά ο πατέρας μου, μού έχει πει πολλά για τους αντάρτες. Αυτοί, επειδή φέρνεις στους Σπετσιώτες και τρώνε και δεν πάνε να γίνουν αντάρτες, θέλουν να σε σκοτώσουν γιατί είσαι ο πατέρας μας. Φύγε τώρα!
Και να κλαίω, αλλά δεν με άκουσε. Γυρίζω κλαμένος σπίτι. Ρωτάει ο πατέρας μου:
– Τι έπαθες;
– Έτσι κι έτσι του λέω, πήγαινε εσύ που είσαι μεγάλος μήπως σε πιστέψει.
Αμέσως ντύθηκε και στο δρόμο, στην Κουνουπίτσα, βλέπει αντάρτες να περιπολούν και φοβήθηκε και γύρισε πίσω.

Το πρωϊ ξημερώματα τον έπιασαν με τις πιτζάμες. Τον πήγαν στο Καρακάσι και τον εκτέλεσαν. Εκτελεστής ήταν ο Χάρος της ΟΠΛΑ που πιο μετά, έσφαξε έναν καλόγερο από το μοναστήρι της Ερμιόνης ονόματι Στέφανος Πουλής. Ο καλόγερος άρχισε να περπατά χωρίς κεφάλι και όταν τον είδε ο Χάρος φοβήθηκε τόσο πολύ, που δεν ξανασκότωσε άνθρωπο. Τότε οι αντάρτες, αφού δεν σκότωνε πια, τον εκτελέσανε. Εγώ, πολλές φορές που περνάω από το Καρακάσι, παίρνω τον παπά και κάνουμε ένα τρισάγιο στον τόπο όπου σκότωσαν το Δήμαρχό μας.

—————-